Οσμίζεται η καρδιά τα δύσκολα· τα πιάνει προτού ο λογισμός τα εδραιώσει για τα καλά με τη δική του σφραγίδα. Έτσι κι η καρδιά της Ιφιγένειας κατάλαβε, ανατρίχιασε· κι όχι δίχως λόγο. Πραγματικά, η αλλαγή στη ζωή τη δική της, της οικογένειας της και των γονιών της ήταν καταλυτική. Έφτασε μόνο μια μικρή «φωτογραφία», για να συγκλονιστεί ο κόσμος τους. Αυτό το αγκάθι που σκάλωνε στα σωθικά της κάθε φορά, σαν συλλογιόταν ότι περνούσαν τα χρόνια και οι γονείς της μεγάλωναν, αυτό που προσπαθούσε να προσπερνά βαυκαλίζοντας τον εαυτό της με σκέψεις όπως Μα είναι μικροί ακόμη, μόλις πενήντα ή εξήντα, ήρθε και τη διαπέρασε με όλη του τη μανία, καθώς διαισθανόταν πως τελείωνε η ζωή όπως τη γνώριζε μέχρι εκείνη τη μέρα· η ζωή της χαϊδεμένης κόρης, της τριανταπεντάχρονης γυναίκας, που, αν και έγινε σύζυγος και μητέρα, δεν απογαλακτίστηκε, δεν έμαθε να βασίζεται αποκλειστικά στις δυνάμεις της.
…
Ο Παύλος, ο πατέρας της, είχε ένα τραύμα στο πόδι από τον καιρό του εμφύλιου. Κάποια θραύσματα από οβίδα, που δεν ήταν δυνατόν να αφαιρεθούν, και που τον ενοχλούσαν από καιρό σε καιρό για να μην ξεχνά τον αδελφοκτόνο πόλεμο. Σε εκείνο ακριβώς το σημείο οι γιατροί εντόπισαν έναν όγκο από μετάσταση. Η πρώτες εξετάσεις για την αναζήτηση του πρωτογενούς όγκου σε κάποιο ζωτικό όργανο ήταν και τα πρώτα βήματα της οικογένειας στον Γολγοθά που άξαφνα υψώθηκε μπροστά τους.
Από νοσοκομείο σε νοσοκομείο. Από εξέταση σε εξέταση και από γιατρό σε γιατρό με την σταθερή γνωμάτευση… μερικοί μήνες ζωής. Ο Παύλος και η γυναίκα του η Χαρά δεν γνώριζαν τίποτα. Την ψυχολογική τρικυμία την περνούσαν οι δύο κόρες τους η Ιφιγένεια και η Ελισάβετ, μαζί με τους συζύγους τους. Το τρίτο παιδί τους, η Αγγέλα, ζούσε εδώ και πολλά χρόνια πεντακόσια χιλιόμετρα νοτιότερα -στην Αθήνα- έχοντας κόψει σχεδόν όλες τις γέφυρες επικοινωνίας με την οικογένεια και τον γενέθλιο τόπο.
Αν και οι δύο γυναίκες είχαν αποφασίσει ότι είναι καλύτερα οι γονείς τους να μην γνωρίζουν για τον καρκίνο, τουλάχιστον προς ώρας, δεν ήταν λίγες οι φορές που οι τύψεις και τα ερωτηματικά σχετικά με το αν έπρατταν σωστά τις ταλάνιζαν, ιδιαίτερα την μικρή, την Ιφιγένεια. Έπαιζαν σε μόνιμη βάση “θέατρο”, με σκοπό να απαλλάξουν το γηραιό ζευγάρι των γονιών τους από την στενοχώρια και την αγωνία.
Κάποια στιγμή ο πρωτογενής όγκος εντοπίστηκε και ο Παύλος -με την γυναίκα του σταθερά στο πλευρό του- εισήχθη σε ένα από τα νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης για να εγχειριστεί. Τότε ήταν που άρχισε η λέξη «ξέχασα», να εμφανίζεται όλο και πιο συχνά στο λεξιλόγιο της Χαράς. Από τη στενοχώρια; Από την κούραση; Από την αγωνία; Ή μήπως…
Δυστυχώς ο Γολγοθάς έμελλε να είναι διπλός! Η Χαρά άρχισε να παρουσιάζει εκτός από απώλειες μνήμης, αλλαγές στη συμπεριφορά και στον χαρακτήρα. Τον ένα γονιό τους τον χτύπησε ο καρκίνος και τον άλλο το Αλτσχάιμερ. Αυτά τα δύο μέτωπα, στα οποία κλήθηκε να δώσει μάχες κυρίως η Ιφιγένεια, ήταν οι αιτίες να “μεγαλώσει” απότομα. Θα μου πείτε, τριανταπέντε χρονών γυναίκα, με δύο παιδιά, τώρα περίμενε να ωριμάσει; Να όμως που η ζωή μέχρι τώρα της είχε φερθεί τόσο γενναιόδωρα, που δεν είχε χρειαστεί να “ψηθεί” στα δύσκολα.
Το τι θα τραβήξει η ηρωίδα μας στις 570 σελίδες του «Πες μου αν με θυμάσαι», της Σόφης Θεοδωρίδου, δεν περιγράφεται. Και όχι μόνο εκείνη βέβαια. Οι ασθένειες -πολύ περισσότερο δε οι σοβαρές- επηρεάζουν απίστευτα την καθημερινότητα μιας οικογένειας. Ένας είναι ο ασθενής αλλά μαζί του νοσούν οι συγγενείς ακόμα και οι φίλοι. Σε τέτοιες καταστάσεις είναι που φαίνεται και ο αληθινός χαρακτήρας των ανθρώπων. Άλλοι βγάζουν καλοσύνη και δένονται με τους “συμπολεμιστές” τους και άλλοι βγάζουν κακία-εγωισμό και λιποτακτούν!
Αυτή η πλευρά της ζωής των ανθρώπων είναι ο κορμός του νέου μυθιστορήματος της ταλαντούχας Σόφης Θεοδωρίδου. Κυκλοφόρησε τον Μάρτη του 2011, από τις εκδόσεις Ψυχογιός, και κατά την ταπεινή μου γνώμη πρέπει να το αναζητήσετε σήμερα κι όλας!
Η πλοκή του; Υφασμένη με τέχνη και μαεστρία πάνω στον αργαλειό του πεζού λόγου!
Οι χαρακτήρες; Λεπτοδουλεμένοι μέχρι και την παραμικρή λεπτομέρεια, γι’ αυτό και φαντάζουν εντελώς πραγματικοί!
Οι εικόνες; Ολοζώντανες, θαρρείς πως είσαι κι εσύ ένας από τους ήρωες!
Τα συναισθήματα; Τόσο έντονα, που οδηγούν αρκετές φορές σε ροή δακρύων… τα χαρτομάντηλα απαραίτητα!
Η γλώσσα; Όσοι έχουν διαβάσει Σόφη Θεοδωρίδου γνωρίζουν!
Όντας ένα από τα καλύτερα βιβλία που έχω διαβάσει ποτέ, σας προτείνω ανεπιφύλακτα να του αφιερώσετε όσο από τον ελεύθερο χρόνο σας χρειαστεί. Πέρα από ότι θα απολαύσετε κάθε δευτερόλεπτο αυτού του χρόνου, θα φτάσετε στο οπισθόφυλλο γνωρίζοντας ένα κομμάτι της ζωής που αργά ή γρήγορα, σε μικρό ή σε μεγαλύτερο βαθμό, δυστυχώς όλοι θα κληθούμε να το περάσουμε. Η γνώση αυτή απ’ την μία θα σας προετοιμάσει και από την άλλη θα σας κάνει να εκτιμήσετε περισσότερο την νηνεμία του σήμερα! Σημαντικότατο! Ευχαριστούμε κυρία Θεοδωρίδου!!!
Καλή σας ανάγνωση!
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Η Ιφιγένεια έπιασε τα γέρικα χέρια της μάνας της και τα σκέπασε με τα δικά της. «Πώς με λένε;» έκανε την αγωνιώδη ερώτηση. «Θυμάσαι; Πες μου… με θυμάσαι;» Περίμενε με κομμένη την ανάσα, θαρρείς κι από την απάντηση της Χαράς εξαρτιόταν η ύπαρξή της. Η Χαρά ξερόγλειψε τα χείλη αργά. «Ιφι… Ιφι…» ψέλλισε τέλος και τα δάκρυα κύλησαν απ’ τα μάτια της κόρης. Δόξα τω Θεώ, δεν είχε πάει στράφι η θυσία της. Η μάνα της δεν την είχε ξεχάσει…
Ο κόσμος της Ιφιγένειας ήταν αληθινή ευλογία μέχρι εκείνη τη λευκοντυμένη μέρα που άρχισε να διαλύεται και να κατακλύζουν τη ζωή της απώλειες και προδοσίες: ο πατέρας της, η μεγάλη της αδυναμία· η μητέρα της, το αιώνιο στήριγμά της· η δουλειά της· ακόμη κι αυτός ο έρωτας της ζωής της, ο άντρας της. Η ώρα που θα αντιμετωπίσει τις αλήθειες της ζωής της έχει φτάσει. Μένει τώρα να διαπιστώσει αν οι όρκοι της αγάπης θα χωρέσουν τη θυσία της ή θα γυρίσουν την πλάτη στους πληγωμένους καιρούς.
Η ιστορία μιας γυναίκας που ρισκάρει να χάσει τα πάντα, γιατί δε θέλει να ρισκάρει να χάσει τον εαυτό της.