Εκδόσεις Κριτική, 2016
Σελ. 121
«Μια τεράστια παγωμένη σκηνή ήταν η παιδική του ηλικία, ήταν η νεότητά του, ήταν όλη του η ζωή», διαβάζουμε σε ένα από τα επτά διηγήματα αυτού του τόμου, στο «Έγκλημα του γιου ενός εμπόρου από το Ίνσμπρουκ». Το ίδιο ισχύει για όλα τα τραγικά πρόσωπα που εμφανίζονται στις αφηγήσεις αυτής της συλλογής: ένας νεαρός παιδαγωγός, που υποφέρει από τις συνέπειες της χρόνιας αϋπνίας του, ένας παρενδυσίας, ο οποίος έχει ενδεχομένως δολοφονήσει τους γονείς του, ένας νεαρός επιστήμονας, που ταλανίζεται από ψυχαναγκαστικές σκέψεις και συμπεριφορές, ένας σακάτης γιος μεγαλέμπορου, που εξωθείται από την ίδια του την οικογένεια στην αυτοκτονία, ένας μαραγκός, ο οποίος έχει μόλις απολυθεί από τη φυλακή, όπου είχε κλειστεί για κάποιο έγκλημα του οποίου την ακριβή φύση δεν θα μάθουμε ποτέ…
Ο Τόμας Μπέρνχαρντ ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς συγγραφείς στον γερμανόφωνο χώρο, γεννήθηκε στο Χέερλεν της Ολλανδίας το 1931. Δεκαοκτώ ετών ασθενεί από βαριά πνευμονοπάθεια και νοσηλεύεται σε κλινικές και σανατόρια. Την εποχή εκείνη αρχίζει να γράφει κατά κύριο λόγο ποιήματα θρησκευτικού-μεταφυσικού περιεχομένου. Το 1963 εκδίδεται το πρώτο του μυθιστόρημα με τον τίτλο Frost. Έκτοτε, και ως το 1988, γράφει και εκδίδει με καταιγιστικό ρυθμό, μυθιστορήματα, νουβέλες και θεατρικά έργα. Ο Μπέρνχαρντ τιμήθηκε με τα πιο σημαντικά γερμανικά και ευρωπαϊκά λογοτεχνικά βραβεία και άσκησε μεγάλη επίδραση σε πλειάδα λογοτεχνών του τέλους του 20ου αιώνα, κυρίως με τον ιδιαίτερο τρόπο έκφρασης και απαράμιλλη μουσικότητα των έργων του. Πέθανε το 1989 στο Γκμούντεν της Άνω Αυστρίας.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Καθώς για μια ακόμα φορά, αν και πολύ πιο συνετά αυτή τη φορά, έγινα έρμαιο της ασθένειας και της παθογένειάς μου, σκέφτηκα, τι κάνουμε τώρα; Και στρώθηκα κάτω και άρχισα να γράφω. Και το μόνο που σκεφτόμουν όλη την ώρα που έγραφα, ήταν ότι, μόλις ξεμπερδέψω με δαύτα, θα μαγειρέψω κάτι, θα φάω κάτι, επιτέλους θα φάω πάλι κάτι ζεστό, και αιφνιδίως, καθώς όσην ώρα έγραφα είχα ξεπαγιάσει, φόρεσα την τραγιάσκα. Όλοι φοράνε μια τέτοια τραγιάσκα, σκέφτηκα, όλοι, καθώς έγραφα και έγραφα και έγραφα…
Με όπλο τον μονόλογο, έντονα παραληρηματικό και αντισυμβατικό, ο Thomas Bernhard ισορροπεί την αφήγηση και την κάνει συναρπαστική. Το ριζοσπαστικό, προσωπικό ύφος γραφής του, που αποτέλεσε πρόκληση στο περιβάλλον της μεταπολεμικής γερμανόφωνης λογοτεχνίας, παραμένει ως τις μέρες μας τολμηρό, ανοίγοντας νέους δρόμους στη λογοτεχνική απόλαυση.
Οι ήρωές του, καθημερινοί άνθρωποι, φτάνουν στα όρια των αντοχών τους: ένας παιδαγωγός που βασανίζεται από αϋπνία, ένας ψυχικά διαταραγμένος που αποκτά εμμονή με μια τραγιάσκα, ένας φοιτητής Ιατρικής που απεχθάνεται το θέατρο, αλλά γράφει μια μελέτη για αυτό, ένας εργάτης λατομείων που πνίγεται στο εργασιακό του περιβάλλον, ένας ακόλουθος πρεσβείας που αυτοκτονεί, ένας σακάτης γιος που απορρίπτεται από την οικογένειά του και οδηγείται στην αυτοκαταστροφή, ένας πρώην κατάδικος που μόλις έχει αποφυλακιστεί και αδυνατεί να ξαναβρεί τη χαμένη του ζωή.