Τρεις γυναίκες. Τρεις ζωές. Η Κάτια, η Αλίκη και η Φανή. Τρεις δρόμοι, που ενώ ξεκίνησαν και προχωρούσαν ο ένας δίπλα στον άλλο -σχεδόν κολλητά- χώρισαν κάποια στιγμή…
…
Έτσι ήθελε πάντα η Κάτια να αντιμετωπίζει τη ζωή της. Από μικρή ήταν η «σοβαρή» της παρέας, η γήινη και η προσγειωμένη, γι’ αυτό και η γνώμη της μέτραγε στις δύο τρελές που αγωνιζόταν να συμμαζέψει. Η Αλίκη και η Φανή. Μαζί, στην ίδια γειτονιά, μαζί στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο, μέρα νύχτα μαζί.
Όταν παντρεύτηκαν, χάθηκαν, λες και η καινούρια ζωή τις ρούφηξε και τους πήρε τα μυαλά, σε άλλους τόπους, σε άλλες πόλεις, και πέταξαν και ξεχάστηκαν.
Η απόσταση αποκοίμισε τα αισθήματα και σιγά σιγά η φιλία καταχωνιάστηκε σαν βαλσαμωμένο πουλί στα μπαούλα της νεότητας που δε γυρίζει πίσω.
…
…και ξανασυναντήθηκαν μετά από δύο δεκαετίες, όταν είχαν φτάσει πια στα δεύτερα -άντα. Η Κάτια παντρεμένη με τον γιατρό Ανδρέα Φωτίου, η Αλίκη με τον πρέσβη Αλέξανδρο Κούρο και η Φανή με τον Άρη που ήταν υψηλόβαθμο στέλεχος μιας μεγάλης εταιρίας.
Η Κάτια ιδιοκτήτρια ενός εκδοτικού οίκου, στον οποίο εξέλιξε το τυπογραφείο του πατέρα της μετά τις σπουδές της στη Φιλολογία, φαίνεται ότι είναι η μόνη από τις τρεις που κατάφερε να κάνει κάτι πέρα από τα τετριμμένα. Η Αλίκη θα μπορούσε βέβαια να είναι μια διάσημη ζωγράφος μιας και είχε ταλέντο αλλά και είχε σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών του Λονδίνου, αλλά οι υποχρεώσεις της ως σύζυγος διπλωμάτη αποτέλεσαν ανυπέρβλητο εμπόδιο στα όνειρα και στην τέχνη της. Όσο για την Φανή; Δούλεψε αρκετά χρόνια ως αεροσυνοδός, πήρε σύνταξη και τώρα ζει μόνη και χωρισμένη απ’ τον Άρη αν και τυπικά ο γάμος τους υπάρχει ακόμα στα χαρτιά.
Και οι τρεις γυναίκες στα 42 τους είχαν σύζυγο και σπίτι αλλά δεν απέκτησαν ποτέ σύντροφο και σπιτικό. Σε αυτή την φάση της ζωής τους, η μοίρα της έφερε πάλι κοντά. Μάζεψαν από εκεί που το είχαν παρατήσει το κουβάρι με το νήμα της φιλίας τους και άρχισαν να το ξετυλίγουν προχωρώντας μαζί ξανά μετά από τόσα χρόνια.
Παίρνοντας δύναμη η μία από την άλλη αποφάσισαν να γυρίσουν σελίδα στη ζωή τους. Την αρχή έκανε η Φανή και ακολούθησαν οι υπόλοιπες… έτσι ξαναενώθηκε η παλιοπαρέα… η Φανή (η καπάτσα), Η Αλίκη (η όμορφη) και φυσικά η Κάτια (η σοβαρή). Αλλά υπήρξε και ένα νέο μέλος -για να συμπληρωθεί το καρέ-, η Κάρμεν… φερμένη από τις Χίλιες και Μία Νύχτες της Ανατολής…
Αν θέλετε να μάθετε την συνέχεια της ιστορίας και να γνωρίσετε καλύτερα αυτές τις τέσσερις γυναίκες -και όχι μόνο- αναζητήστε το μυθιστόρημα της Μαρίνας Πετροπούλου, «Σαν γλυκό του κουταλιού», που κυκλοφόρησε το 2004 από τις εκδόσεις Λιβάνη.
Προσωπικά μου άρεσε πολύ τόσο η πλοκή όσο και ο τρόπος που σκιαγράφησε μέσα σε αυτήν η συγγραφέας τους ήρωες της. Και δεν μιλώ μόνο για τις τέσσερις πρωταγωνίστριες της, αλλά και για όλους τους υπόλοιπους «ρόλους» μικρούς ή μεγάλους που συναντά ο αναγνώστης στις σελίδες του βιβλίου.
Η απόφαση τους να αλλάξουν μια ζωή που είχε την γεύση πικραμύγδαλου σε μια που θα θύμιζε λίγο ή πολύ γλυκό του κουταλιού είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα σαν ιδέα ειδικά για τους αναγνώστες που βρίσκονται κοντά ηλικιακά με τις ηρωίδες της Μαρίνας Πετροπούλου. Η δε συμβουλή της Κάρμεν, ότι τη ζωή πρέπει να τη γεύεσαι σιγά σιγά με μικρό κουταλάκι, σαν γλυκό του κουταλιού, είναι μια μεγάλη αλήθεια και μια πολύ καλή συμβουλή για όλους μας.
Απολαυστικό, ενδιαφέρον, γρήγορο στην ανάγνωση, με σοβαρές αλλά και με αστείες σκηνές, είναι ένα πολύ καλό μυθιστόρημα για να σας συντροφεύσει στις διακοπές σας (μιας και αυτές οι γραμμές γράφονται τέλη Ιούνη 2010). Θα σας προβληματίσει όσο ακριβώς χρειάζεται για να μην πείτε ότι διαβάζετε κάτι πολύ ελαφρύ και θα σας διασκεδάσει τόσο ώστε όχι μόνο να μην σας χαλάσει την καλή καλοκαιρινή σας διάθεση αλλά να βοηθήσει στην διατήρηση της. Καλή ανάγνωση.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
«Η Αλίκη, η Κάτια και η Φανή. Μαζί, στην ίδια γειτονιά, μαζί στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο, μέρα νύχτα μαζί. Όταν παντρεύτηκαν, χάθηκαν, λες και η καινούρια ζωή τις ρούφηξε και τους πήρε τα μυαλά, σε άλλους τόπους, σε άλλες πόλεις, και πέταξαν και ξεχάστηκαν.
»Η απόσταση αποκοίμισε τα αισθήματα και σιγά σιγά η φιλία καταχωνιάστηκε σαν βαλσαμωμένο πουλί στα μπαούλα της νεότητας που δε γυρίζει πίσω. Έμεινε εκεί σαν ρούχο περασμένης μόδας, που όμως είναι όμορφο, καινούριο και δε χαρίζεται ούτε πετιέται. Χθες το βράδυ, σε μια στιγμή που έπεσε σαν θεϊκή σταγόνα, σαν ουράνιο “πρέπει” αντάμωσης, το παιδικό άλμπουμ άνοιξε και το πατικωμένο λουλούδι δεν είχε ξεραθεί. Μύριζε υπέροχα όπως τότε, όπως πάντα μυρίζουν η φιλία και η αγάπη που είναι αληθινές».