Ένα ιστορικό μυθιστόρημα που σε κάνει να μην το βαριέσαι καθόλου είναι το καλογραμμένο βιβλίο της Ισμήνης Καπάνταη «Που πια καιρός…». Ακόμη και για τους μη λάτρεις του είδους –της ιστορικής μυθοπλασίας μίας εποχής αρκετά πιο μακρινής από τη δική μας– αυτή η συγγραφική παραγωγή κάνει τη διαφορά, αποτελεί εξαίρεση με την καθαρή και «κελαριστή» ροή της, τις δυνατές εικόνες που δημιουργεί σχεδόν μπροστά στα μάτια του μυαλού μας. Θα μπορούσε, νομίζω, άνετα να αποτελέσει και έμπνευση για σενάριο ταινίας εποχής. Η αμεσότητα στην αφήγηση και η διεισδυτική προσέγγιση του εσωτερικού κόσμου των ηρώων, μας δίνουν ένα αποτέλεσμα εξαιρετικά άρτιο, τόσο που ξεχνούμε ότι η συγγραφέας ανήκει στην εποχή μας.
Προσωπικά, δηλώνω θαυμάστρια του ταλέντου της και την ευχαριστώ που με τόσο ανάλαφρο και πηγαίο τρόπο μου έκανε γνωστά ιστορικά γεγονότα που αγνοούσα, όπως την τότε καταστροφή της Σμύρνης και τις τρομερές ομοιότητές της με την μεταγενέστερη. Σίγουρα η ιστορία επαναλαμβάνεται.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Ανατολική Θράκη, περιφέρεια Κωνσταντινουπόλεως, στους χρόνους των Παλαιολόγων. Το Βυζάντιο χάνεται μα ο κόσμος του, απ’ τη μια ο κόσμος του Παιδιού και των ταπεινών -αυτό το πολύχρωμο μωσαϊκό που το αποτελούσαν οι εξαθλιωμένοι πληθυσμοί των αγροτών που εγκατέλειπαν τις εστίες τους για να σωθούν και που κατέληγαν πολλές φορές ζητιάνοι, και οι γυρολόγοι και οι αγύρτες που αγωνίζονταν να επιβιώσουν και οι καλόγεροι και οι στρατιώτες- κι από την άλλη ο κόσμος των Δυνατών, ο κόσμος του Λουκά, του νόθου γιου των Μελανοδρακόντων και της όμορφης και περιπαθούς Αγγελίνας Ειρήνης και του Άλντο του Φράγκου και της Ζωής Κασταμονίτη και της Ευνίκης Δράκαινας και του άρχοντα Ισαάκιου Ανεμά, αυτοί οι δύο κόσμοι ζουν τις ζωές τους, αγαπούν και πονούν, σπαράσσουν και σπαράσσονται, θριαμβεύουν ή και ηττώνται, ραδιουργούν και μηχανορραφούν μα εξαπατώνται οικτρώς γιατί “…ψεύτικα ήσαν τα μηνύματα” -η Άλωσις επίκειται- άλλη καταστροφή, η φοβερότερη, ανέτοιμους σε λίγο θα τους συνεπάρει.
της Βάσως Κ. Ηλιάδη