Εκδόσεις Παράξενες Μέρες, 2015
Σελ.101
Ο άνθρωπος φαίνεται πως είναι το μοναδικό έμβιο πλάσμα πάνω στον πλανήτη που έχει τη διαχρονική ανάγκη να ακούει, να επινοεί και να διηγείται ιστορίες. Η ακρόαση και η αφήγηση ιστοριών, ο διάλογος και η επικοινωνία αποτελούν την απαραίτητη προπαίδεια για τη σύναψη των κοινωνικών σχέσεων. Οι άνθρωποι ζούσαν μόνοι και έρημοι, μέχρι που ανακαλύψανε τον διάλογο, την επικοινωνία, την φαντασία και τα όνειρα. Είναι δύσκολο να ζει κανείς χωρίς τους άλλους. Είμαστε κοινωνικά όντα. Μέσω του λόγου και της επικοινωνίας, των αγγιγμάτων και της αισθητικής απόλαυσης που αυτά συνεπάγονται, βγαίνουν στην επιφάνεια, κοινοποιούνται στα άτομα και βιώνονται από κοινού, ενδόμυχοι φόβοι, άγχη, ενοχές και συγκρούσεις, με ευεργετικά αποτελέσματα για την ψυχική ισορροπία δύο ανθρώπων: ο θάνατος ξορκίζεται, οι εντάσεις εκτονώνονται, το υποσυνείδητο χαλαρώνει, η αγάπη αναβλύζει, η ψυχή έστω και προσωρινά λυτρώνεται.
Στο Βιβλίο «Συνομιλώντας» της Άννα Κοκκινίδου, δύο πρόσωπα προσπαθούν να συνομιλήσουν. Δεν γνωρίζουμε τα ονόματά τους, ούτε το φύλο τους, σημασία στο βιβλίο έχει η προσπάθεια ουσιαστικού διαλόγου.
Και έτσι πλέκονται, στην αρχή, δύο παράλληλοι μονόλογοι, που συγκρούονται, διαπλέκονται και ξιφομαχούν, έρχονται κοντά και απομακρύνονται. Αποσπάσματα ζωής, δυο κοντινές μα και απομακρυσμένες κοσμοθεωρίες και κυρίως δύο άνθρωποι που αρθρώνουν φωναχτά την ανάγκη τους: «θέλω τον ιδανικό συνομιλητή μου», «θέλω να μοιραστώ τον κόσμο με σένα». Ενδιάμεσα, όμως οι λέξεις μένουν «άσφαιρες», τα νοήματα μετέωρα, ενώ ο ένας φωνάζει τον άλλο στον άλλον να τον ακούσει και ενώ ο μονόλογος προσπαθεί να γίνει διάλογος και η συνομιλία συνάντηση. Εν τέλει, αυτή η προσπάθεια συνομιλίας, είναι μια προσπάθεια έρωτα -ως προνομιακής μορφής συνομιλίας- ανάμεσα σε δύο πρόσωπα αλλά και η ανάγκη να βρει κάποιος στη ζωή συνομιλητές και συνοδοιπόρους. Η συγγραφέας προσπαθεί να προβάλλει την εγγενή ανάγκη του κάθε ανθρώπου για μια πραγματική συνομιλία. Και το στοίχημα για τους ήρωες του βιβλίου είναι αν θα τα καταφέρουν.
Η συγγραφέας τρυπώνει στα μικροαστικά διαμερίσματα, ρίχνει ματιές στους ακάλυπτους χώρους, στριμώχνεται στα λεωφορεία, στις ουρές, παγιδεύεται από τα άδεια βλέμματα, τις κουρασμένες χειρονομίες, τη διάχυτη μοναξιά. Κι ύστερα στήνει την απλή ιστορία της με ήρωες δύο καθημερινούς ανθρώπους (τον άνθρωπο 1 και τον άνθρωπο 2) με συνηθισμένες ζωές, που λαχταρούν την επικοινωνία, την συνομιλία, την ομορφιά, την ευτυχία και την αγάπη, ανθρώπους όπου δεν ευνοήθηκαν από τη συγκυρία, αλλά διατηρούν, έστω και στραπατσαρισμένη, κάποια ελπίδα. Ενοικιαστές του παρόντος τους θέλει η συγγραφέας, εποίκους μιας αφιλόξενης πόλης, που αντιμέτωποι με το υποθηκευμένο τους μέλλον ζητούν λίγη ζεστασιά και μια συνομιλία. Δυο μονόλογοι παραληρηματικοί, μια γυναίκα λαϊκή, χοϊκή, αθυρόστομη έως χυδαιότητας, απευθύνεται σε ένα συνηθισμένο άντρα. Όχι με την ελπίδα να ακουστούν, αλλά με τη λαχτάρα να εκφραστούν.
Μοναξιά, έρωτας, αληθινή αγάπη, πόθος, όνειρα, αγωνία, φόβοι, εγωισμοί, διαφωνίες, επικοινωνία, διάλογος, συνομιλία, συνύπαρξη, ανταγωνισμοί, θάνατος, πίστη και άρνηση στον Άλλο, χαμένη ερωτική επιθυμία, νέα πνοή δημιουργικότητας, σκληρότητα του κόσμου, μικρόκοσμος της επαρχίας, ένστικτα πρωτόγονα και λυσσαλέα, τους ξένους δίπλα μας και τον ξένο μέσα μας, τα πάθη του κορμιού και της ψυχής συνθέτουν τους πυλώνες αυτού του βιβλίου.
Τα αποσπάσματα του βιβλίου που παρατίθενται πιο κάτω, δεν είναι απαραιτήτως αντιπροσωπευτικά του ύφους του, που φουσκώνει σαν ένα βουβό κύμα, και συνεχίζει να σαρώνει τη σκέψη του αναγνώστη για ώρες και μέρες μετά το τέλος του βιβλίου.
Σήμερα οι σχέσεις είναι συναλλακτικές και όμως το υγιές πάρε-δώσε είναι που κάνει μια σχέση ισορροπημένη. Όλοι είμαστε επίπεδα ρόλων και φοβόμαστε μήπως κάτω από τόσες μάσκες (σαν τα προσωπεία του Πεσσόα) δεν έχει περισωθεί τίποτα αληθινό. Επικρατεί παντού ο φόβος του άλλου, ο φόβος του θανάτου, ο φόβος της εξουσίας. Υπάρχει ο φόβος μην πεθάνεις στον ύπνο και δεν έχουμε κάποιον δίπλα μας. Παντού φοβίες. Φοβίζει και τους δυο ήρωες η μοναξιά. Ο ένας από τους δυο ήρωες φοβάται πιο πολύ από όλα το άγγιγμα του άλλου. Αυτός που ακουμπά έχει το ζόρι, όχι αυτός που ακουμπιέται. Φοβόμαστε μια ζωή και δεν σκεφτόμαστε πως δεν είμαστε για έκανα κλάσμα του δευτερολέπτου, καθώς περνάμε τον περισσότερο χρόνο της ύπαρξής μας σε μια διπλή ανυπαρξία: στο στάδιο πριν τη γέννησή μας και στο στάδιο μετά το θάνατό μας.
Μεγάλος έρωτας ακόμα δεν έχει γίνει. Χάθηκαν οι Καρένινες. Βρίσκονται στην ίδια πόλη και νιώθουν πως πρέπει να τους χωρίζουν όλες οι θάλασσες του κόσμου για να συναντηθούν. Η απουσία είναι εκκωφαντική. Η απουσία του άλλου δίνει χρώμα, τόνο, ύφος και άρα υπόσταση στη γραφή τους. Πόσες φορές μπορείς να αρνηθείς τον Άλλο; Οι άλλοι; Η Κόλαση είναι οι Άλλοι. Όλοι μόνοι είμαστε. Η επικοινωνία γεμίζει τις σιωπές, τα μεσημέρια και τις θάλασσες. Να μάθεις τον άλλο στις σιωπές. Χαμηλές και άνετες παρουσίες χρειαζόμαστε για να μας βγάζουν από τα αδιέξοδα, όπου συνήθως μόνοι μας πέφτουμε και δε λέμε να βγούμε, με τόσο εγωισμό…
Ο ένας μαζεύει, σαν ώριμα κεράσια, τις λέξεις του άλλου. Οι άντρες κάνουν σεξ γιατί ερεθίζονται, ενώ οι γυναίκες κάνουν σεξ γιατί ερωτεύονται ή θαρρούν πως ερωτεύονται. Οι γυναίκες έχουν μια αφηγηματική σχέση με το σεξ. Η ζωή είναι ένας κύκλος που μας κλείνει εντός του και σπανίζουν αυτοί που η ζωή τους δεν είναι κύκλος ή γραμμή. Η μεγαλύτερη τραγωδία τους ήταν πως αγγίξανε την πιθανότητα της ευτυχίας. Όσο πιο εφικτή φαίνεται να είναι η πιθανότητα μιας ευτυχισμένης συνύπαρξης, τόσο πιο σπαρακτική είναι η απώλεια.
Η ανεργία. Με φαξ και μέιλ τους απολύουν σήμερα τους εργαζόμενους. Έρωτας και θάνατος τα δυο αντίθετα. Μόνο ο έρωτας μπορεί να νικήσει τον θάνατο. Προσπαθούμε να νικήσουμε τον χρόνο και τον θάνατο. Ο έρωτας φαίνεται το ίδιο κοινότυπος με τον θάνατο. Η συμβίωση είναι μια εταιρεία, ο γάμος είναι μια αστική σύμβαση. Αν εκλείψουν οι κοινωνικοί λόγοι πίεσης σίγουρα θα πάψουν να υφίστανται μακρόβιες σχέσεις. Αν απεκδυθεί κάποιος το σεξ φτάνει στον έρωτα. Ο έρωτάς μου φωτίζει εσένα ή εσύ τον έρωτά μου; Εσένα. Σε θέλω για να σε θέλω για να σε θέλω, να θέλω, να σε θέλω μην πάψω να θέλω εσένα. Η αγάπη είναι όπως η μουσική…
Αυτό που πραγματικά αγαπάς γίνεται… Το δικό μου σώμα μου είναι απόλυτα ξένο κι ανυπάκουο, γιατί δεν το γνώρισα ποτέ. Υπάρχουν μερικοί άνθρωποι που ενώ διψάνε για αγάπη είναι ολότελα ανίκανοι να την καρπωθούν. Συναντιόμαστε μετά από πολλές προφάσεις κι όταν συναντιόμαστε ο χρόνος περνά ανεπίγνωστα. Στο θέατρο υπάρχουν τα αιώνια συναισθήματα. Πώς αρχίζουν οι αληθινές συνομιλίες, ο διάλογος και οι μεγάλες αγάπες θα μου πείτε; Λέω αρχίζουν γιατί στην πραγματικότητα δεν τελειώνουν ποτέ…
Ο τόνος, το ύφος, η έξοχη οικονομία του «Συνομιλώντας» δίνουν στο βιβλίο μια αισθητική αρτιότητα που αποτελεί μέσο και ταυτόχρονα όρο της αλήθειας του. Η κοφτή γραφή και η ουσιαστική, χωρίς φιοριτούρες, αφήγηση δίνουν σε αυτά τα μικρά κείμενα τη λάμψη ενός διαμαντιού. Πολυδιάστατη, ποιητική, βαθιά στοχαστική νουβέλα. Έξοχη ανατομία της επικοινωνίας και συνομιλίας δύο ανθρώπων.
Διαβάζει ο αναγνώστης πίσω από τις λέξεις και ανάμεσα στις γραμμές του κειμένου προκειμένου να ερμηνεύσει νοήματα και σημασίες και να αναδείξει τα φανερά και λανθάνοντα μηνύματα της συγγραφέως. Στην εξαιρετική αυτή μελέτη συμβάλλει και το ιδιαίτερο ύφος της συγγραφέως, στο οποίο διαφαίνεται η συνύπαρξη του ευαίσθητου αναγνώστη με τον αυστηρό μελετητή της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Ένα έξοχο βιβλίο, που δονείται στον παλμό μιας ανησυχητικής εποχής. Συγκλονιστικό βιβλίο. Η Άννα Κοκκινίδου κερνάει τον καλό αναγνώστη αυτό τον εύγεστο τόμο, του οποίου η ανάγνωση είναι μελίρρυτος.
Η Άννα Κοκκινίδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, σπούδασε στο πανεπιστήμιο της πόλης νομική, αγγλική και γαλλική φιλολογία και έκανε μεταπτυχιακό στην μετάφραση στην Κέρκυρα. Εργάζεται εδώ και χρόνια στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. Το «Συνομιλώντας» είναι το δεύτερο βιβλίο της που εκδίδεται.
[grbk https://www.greekbooks.gr/kokkinidu-anna.person%5D