Εκδόσεις Λιβάνης, 2016
Σελ. 445
Το «Ρουά Ματ» είναι μυθιστόρημα, αλλά διαδραματίζεται στο σκηνικό του χειρότερου εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας στην καταγεγραμμένη ιστορία. Διαδραματίζεται στο Άουσβιτς, όπου εκτιμάται ότι πέθαναν 1,1 εκατομμύρια άνθρωποι στα τεσσεράμισι χρόνια που λειτούργησε ως στρατόπεδο συγκέντρωσης και εξόντωσης.
Οι κεντρικοί χαρακτήρες -ο Εμίλ, ο Πάουλ, ο Βίλι, ο Μπόντο Μπρακ- είναι φανταστικοί. Κάποιοι από τους δευτερεύοντες χαρακτήρες είναι ιστορικά πρόσωπα, οι εξής: Ρούντολφ Ες, πρώτος διοικητής του Άουσβιτς, Άρτουρ Λιμπεχένσελ, ο διάδοχός του, Ρίχαρντ Μπερ, ο τρίτος (και τελευταίος) διοικητής του Άουσβιτς, Ότο Μπρόσμαν, διοικητής φρουράς, Έντουαρντ Βιρτς, αρχίατρος του Άουσβιτς, ο χαρακτήρας του Κλάους Χούστεκ είναι βασισμένος στον ομπερσαρφίρερ των Ες-Ες (Γκεστάπο) Γιόζεφ Έρμπερ.
Οι περισσότεροι τίτλοι των κεφαλαίων αναφέρονται σε σκακιστικές κινήσεις. Οι κινήσεις επιλέχθηκαν ώστε να αντανακλούν κάποια πτυχή του περιεχομένου κάθε κεφαλαίου.
Ο συγγραφέας άντλησε μεγάλη έμπνευση από τις οδυνηρές και θαρραλέες προσωπικές μαρτυρίες εκείνων που επέζησαν από το Άουσβιτς, ιδιαίτερα του Πρίμο Λέβι, του Φίλιπ Μίλερ και του Έλι Βίζελ.
Άουσβιτς 1944. Ο αξιωματικός των Ες-Ες Πάουλ Μάισνερ, για να αναπτερώσει το ηθικό των αντρών που υπηρετούν στο στρατόπεδο του Άουσβιτς, αποφασίζει να στήσει μια σκακιστική λέσχη. Ο ίδιος θέλει να διοργανώσει ένα παιχνίδι σκάκι ανάμεσα σε ένα Εβραίο ρολογά, τον Εμίλ Κλεμάν, και κάποιους από τους Ες-Ες σκακιστές. Ο Εβραίος σκακιστής θεωρείται ανίκητος. Αυτό δεν μπορούνε να το ανεχτούνε οι Γερμανοί. Θα βάλουν τους καλύτερους Ες-Ες σκακιστές, για να τον αντιμετωπίσουν. Ο Ρολογάς είχε μια υπερφυσική ικανότητα να διαβάζει τη σκέψη του αντιπάλου του. Αυτό ήταν που τον έκανε ανίκητο. Ο Εμίλ Κλεμάν καταλήγει να παίζει για τις ζωές των συγκρατούμενών του, κερδίζοντας σιγά σιγά το σεβασμό του Γερμανού αξιωματικού Πάουλ Μάισνερ.
Στο Άουσβιτς δεν υπήρχε καμία ελπίδα. Οι συνθήκες στο Άουσβιτς ήταν τρομερά εξευτελιστικές. Θα περίμενε κανείς να υπάρχει κάποιου είδους αλληλεγγύη μεταξύ τους, αλλά κάτι τέτοιο δε συνέβαινε. Η ανάγκη της επιβίωσης ήταν τόσο έντονη, ώστε κάποιοι κρατούμενοι θα κατασπάραζαν τους διπλανούς τους χωρίς δεύτερη σκέψη. Κι όμως υπήρχαν μέρη που όπου το ανθρώπινο πνεύμα εξακολουθούσε να λάμπει. Για αυτό η Γκεστάπο ήταν εκεί σε πλήρη ισχύ: για να εξαλείψει κάθε ελπίδα, πριν προλάβει να ριζώσει. Δεν μπόρεσαν όμως, ποτέ να σβήσουν την ελπίδα τελείως. Αυτός ήταν ο λόγος που Εμίλ Κλεμάν θα έπαιζε σκάκι στο Άουσβιτς, επειδή, για αυτόν, ήταν μια επιβεβαίωση της ανθρωπιάς του.
Μια ιστορία για τη συμφιλίωση, τη συγχώρεση και τελικά τη λύτρωση.
Ο Τζον Ντόνοχιου εργάστηκε στον τομέα της ψυχικής Υγείας για πάνω από 20 χρόνια. Έχει γράψει πολυάριθμα άρθρα σχετικά με τη θεραπεία των ψυχικών νοσημάτων σε διάφορα ιατρικά περιοδικά. Ζει στο Λίβερπουλ.
Κώστας Τραχανάς
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Στρατόπεδο συγκέντρωσης Άουσβιτς, 1944
Ο αξιωματικός των Ες-Ες Πάουλ Μάισνερ, για να αναπτερώσει το ηθικό των αντρών που υπηρετούν στο στρατόπεδο του Άουσβιτς, αποφασίζει να στήσει μια σκακιστική λέσχη.
Όταν μαθαίνει ότι και οι κρατούμενοι παίζουν σκάκι μεταξύ τους, του κινεί την περιέργεια η φήμη για έναν εβραίο ωρολογοποιό, τον Εμίλ Κλεμάν, που θεωρείται ανίκητος.
Τον βάζει τότε να αναμετρηθεί με τους καλύτερους σκακιστές των Ες-Ες του στρατοπέδου και ο Εμίλ, για τον οποίο το σκάκι δεν είναι απλώς ένα πνευματικό παιχνίδι, καταλήγει να παίζει για τις ζωές των συγκρατούμενών του, κερδίζοντας σιγά σιγά το σεβασμό του Γερμανού αξιωματικού.
Άμστερνταμ, 1962
Στο πλαίσιο ενός επίσημου τουρνουά σκακιού, ο πρώην κρατούμενος του Άουσβιτς Εμίλ Κλεμάν, που πιστεύει ότι δεν υπάρχουν καλοί Γερμανοί, γνωρίζει τον Βίλχελμ Σβένινγκερ, άλλοτε μέλος του Ναζιστικού Κόμματος και υπάλληλο του γερμανικού Υπουργείου Δημόσιας Διαφώτισης και Προπαγάνδας στο Β? Παγκόσμιο Πόλεμο.
Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά τον πόλεμο, οι δύο άντρες καταλήγουν να θυμούνται και να συζητούν ο καθένας τη δική του πλευρά της ιστορίας και μια απρόσμενη φιλία, μέχρι τότε αδιανόητη, αρχίζει να αναπτύσσεται μεταξύ τους.
Μια ιστορία για τη συμφιλίωση, τη συγχώρεση και τελικά τη λύτρωση.
Ο Εμίλ αναζητάει τα μάτια του φίλου του, σαν να ελπίζει για συγχώρεση.
«Φοβάμαι ότι μολύνθηκα από τη διαφθορά τους. Αν πρόκειται να θυμηθώ αυτή τη μέρα, θα είναι για να πω ότι ήταν μια μέρα που έπαιξα σκάκι. Μου ζητάς πάρα πολλά όταν μου λες να θυμάμαι αυτό εδώ – αυτή τη φρίκη».
Ο Ιβ παίρνει τα χέρια του φίλου του στα δικά του.
«Δεν πρέπει να σκέφτεσαι έτσι. Δεν είναι δική σου η ντροπή, αλλά δική τους. Το κάνουν επειδή δε σημαίνουμε τίποτα γι’ αυτούς. Δεν έχουμε αξία. Δεν είμαστε καν ανθρώπινα όντα πια. Αυτή είναι η αλήθεια εδώ πέρα».
Ο Εμίλ δεν ικανοποιείται.
«Πώς καταντήσαμε τόσο ανάξιοι;»
«Δεν το έχεις καταλάβει, Εμίλ; Είσαι τόσο προσηλωμένος στον εξωπραγματικό, μυστηριώδη κόσμο των πιονιών και των βασιλιάδων που δε βλέπεις ότι ταξιδεύουμε προς την ανυπαρξία;»