Τρέφω μια ιδιαίτερη αγάπη για τα βιβλία που περιλαμβάνουν πολλά και μικρά αυτοτελή κείμενα. Όταν ένα τέτοιο βιβλίο είναι και γεμάτο χιούμορ με την κοφτερή γλώσσα του Δημήτρη Ψαθά τότε πραγματικά η ανάγνωση του ξεκινά αμέσως μετά την αγορά του! Για ένα τέτοιο βιβλίο θέλω να σας μιλήσω. Ο τίτλος του: «Στου κουφού την πόρτα» και έχει κυκλοφορήσει το 2000 από τις εκδόσεις «Μαρία Δ. Ψαθά». Συγγραφέας ο Δημήτρης Ψαθάς, ενώ τα εμπνευσμένα σκίτσα του Φωκίωνα Δημητριάδη καθώς και φωτογραφίες από το προσωπικό αρχείο του Ψαθά συνοδεύουν απολαυστικά τα κείμενα.
Στο εν λόγω βιβλίο συμπεριλαμβάνονται 23 εύθυμα και 26 σοβαρά χρονογραφήματα του Δημήτρη Ψαθά, ταξινομημένα όχι με την χρονολογία συγγραφής τους αλλά με το αν είναι εύθυμα ή σοβαρά. Κατά την προσωπική μου άποψη καλό είναι να αρχίσετε την ανάγνωση του βιβλίου από τα «σοβαρά» (που ξεκινούν περίπου στη μέση του) και να περάσετε μετά στα εύθυμα ώστε να σας μείνει το χαμόγελο.
Στα σοβαρά θα συναντήσουμε τον ίδιο τον Ψαθά κρατούμενο στο Γουδί την περίοδο της δικτατορίας μαζί με τον Γεώργιο Παπανδρέου, τον Μητσοτάκη, τον Κατσώτα, τον Μανώλη Γλέζο, τον Παπαληγούρα, τους Γεώργιο και Κωνσταντίνο Ράλλη καθώς και τον Ανδρέα Παπανδρέου. Θα ζήσουμε δυσάρεστες αλλά και τραγελαφικές καταστάσεις που έζησε ο ίδιος ο συγγραφέας την περίοδο της δικτατορίας και θα διαβάσουμε και ένα χρονογράφημά του που αναδημοσιεύτηκε στο Γερμανικό περιοδικό Der Spiegel σαν χαρακτηριστικό δείγμα των αγώνων των Ελλήνων δημοσιογράφων κατά της χούντας. Με την πένα του θα μας μεταφέρει στα γεγονότα του Πολυτεχνείου, στα βασανιστήρια, στην κατάληψη της Κύπρου από τους Τούρκους, στην γενοκτονία των Αρμενίων χρησιμοποιώντας γλώσσα που κυριολεκτικά μαστιγώνει τους βασανιστές και τους καταπατητές. Επίσης έχει γράψει για τον ηθοποιό Αιμίλιο Βεάκη και την Άννα Συνοδινού, για τον Ωνάση αλλά και τον Οπενχάιμερ, τον κατασκευαστή της πρώτης ατομοβόμβας.
Στα «εύθυμα» καυτηριάζει με το χιούμορ του τις συνθήκες στις δημόσιες επιχειρήσεις, την κατάχρηση δημοσίου χρήματος, τον γυμνισμό, τις τότε διαφημίσεις (που ήταν και τότε τόσο κουραστικές όσο και σήμερα), ακόμη και τους τραγουδιστές με τις υπέρογκες αμοιβές τους (πόσο σημερινό ακούγεται αυτό ε;). Ιδιαίτερα απολαυστικά βρήκα τα χρονογραφήματα για τους κριτικούς, την Μαρία Κάλλας αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό εν όσο προσπαθούσε να κόψει το κάπνισμα.
Με λίγα λόγια το «Στου κουφού την πόρτα» του Δημήτρη Ψαθά είναι ένα βιβλίο που θα το απολαύσετε από την πρώτη, μέχρι την τελευταία του σελίδα. Ένα βιβλίο που εκτός από το να γελάσεις, θα σε μάθει ιστορία χωρίς να γίνεται κουραστικό, με λίγα λόγια αληθινά και σταράτα. ‘Ένα βιβλίο που δεν πρέπει να χάσετε.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Βρισκόμαστε σε στρατιωτικό θάλαμο του καταυλισμού του "Συγκροτήματος Τεθωρακισμένων" με τα παράθυρα κλειστά και φρουρούς στρατιώτες με εφ’ όπλου λόγχη και, καθώς έβλεπα όλους με πιτζάμες, πλην του αρχηγού του Κέντρου Γεωργίου Παπανδρέου, νόμιζα ότι ετοιμαζόντουσαν να ξαπλώσουν, στα πέρα για πέρα, κατά μήκος του θαλάμου, στρωμένα, άδεια στρατιωτικά κρεβάτια. Οι πιτζάμες, ωστόσο -όπως μου εξήγησαν-, δεν είχαν την έννοια του… ξαπλώματος, αλλά του… ξεσηκώματος, γιατί έτσι τους είχαν φέρει όλους, άρον-άρον απ’ τα κρεβάτια των σπιτιών τους, στις δύο το πρωί, όπως είπα, εν σπουδή, χωρίς να τους αφήσουν να πάρουν μαζί τους τίποτα, ούτε ένα κουστούμι.
– Εσείς, κ. πρόεδρε, όμως;… Σας βλέπω ντυμένον…
Χαμογέλασε ο Παπανδρέου:
– Εμένα, φίλτατε, συνέβει ως εξής: Εκοιμόμουν βαθιά, όταν εξύπνησα από ένα θόρυβον. Άνοιξα τα μάτια μου και βλέπω ξαφνικά επάνω απ’ το κρεβάτι μου ένα λοχαγόν εν στολή, μαύρον την θέαν, που κρατούσε ένα πιστόλι και μου έλεγε με προφανή εκνευρισμόν: "Σηκωθείτε, κ. πρόεδρε! Σηκωθείτε γρήγορα κ. πρόεδρε!". Ίσως ήταν μαύρος ή πολύ μελαμψός, ίσως μου εφάνη έτσι, καθώς είχα τόσον απότομα ξυπνήσει. Η πρώτη σκέψις που έκανα ήταν: "Θα με εκτελέσει!". Αλλά εκείνος… δεν με εκτελούσε! Εκρατούσε μόνον το πιστόλι και επαναλάμβανε: "Γρήγορα κ. πρόεδρε! Σηκωθείτε, κ. πρόεδρε!". Η εντύπωσις που εσχημάτισα ευθύς αμέσως ήτο ότι εκείνος… εφοβείτο περισσότερον από εμένα! "Στάσου, παιδί μου, του έλεγα, να ντυθώ, τουλάχιστον, να βάλω τα παπούτσια μου!". Εσηκώθηκα απ’ το κρεβάτι μου και άρχισα να ντύνομαι, ενώ ο άνθρωπος μου αγωνιούσε συνεχώς και μου επαναλάμβανε σπασμωδικά: "Γρήγορα κ. πρόεδρε, γρήγορα κ. πρόεδρε!". Αλλά εγώ, όταν αντελήφθην ότι δεν είχε εντολήν να με εκτελέσει, ησύχασα, εντύθηκα με όσην άνεσιν επέτρεπε η περίστασης, η οποία οπωσδήποτε δεν ήταν ιδεώδης για να φτιάξει κανείς…