Εκδόσεις Κίχλη, Δεκέμβριος 2015
Σελ. 495
Η έκδοση επιχορηγήθηκε από την Περιφέρεια Ηπείρου και τον Μ/Φ Σύλλογο «Σκουφάς»
Η Ήπειρος είναι και ήταν φτωχός τόπος. Δύσκολες οι συνθήκες ζωής. Μίζερο το μεροκάματο και δεν έφτανε τα παλιά χρόνια να χορτάσουν τόσα στόματα τη φαμίλια. Οι δύσκολες συνθήκες ζωής ενεργοποιούν όμως τον άνθρωπο. Ό,τι δε μας δίνεται εύκολα μας αναγκάζει να ψάξουμε, να επινοήσουμε, να ανακαλύψουμε, να εφεύρουμε. Έτσι στα πλοκάμια της σκέψης καταλαγιάζει η επινοητική λειτουργία. Το πνεύμα γίνεται πιο γόνιμο. Ευκαιρίες θέλει. Κι αυτές, αν δεν τις βρίσκει στην Ήπειρο, οπότε δρασκελίζει τα διάσελα, πηγαίνει σε άλλα μέρη, γκιζεράει σε άλλες πολιτείες, σε άλλους κόσμους. Στον ορεινό όγκο της Πίνδου το μάτι αγνάντευε μακριά και το πνεύμα αφηνόταν λεύτερο να συλλάβει, να ελέγξει, να παράγει έργο. Εκεί πάνω στα σκληροτράχηλα βουνά μας, στα Τζουμέρκα, ο νους διαφεντεύει, δεν διαφεντεύεται. Η Ήπειρος για καιρούς πολλούς έκανε εξαγωγή… φτώχιας και πνεύματος. Ένα φτωχό αλλά φωτισμένο τέκνο της Ηπείρου ήταν και ο Γιώργος Κοτζιούλας.
«Αν έχετε ακουστά για κάποιον ποιητή
πόχει απ’ τ’ απόμακρα Τζουμέρκα φανιστεί,
Γιώργο τον βάφτισαν, του Κωσταντή Κοτζιούλα,
γεννήθηκε, κοντά στις δάφνες, στην Τζουμούλα
για αυτόν που αθάρρευτος, σαν όλοι απ’ τα βουνά,
μπήκε στην πολιτεία με τα πολλά στενά,
και μοσκοτρώγοντας καρβέλι αντίς μπομπότα
παιδεύτηκε πολύ για γράμματα, για φώτα,
νυχτοδουλεύοντας χρόνια μισοτιμής,
πρόθυμος για δουλειές, στο πάρσιμο ατζαμής,
αλλά και βαρετός κοντεύοντας να γίνει
με την αδύναμη κείνη ντροπαλωσύνη,
κι έτσι που δείχνονταν μη βλέποντας καλό,
τον άκακον αφού τον παίρνουν για λωλό,
σαν είδε κι έπαθε χωρίς να διαφορέψει,
μόνο που τα μαλλιά του πέσαν απ’ τη σκέψη,
στα τριάντα τόσα του γύρισε στο χωριό
για λάχανα της γης βελάνια των κλαριών,
και από το φόβο του ξεβγήκε καπετάνος,
αυτός ο από καιρό μισοάρωστος γραφιάνος….»
Γιώργος Κοτζιούλας (1909-1956), ο πολυδιαβασμένος και πολύγλωσσος ποιητής της ευάνδρου Ηπείρου. Ο Ηπειρώτης Γιώργος Κοτζιούλας, ο μεγάλος αδικημένος των γραμμάτων μας. Το έργο του είχε περιθωριοποιηθεί και μεγάλο μέρος του, ακόμα και σήμερα, παραμένει ανέκδοτο. Η περιθωριοποίησή του οφειλόταν στο ότι ήταν παραδοσιακός ποιητής, επαρχιώτης, φτωχός και αριστερός. Ο Γιώργος Κοτζιούλας αντιστασιακός, αγωνιστής, αριστερός, παραδοσιακός ποιητής της προπολεμικής και μεταπολεμικής εποχής. Ένας σημαντικός λαϊκός ποιητής και πεζογράφος, ένας ευαίσθητος κριτικός, χαλκέντερος μεταφραστής και ένας ακέραιου ήθους αριστερός στοχαστής. Ένας από τους πιο προικισμένους Έλληνες ποιητές, που έγραψε το απαράμιλλης ειλικρίνειας έργο του, με το αίμα του. Ο ποιητής ο ζυμωμένος με τη φύση των Τζουμέρκων και της Πεντέλης, ο μαρτυρικός κάτοικος της Αθήνας, ο ηρωικός αντάρτης του βουνού, που αγωνίστηκε για τα δίκαια του λαού και τη διατήρηση των ηπειρωτικών παραδόσεων. Αμετακίνητα πιστός στον Άρη Βελουχιώτη. Η περίπτωση του Γ. Κοτζιούλα παραπέμπει στο φαινόμενο, καπεταναίοι κι οπλαρχηγοί της επανάστασης του 1821, να έχουν μαζί τους τους «ραψωδούς» τους.
Ο Γιώργος Κοτζιούλας ήταν ένας αυτοεξόριστος στην πρωτεύουσα προλετάριος του πνεύματος. Η ποίηση υπήρξε το όπλο και η άμυνά του σε όλη τη διάρκεια του αντίξοου βίου του. Η Ποίησή του ήταν αντιστασιακή, λυρική, πικρή, ερωτική, αστική, φυσιολατρική, αυτοβιογραφική, ηθογραφική και οξύτατα καταγγελτική.
Ο Γιώργος Κοτζιούλας γεννήθηκε το 1909 στην Πλατανούσα των Τζουμέρκων και έτυχε να έχει δάσκαλο τον φωτισμένο ποιητή και ζωγράφο Γιώργο Αράπη. Δεκατριών ετών το 1922, φοίτησε στο Γυμνάσιο Άρτας. Πνευματικό κέντρο για τους νεαρούς σπουδαστές στην Άρτα τότε, ήταν το πρακτορείο εφημερίδων, που τους έφερε σε επαφή με το πρώτο περιοδικό ποικίλης ύλης του Μεσοπολέμου, το διάσημο «Μπουκέτο». Στα 17 του χρόνια, λίγες ημέρες μετά την πτώση της Δικτατορίας του Πάγκαλου στις 22 Αυγούστου 1926, ο Κοτζιούλας βρέθηκε στην Αθήνα για να σπουδάσει. Μένει σε παράγκες και η υγεία του κλονίζεται (ήταν φυματικός από το 1934). Έζησε μια ζωή γεμάτη κακουχίες και στερήσεις. Λόγω της φτώχιας, της πείνας, της φυματίωσης και τις ταλαιπωρίας, το πτυχίο της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, το πήρε μετά από 11 χρόνια, το 1938. Συμμετείχε στη λογοτεχνική ζωή του Μεσοπολέμου. Σύχναζε «στα ιερά Πάνδημης Φιλολογίας», δηλαδή στο απάνω και κάτω «Μπάγκειο», όπου εισχωρεί στους λογοτεχνικούς κύκλους της Αθήνας. Ο ποιητής βρέθηκε στο προσκήνιο της λογοτεχνικής ζωής της Αθήνας μόνο τη δεκαετία του ‘30. Την δεκαετία του ‘40 τον ποιητή ρούφηξε η δίνη της ιστορίας: απομακρύνθηκε για τέσσερα χρόνια από την πρωτεύουσα και συμμετείχε στο αντάρτικο πλάι στον Βελουχιώτη. Από το 1944 έως το 1948, είχε μια πενταετή εκρηκτική παραγωγικότητα στην ποίηση, στην πεζογραφία, στην κριτική και αρθρογραφία. Την ίδια εποχή αφιερώνει αρκετά ποιήματα στην Εμορφία Κηπουρού (αδελφή του Κώστα Κηπουρού του καπετάν Μετσοβίτη) με την οποία παντρεύτηκε το 1950 στη Νέα Σμύρνη. Η ζωή του ήταν γεμάτη αντιξοότητες, μετακινήσεις, κινδύνους, φτώχια, προβλήματα υγείας. Ήταν απρόθυμος να βολευτεί σε κάποιο επάγγελμα και είχε ασυμβίβαστο κριτικό ήθος. Η προσχώρηση του Κοτζιούλα στο αντάρτικο, το 1943, και τα όσα έζησε μέχρι τον αφοπλισμό, τον Ιανουάριο του 1945, υπήρξαν η κορυφαία εμπειρία της ζωής του. Δημιούργησε το Θέατρο του βουνού. Το πρώτο του μονόπρακτο ήταν το «Το καινούργιο Εικοσιένα» και παίχτηκε στο Βουλγαρέλι. Ο περιοδεύων θίασος που πήρε το όνομα «Λαϊκή σκηνή», ανήκε στην 8η μεραρχία και πέρασε τη διετία 1943-44, από τριάντα χωριά των Τζουμέρκων και έκανε πάρα πολλές παραστάσεις. Άλλα θεατρικά του έργα είναι: «Ο ακατάδεχτος», «Το πρόστιμο του δασικού», «Ξύπνα ραγιά!», «Ο αστυνόμος», «Ρημαγμός», «Ηπειρώτισσες», «Ο Σταχτιάρης», κ.α. Αντάρτες Ηθοποιοί ήταν: Γιώργος Παπαδόπουλος («Μπισκοτέν»), Βασίλης Ντέτσικας, Δέσποινα Ντέτσικα, Ι. Λαμπράκης, Α. Λαμπράκης, Π. Αλέτρας, Δ. Παπανικολάου, Νίκος Καραβασίλης, Ηλέκτρα Ζαχαρή, Β. Αναγνωστοπούλου, Δ. Παπανικολάου, Γιάννης Γεωργοκώστας, Νίκος Μ. Δημητριάδης («Πρωτεργάτης»-ηθοποιός-σκηνικά-κιθαρωδός), Γρηγόρης Βαφιάς, Αγνή Κομπορόζου (Πρωταγωνίστρια), Χρ. Ζώης («Ροβεσπιέρος»), Δήμος Γούλας (Υποβολέας). Σε μερικές παραστάσεις παίζανε και πολίτες.
«Όταν, έγινε η παράσταση, πάλι με χιόνι, με άθλιο καιρό, σε ένα ακατοίκητο σπίτι σαν αχερώνα, σα χάνι, έπειτα από το καθεαυτού έργο παίχτηκε και το δικό μου «Το καινούργιο εικοσιένα». Νόμιζα πώς οι θεατές, στριμωγμένοι σε κάτι παλιοσάνιδα, άλλοι καθιστοί, άλλοι όρθιοι, ανάμεσα σε τσιγάρα και λάμπες που κάπνιζαν, νόμιζα πώς δε θα ‘χαν υπομονή να καθίσουν όλοι ως το τέλος. Η πρόχειρη εκείνη σκηνή μου τους είχε κινήσει την προσοχή, με τη γλώσσα, το τοπικό χρώμα, κι εγώ δεν ξέρω με τι. Απάνω σ’ αυτό ακούω μια φωνή, πολλές φωνές:
– Το συγγραφέα!… Το συγγραφέα!…
Ποιος δαίμονας τους είχε σφυρίξει αυτήν τη λέξη στ’ αυτί; Πού ήξεραν αυτοί οι ορεσίβιοι από πρεμιέρες θεάτρων!!»
Ο συμπατριώτης μας Γιώργος Κοτζιούλας, που αν και βιολογικά θα μπορούσε να ενταχθεί στη γενιά του ‘30, ιδεολογικά και αισθητικά διαφοροποιείται από αυτήν, καθώς μένει πιστός στις αισθητικές αξίες που διαμορφώθηκαν από τη γενιά του ‘20. Οι ποικίλες ποιητικές του επιδράσεις που δέχτηκε από τον Χάινε, τον Βερλαίν, τον Πόε, τον Γιεσένιν, ως τον Βάρναλη, τον Κρυστάλλη, τον Καρυωτάκη, τον Γρυπάρη, τον Άγρα, τον Καβάφη, τον Φιλύρα, συγχωνεύονται και αφομοιώνονται σε μια ποίηση έντονα προσωπική. Οι δε πεζογραφικές επιδράσεις του ήταν από τον Ουγκώ, Χάμσουν, Ντοστογιέφσκι, Γκόρκι, Πιραντέλο, Μπούνιν, Λώρενς, Ντίκενς, Ρίλκε, Απολλιναίρ, Ζιντ κ.α. Δέχτηκε επιδράσεις και από το δημοτικό τραγούδι. Τρεις είναι παράγοντες στους οποίους ο Κοτζιούλας αποδίδει την ώθησή του προς την ποιητική δημιουργία: η κληρονομικότητα (ο παππούς τραγουδιστής, ο πατέρας χαρισματικός αφηγητής), ο «χωριάτικός πολιτισμός» (πανηγύρια, τραγούδια της Αποκριάς, παιδικά τραγούδια) και η ψυχοσύνθεσή του («Ήμουν αντελικάτο παιδί, λίγο μυγιάγγιχτο από τότε, το κλίμα μου ήταν η ευπάθεια»).
Υπηρέτησε την ποίηση, την πεζογραφία, το θέατρο (θέατρο στα βουνά-αντιστασιακά μονόπρακτα), την αυτοβιογραφία, τη λαογραφική μελέτη, τα οδοιπορικά, τον κριτικό δοκιμιακό λόγο και έγραψε και δυο μοιρολόγια. Ανέδειξε με ρεαλισμό τις ιδιαιτερότητες και τις ομορφιές της ζωής της υπαίθρου, τις παθογένειες των κατοίκων της επαρχίας και του χωριού και τα βάσανα της βιοπάλης, τον σταδιακό μετασχηματισμό της επαρχιακής Ελλάδας, τη μετάβαση από το χωριό στην Αθήνα και τις ανυπέρβλητες δυσκολίες προσαρμογής στο άστυ, διεκδίκησε τη διατήρηση, στον λόγο της λογοτεχνίας, της τοπικής ιδιαιτερότητας (και πρωτίστως των γλωσσικών ιδιωμάτων) και αποτύπωσε τη νοσταλγία του ξενιτεμένου από τον γενέθλιο τόπο και ενίοτε εξιδανίκευσε έναν οριστικά χαμένο ειδυλλιακό χρονότοπο. Μετά τον Εμφύλιο φτάνει στο απόγειο της ποιητικής του ωρίμανσης. Σε ορισμένα από τα ποιήματα αυτά έδωσε τον καλύτερο εαυτό του, όπως και όταν έγραφε, λίγα χρόνια νωρίτερα, για τους νεκρούς, τους εξόριστους και τους φυλακισμένους οπλαρχηγούς της Αντίστασης και τους παροπλισμένους Μαυροσκούφηδες. Αυτός ο ανυποχώρητος ιδεολόγος, ο σκληρός μαχητής στα πεδία της λογοτεχνίας και της πολιτικής έγραψε τους ισχυρότερους στίχους του (αλλά και τα καλύτερα κριτικά κείμενά του) υμνώντας όσους χάθηκαν, πενθώντας για όσα χάθηκαν…
Ο κριτικός Κοτζιούλας χαρακτηρίζεται από εγρήγορση φιλολογική συνείδηση, ασκημένο βλέμμα στα λογοτεχνικά κείμενα και υφολογική ζωντάνια. Η γλώσσα του Κοτζιούλα στα ποιήματα, είναι η απλή, αψεγάδιαστη δημοτική της εποχής του, μπολιασμένη με πολλές ηπειρώτικες λέξεις. Στα πεζά του το ιδιωματικό στοιχείο είναι ακόμη εντονότερο, ίσως επειδή τα περισσότερα είναι βιογραφικά και εκτυλίσσονται στην Ήπειρο. Ο Κοτζιούλας ήξερε άριστα τη γραμματική, το συντακτικό και την ορθογραφία της ελληνικής γλώσσας, της αρχαίας, της καθαρεύουσας και της δημοτικής. Ήταν ένας πολύγλωσσος, παθιασμένος μεταφραστής της παγκόσμιας λογοτεχνίας και ένας δεινός φιλόλογος. Η μεταφραστική του δραστηριότητα δεν ήταν πάρεργο αλλά βασική πηγή βιοπορισμού και ταυτόχρονα μια από τις προσφιλέστερες ενασχολήσεις του. Γνώριζε Αγγλικά, Γαλλικά (τα έμαθε στο Γυμνάσιο της Άρτας) και Ρωσικά. Πέθανε το 1956 σε ηλικία 47 ετών.
Οι πολιτισμικές καταβολές του Κοτζιούλα, η ιδιοσυγκρασιακή προσήλωσή του στις παραδοσιακές μορφές, ο ενισχυμένος από τη στιβαρή κλασική παιδεία ορθολογισμός του, το αριστερής καταγωγής αίτημά του για μια τέχνη κατανοητή από τους πολλούς τον έθεταν στον αντίποδα του μοντερνισμού και τον έκαναν να είναι εναντίον εκείνου που θεωρούσε ως κυριαρχία του αστικού κόσμου στο πεδίο της τέχνης. Μένει πάντα πιστός στους «παρακμιακούς» Καρυωτάκη και Καβάφη. Λογοτέχνες που σχετίστηκαν με τον Γ. Κοτζιούλα ήταν: ο Γιάννης Σκαρίμπας, ο Μάρκος Αυγέρης, η Λιλίκα Νάκου, ο Βασίλης Ρώτας, η Γαλάτεια Καζαντζάκη, ο Κώστας Βάρναλης, ο Κωστής Μπαστιάς, ο Άγγελος Σικελιανός, ο Καββαδίας, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, ο Μήτσος Παπανικολάου, ο Σταύρος Τσακίρης, η Έλλη Αλεξίου, ο Στρατής Μυριβήλης, ο Αριστομένης Προβελέγγιος, ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο Θράσος Καστανάκης, ο Γιώργος Κατσίμαπλης, ο Χαρίλαος Παπαντωνίου, ο αρχιτέκτονας Πάνος Τζελέπης κ.α. Ανήκε και στον κύκλο των πιστών της Πολυδούρη, όταν η ποιήτρια νοσηλευόταν ετοιμοθάνατη στο σανατόριο «Σωτηρία».
«Τζουμέρκα – Αθήνα, αυτή ήταν όλη
που χάραξα, όλη μου η γραμμή.
Κίνησα απέκει μ’ ένα τσόλι,
μου ‘λειψε εδώ και το ψωμί…».
«Μεγάλωσα μέσα στις δάφνες(…) ήταν απ’ το γνήσιο είδος «δάφνη η απολλωνία»(…). Τότε που ήμουν άγουρος βοσκός μασούσα και δαφνόφυλλα, μην έχοντας τι άλλο να κάνω εκεί στην ερημιά μου(…). Δεν ήξερα ακόμα πώς το ίδιο έκανε πριν από αιώνες κι η Πυθία στο μουσείο των Δελφών….».
«Οι στίχοι γράφονται με ταραχή,
δεν είναι παίξε γέλασε η ψυχή.
Μια σκέψη για να πιάσεις ή μια λέξη,
μπορείς να καρτερείς όσο να φέξει…
Στο ποίημα θα ‘ ναι η ίδια σου η καρδιά
που θα ξοφλά πρωτότυπα το κρίμα
δεμένη σαν κατάδικη στη ρίμα…».
Τα «Ηπειρωτικά» είναι μια συλλογή που περιέχει ορισμένα από τα ισχυρότερα ποιήματά του. Άλλες ποιητικές συλλογές και ποιήματά του είναι: «Δεύτερη ζωή», «Γρίφος», «Σιγανή φωτιά», «Εφήμερα», «Τσουράπια από τη μάνα μου», «Φεγγάρι» «Κομμάτι εξοχής», «Ο Άρης», «Δειλός εγώ;», «Φυγή στη φύση» (η ποίηση της ήττας του Κοτζιούλα), «Στου γέρου μας το ξόδι», «Ο πεθαμός του Καταχνιά», «Μονάχα», «Είνορα» (ποίημα για τους μαυροσκούφηδες), «Τσάρλι Τσάπλιν», «Ελληνόπουλα», «Καραϊσκάκηδες», σονέτο «Οι πρώτοι του αγώνα», αφηγήματα διάπλασης: «Από μικρός στα γράμματα», «Παλιά μου τέχνη», αφηγήματα «Όταν ήμουν με τον Άρη», «Ιστορία ενός θιάσου», το αυτοβιογραφικό αφήγημα «Πικρή ζωή» , η συλλογή διηγημάτων «Το κακό συναπάντημα κι άλλα διηγήματα» κ.α.
Έκανε κριτική, διόρθωση, διασκευή, μετάφραση στα περιοδικά: Ελληνικά Γράμματα, Ελεύθερα Γράμματα, Ρυθμός, Νέα Εστία, Νεοελληνικά Γράμματα, Μπουκέτο, Νέος Νουμάς, Νέοι σταθμοί, Ρομάντζο, ηπειρωτικό περιοδικό Ελλοπία και στις εφημερίδες: Ηπειρωτική Ηχώ, Δημοκρατία, Μακεδονικές Ημέρες, Ρίζος της Δευτέρας, Ριζοσπάστης κ.α.
Μετάφρασε: τους Αθλίους, τις Μεγάλες προσδοκίες, την Παναγία των Παρισίων, τον Μπεν Χουρ, τους Τρεις σωματοφύλακες, τα Πανεπιστήμιά μου, τις Γυναίκες στον έρωτα, την Μαρία Στιούαρτ, τα Δύσκολα χρόνια, κ.α.
Το 1954 έχουμε ανθολόγηση της ποίησης του Κοτζιούλα στην τρίτομη ποιητική ανθολογία του Αρτινού Μιχάλη Περάνθη. Να αναφέρουμε ότι ο πρώτος τόμος των Απάντων του Κοτζιούλα, εκδόθηκε το 1956 χάρη στη χορηγία του συντοπίτη, φίλου του ποιητή και βουλευτή, τότε, της κεντρώας παράταξης στον Νομό Άρτας Πέτρου Γαρουφαλιά.
«Σέρνονταν με τη βαρυγκόμια στην ψυχή, με το μαράζι(…) ώσπου απ’ τις άδειες το υπουργείο τον πέταξε στην μπάντα, μεσοκομμένον, με κομμένη σύνταξη, μισή, να μασουλάει ένα ξερό κομμάτι σαν σκυλί και να βλογάει, ευκές να δίνει στο δημόσιο. Πάει ο καφές, πάει και το λάδι, ως να του κατέβει το φαρμάκι το φαΐ; Δεν υποφέρνεται άλλο, θα τραβήξει θαρετός εκεί που’ ν’ αρτυμή νηστίσιμη, στον κάμπο, θα κουβαλήσει τα παλιά του σύνεργα, πολέμαρχος, που ζώνεται ξανά στα γερατιά του άρματα νιού, να πολεμήσει. – Μα φοβάμαι πώς αυτό τ’ άντρεισμα το παράκαιρο θα ’ναι καθώς του αρώστου που ξανακυλάει».
«Δεύτερος βάρδος δεν θα υπάρχει στην Ελλάδα
που να’ χει τιμηθεί απ’ τον αρχηγό παρόμοια,
πολέμαρχο ακριβόν στο να μοιράζει εγκώμια
-και αυτό καθόλου για του στίχου την αξιάδα…» .
Ο Κοτζιούλας υπήρξε ο μόνος νεοέλληνας ποιητής που έζησε και έγραψε πλάι στους αντάρτες. Υπήρξε ο μοναδικός νεοέλληνας λογοτέχνης που έζησε και έγραψε για τόσο μεγάλο διάστημα στη μαχόμενη Ελλάδα και τα βιβλία του αποτελούν βασικό αποτύπωμα της «ιστορίας» τη στιγμή που ακόμη διαδραματιζόταν. Ο Γιώργος Κοτζιούλας έζησε στην εποχή του όσο λίγοι. Ήταν ένας γνήσιος ποιητής από το μέταλλο των μεγάλων, ήταν μια αμόλυντη αξία, αλλά βρέθηκε σε εποχή που σκοτώνει τους ποιητές…
Η Καθηγήτρια Φιλολογία Ιωαννίνων, Αθηνά Βογιατζόγλου, παρουσιάζει σε αυτό το βιβλίο σύγχρονες απόψεις και καινούργια δεδομένα για τη ζωή και τη συγγραφική δραστηριότητα του Γιώργου Κοτζιούλα, αυτού του επίμονου και ασυμβίβαστου ιδεολόγου της ζωής και της τέχνης. Στόχος της συγγραφέως είναι να αποτιμηθεί ο Γιώργος Κοτζιούλας, να επανεκτιμηθεί και να τύχη μιας ευρύτερης αναγνώρισης. Πρόκειται για μια άριστη μελέτη. Διαβάστε τη.
Η Αθηνά Βογιατζόγλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1966. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και εκπόνησε το διδακτορικό της στο King’s College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Δίδαξε στα Τμήματα Φιλολογίας των πανεπιστημίων Κρήτης και Πάτρας και το 2001 εξελέγη λέκτορας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, όπου σήμερα υπηρετεί ως αναπληρώτρια Καθηγήτρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Άλλα έργα της είναι «Η μεγάλη Ιδέα του λυρισμού. Μελέτη του Προλόγου στη ζωή του Άγγελου Σικελιανού» και «Η γένεση των πατέρων. Ο Σικελιανός ως διάδοχος των εθνικών ποιητών». Επίσης, επιμελήθηκε την έκδοση του μυθιστορήματος του Α. Λεβέντη «Η Τασσώ», καθώς και το βιβλίο του Γ. Π. Σαββίδη «Λυχνοστάτες για τον Σικελιανό».
[grbk https://www.greekbooks.gr/vogiajoglu-athina.person%5DΑπό το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ και νευρώδης πεζογράφος, ευαίσθητος κριτικός και χαλκέντερος μεταφραστής, ο Γιώργος Κοτζιούλας υπήρξε ένας ασυμβίβαστος ιδεολόγος της ζωής και της τέχνης. Η έντονη δραστηριοποίησή του, ως ποιητή και θεατράνθρωπου, στα βουνά της Αντίστασης μέσα από τις τάξεις του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, ο επιθετικά εκφρασμένος αντιμοντερνισμός του, η ένθερμη υπεράσπιση των έμμετρων μορφών και της ηθογραφίας συντέλεσαν ώστε να μην τύχει ευρύτερης αναγνώρισης.
Ο Κοτζιούλας αποδεικνύεται ωστόσο ιδιαίτερα επίκαιρος στις μέρες μας. Η κριτική που άσκησε στην επικράτηση μιας ισοπεδωμένης «δημοσιογραφικής» γλώσσας στη λογοτεχνία και η γόνιμη αξιοποίηση στο έργο του ιδιωματικών στοιχείων, αλλά και στοιχείων του λαϊκού λόγου τον διασταυρώνουν με τις αναζητήσεις νεότερων πεζογράφων μας. Η προσήλωσή του στην τεχνική αρτιότητα του ποιητικού λόγου μπορεί να εκτιμηθεί πλέον στον βαθμό που της αξίζει, καθώς οι έμμετρες μορφές έχουν επιστρέψει δυναμικά στην ποίησή μας. Η τοποθέτησή του εναντίον του μοντερνισμού δεν ήταν συντονισμένη με τὴν ἐπίσημη γραμμή του ΚΚΕ, απέναντι στο οποίο διατήρησε πάντα την πνευματική ἀνεξαρτησία του. Επίσης, στην περίπτωσή του, η υποστήριξη του κλασικού δεν είναι προϊόν προγονοπληξίας· το αίτημά του για έναν ποιητικό λόγο διαυγή και κατανοητό απορρέει πρωτίστως από την κλασική παιδεία του −υπήρξε δεινός φιλόλογος και μεταφραστής αρχαίων ελλήνων και λατίνων συγγραφέων− και σήμερα αναδεικνύεται δραστικό, καθώς η ποίηση, παρά την εκδοτική άνθησή της, δεν έχει κατορθώσει να κατακτήσει ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Οι ηθογραφικές αναζητήσεις του, τέλος, δεν ευαγγελίζονται την επιστροφή στο παρελθόν· χάρη στη ρεαλιστική αποτύπωση της πραγματικότητας και το σατιρικό στοιχείο αποκτούν βάθος.
Στο πολύπτυχο έργο του ιχνηλατεί τις επίπονες διαδικασίες εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας και αναδεικνύεται, έτσι, σε σεισμογράφο μιας πολιτικά, κοινωνικά και καλλιτεχνικά μεταιχμιακής εποχής και σε εκφραστή μιας υβριδικής μοντερνικότητας.