Η εικοσιπεντάχρονη Χριστίνα Ορφανού είναι κοινωνική λειτουργός σε ένα ορφανοτροφείο της Αθήνας. Στην δουλειά της -λειτούργημα το νιώθει, ορθά- αφιερώνει τον περισσότερο χρόνο της και το μεγαλύτερο κομμάτι της ενέργειας της! Η αγάπη, δε, που παίρνει ως “αντάλλαγμα” από τα παιδιά του ιδρύματος, λειτουργεί ως βάλσαμο στην πληγωμένη της ψυχή…
…
Όταν διάβαζα στην «Ελένη» του Ευριπίδη την ευχή της πρώτης να γίνει άσχημη, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι η ζωή θα με φέρει σε ένα σημείο όπου θα εύχομαι και εγώ η ίδια από τα βάθη της ψυχής μου το ίδιο πράγμα. Όλα τα δεινά τα έχει φέρει η ομορφιά μου. Αν ήμουν άσχημη ή έστω κανονική, τίποτα δεν θα είχε συμβεί.
…
Γιατί άραγε την ομορφιά, που οι περισσότεροι άνθρωποι την θεωρούν ευλογία, η Χριστίνα την θεωρεί κατάρα; Ας γυρίσουμε λίγο στο παρελθόν, να ρίξουμε μια ματιά, μιας και εκεί βρίσκεται η πηγή όλων της των δεινών της ηρωίδας και αφηγήτριας στο μυθιστόρημα της Βάνας Κομνηνού, «Σκοτεινά μονοπάτια», που κυκλοφόρησε το 2013 από τις εκδόσεις Ιβίσκος.
Όταν γεννήθηκε η Χριστίνα, λίγων ημερών ήταν, οι γονείς της την άφησαν σε ένα ορφανοτροφείο. Σκληρό θα σκεφθείτε, όμως οι πληγές της δεν δημιουργήθηκαν εκεί. Στο ορφανοτροφείο γνώρισε πραγματική αγάπη και φροντίδα και πιο σημαντικό απ’ όλα γνώρισε τον Αλέξη. Μόλις δύο χρόνια μεγαλύτερος της, και όντας η αδερφή ψυχή της, έγινε ο φίλος και προστάτης της.
Τα σύννεφα άρχισαν να εμφανίζονται στα δέκα της χρόνια όταν την πήρε από το ίδρυμα και από τον Αλέξη η μητέρα της. Την ήθελε ξανά στην ζωή της όχι γιατί ένιωσε τύψεις ή κάποια ψήγματα αγάπης για το μικρό κορίτσι, αλλά γιατί έτσι θα μπορούσε να εξαναγκάσει τον πατέρα της Χριστίνας -με τον οποίο ήταν παθολογικά ερωτευμένη- να τους δεχθεί στο σπίτι του (οι γονείς της ποτέ δεν παντρεύτηκαν και λίγο καιρό μετά την γέννηση της χώρισαν).
Η μητέρα της πέτυχε τον σκοπό της, αλλά η ηρωίδα μας βρέθηκε από τον παράδεισο στην κόλαση. Μια κόλαση που με το πέρασμα του χρόνου γινόταν όλο και πιο τρομερή. Δύο μόλις χρόνια μετά την επανένωση της οικογένειας, το παιδί -δώδεκα ετών ήταν τότε, μικρό κορίτσι- βίωσε όλη την φρίκη που μπορεί να προκαλέσει το χειρότερο πλάσμα του πλανήτη, ο άνθρωπος. Βιάστηκε από τον ίδιο της τον πατέρα και βρέθηκε μπροστά στην παγερή και ολοκληρωτική αδιαφορία από την πλευρά της μητέρας! Ένα αγγελούδι ανάμεσα και στο έρμαιο δύο τεράτων!
…
Εκείνος έλειπε.
Προχώρησα και κάθισα δίπλα της. Δεν μου έδωσε σημασία.
«Μαμά…» της ψιθύρισα ικετεύοντας την.
Με κοίταξε με μάτια παρακλητικά. Στάθηκε μπροστά μου και ακούμπησε το χέρι μου.
«Θα κάνεις μια χάρη στη μανούλα;»με ρώτησε.
Ένευσα καταφατικά νομίζοντας πως θα μου πει να πάω να μαζέψω τα πράγματά μου για να φύγουμε. Μα δεν είπε αυτό.
«Μην πεις ποτέ τίποτα σε κανέναν για χθες. Αλλιώς θα χάσω τον μπαμπά σου και δεν θα το αντέξω. Δεν πιστεύω να θέλεις η μανούλα να είναι δυστυχισμένη, ε;»
Με κοιτούσε παρακλητικά. Την σιχάθηκα. Όλους τους σιχάθηκα τότε.
…
Ευτυχώς η Χριστίνα έκανε το σωστό και έφυγε από το σπίτι, επέστρεψε στο ορφανοτροφείο και είπε όλα όσα είχαν συμβεί. Ακολούθησε δίκη και ο πα-τέρας φυλακίστηκε. Η τιμωρία όμως του θύτη δεν επουλώνει τις πληγές του θύματος… απλά αποδίδει δικαιοσύνη.
Από τότε η Χριστίνα έχασε την αυτοεκτίμηση της και η ζωή της έγινε ένα σύνολο παρορμητικών επιλογών. Ο Αλέξης προσπάθησε να της σταθεί, αλλά και εκείνος είχε τις δικές του πληγές και φορτία από την δική του “καλή” οικογένεια, γι αυτό άλλωστε και ήταν στο ορφανοτροφείο. Τα χρόνια πέρασαν αλλά, δυστυχώς, η ειμαρμένη είχε πολλά ακόμα δεινά για τα δύο αυτά παιδιά! Το παρελθόν, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, πάντα στεκόταν τροχοπέδη στην ηρεμία και στην ευτυχία τους… αλλά πιο καλά είναι να τα διαβάσετε στο βιβλίο… αρκετά σας είπα εγώ! Επί των σελίδων παρακαλώ!
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Πόσο εύκολο είναι για έναν άνθρωπο να χάσει το μονοπάτι της ζωής και να βρεθεί ξαφνικά στα απύθμενα πηγάδια της κόλασης; Κι αν δεν είναι συνειδητή επιλογή; Μπορεί να γυρίσει πίσω; Μπορεί να του δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία;
Από την πρώτη στιγμή που αντίκρισε το φως του ήλιου, κάποιος επέλεξε γι’ αυτήν τα χαμένα μονοπάτια της ζωής. Εκεί όπου οι εφιάλτες ζωντανεύουν. Γιατί να την στιγματίσουν έτσι σε μια τόσο τρυφερή ηλικία; Πάντα ζητούσε εναγωνίως μία δεύτερη ευκαιρία. Όμως η ζωή δεν δίνει δεύτερες ευκαιρίες. Μονάχα σε ματώνει περισσότερο. Κι αυτό το έμαθε καλά…