Εκδόσεις Opera, 2020
Σελ. 160
«Ομολογώ ότι συνεχίζω να γράφω για καθαρά ηδονοθηρικούς λόγους. Γράφω για μένα και για τους φίλους μου. Δεν διαθέτω ευρύ κοινό, μήτε φήμη ή κρατικό βραβείο. Γνωρίζω εις βάθος τη λογοτεχνική στρατηγική και την περιφρονώ. Με θλίβει η αφέλεια των συγχρόνων μου και τη σέβομαι. Επιπλέον, κολακεύομαι να πιστεύω ότι δεν επαναλαμβάνομαι ποτέ, ότι δε ζητάω δανεικά από ξένες δόξες, ότι είμαι πάντα παρθένος κι ότι αυτός ο ναρκισσισμός πληρώνεται πολύ ακριβά. Με την αδιαφορία των άλλων. Εγώ, όμως, όπως είπα, γράφω για καθαρά ηδονοθηρικούς λόγους.»
Ένας εκκεντρικός αφηγητής καταγράφει σ’ ένα ημερολόγιο την καθημερινή του πάλη με τα πάθη και τις διαστροφές του, ενώ οδηγείται, σχεδόν νομοτελειακά και αναπότρεπτα, στην τέλεση ενός φόνου.
Βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα ιδιότυπο «ημερολόγιο ενός δολοφόνου», αλλά και μπροστά σ’ ένα χρονικό του τέλους μιας εποχής, το οποίο είναι ταυτόχρονα και ένα αριστοτεχνικό πορτρέτο της ανθρώπινης ψυχής, με όλες τις υπερβολές και τα καπρίτσια της.
Την πρώτη φορά που εμπιστεύτηκε το χέρι του, ο αφηγητής του βιβλίου, σε μανικιουρίστα, ήταν γιατί το βράδυ θα πήγαινε στο Moulin Rouge. Πήρε ένα στυλό και έπιασε να γράφει. Έτσι ξεκίνησε αυτό το βιβλίο. Το βράδυ, στο Moulin Rouge, άκουσε μια διπλανή του να λέει ισπανικά, σχολιάζοντάς τον: «Έχει περιποιηθεί τα χέρια του λες και ετοιμάζεται να σκοτώσει».
Γεννήθηκε στο Μπουζιβάλ (δυτικό προάστιο του Παρισιού). Ο Σηκουάνας περνάει στα γρήγορα πίσω από τον οικισμό. Αυτό το ημερολόγιο που τηρεί ανόρεχτα, δεν αποτελεί τόσο απεικόνιση όσων του συμβαίνουν, όσο ανάκληση συμβάντων που η ανάμνησή τους περνάει την πένα της από το μέτωπό του. Τραγουδά τα παιδικά του χρόνια σε αυτές τις σελίδες, που δε θα τις διαβάσει κανείς, αφού τις γράφει μόνο για τον εαυτό του.
Στα δώδεκά του, αρρώστησε από με τύφο. Ίσως κόλλησε στην όχθη του Σηκουάνα, ψαρεύοντας φελλούς… Ήταν καλός μαθητής στη γεωμετρία. Τον γοήτευαν οι ευθείες. Και πιο πολύ απ’ όλες, οι κάθετες. Είναι οι γραμμές της ζωής, έλεγε μέσα του. Ήταν δεκαεπτά χρονών και πήγαινε σπίτι μόνο για να φάει ή να κοιμηθεί. Την υπόλοιπη μέρα την περνούσε στην ακροποταμιά ή στο σπίτι κάποιου γείτονα.
Η δική του ανωτερότητα έγκειται αποκλειστικά στην παρατήρηση. Είναι ένα παράγωγο του εαυτού του. Έχει δει τον κόσμο μέσα από το ταπεινό πρίσμα των ματιών του. Δεν χρησιμοποίησε ποτέ δανεικά μάτια. Κάποτε, σκεφτόταν, οι άνθρωποι είχαν δικά τους τη θάλασσα, τα βουνά, και τ’ αστέρια. Τα ‘βάζαν στα ποιήματά τους, στα όνειρά τους και στο θάνατό τους. Σήμερα, όμως…
Του αρέσουν οι γυναίκες που η οστική δομή του προσώπου τους θυμίζει της προβατίνας. Γιατί; Η σύφιλη είναι μια ευγενής νόσος, την απέκτησε με τον πιο γοητευτικό τρόπο. Αρκεί να πει ότι του την κοινώνησε μια γυναίκα με την ίδια χάρη και την ίδια κομψότητα με τις οποίες οι γυναίκες φέρουν κοιμισμένες στο στήθος τους τις περιστερές της Αφροδίτης.
Αποπειράθηκε να γράψει ένα μυθιστόρημα με θέμα «τη σύφιλη του Δον Ζουάν».
Πόσα χιλιόμετρα έχει κάνει κυνηγώντας το γυναικείο στήθος! Έχει πάρει από πίσω χιλιάδες γυναίκες. Η στρατιωτική του θητεία ήταν τελείως ανάξια λόγου. Οι νύχτες του ήταν αποσπασματικές. Ποτέ δεν έχει κοιμηθεί όλη τη νύχτα. Έχει ξύπνους που δεν είναι ακριβώς αϋπνίες. Διακόπτουν αυτόν τον αξιαγάπητο και μεταφορικό θάνατο που είναι ο ύπνος, και μετά έχουν όλη την καλή διάθεση να τον βοηθήσουν ώστε να ξαναπιάσει το μίτο του ημιτελούς εφιάλτη.
Πάντα αναζητούσε την αγάπη που δεν είχε. Ήθελε να τον αγαπούν. Μόνο η αγάπη υπάρχει. Να σ’ αγαπούν. Αυτή είναι η χαρούμενη μονοτονία της ζωής του. Κάποιον θα σκοτώσει. Δε διστάζει, δε φοβάται, δε θα το μετανιώσει. Διάλεξε το θύμα του…
Ένα διαμάντι της αργεντινής λογοτεχνίας.
Γιος αργεντινού πατέρα και ουρουγουανής μητέρας, ο Υποκόμης ντε Λασκάνο Τέγκι (Vizconde de Lascano Tegui) γεννήθηκε στην Κονσεπσιόν της Ουρουγουάης το 1887 και πέθανε στο Μπουένος Άιρες το 1966. Παρακμιακός και προκλητικός, παραβατικός και περιθωριακός, φίλος του Πικάσο και του Απολινέρ, ο Λασκάνο Τέγκι είναι μία από τις κεντρικές μορφές της αργεντινής λογοτεχνίας των αρχών του 20ού αιώνα. Το Περί της εν ύπνω κομψότητος εκδόθηκε στο Παρίσι το 1925 και είναι το γνωστότερο έργο του. Υποκόμης άνευ κομητείας, θεωρείται πρόδρομος του Ζαν Ζενέ και ένας από τους πιο παραγνωρισμένους «καταραμένους» της σύγχρονης ισπανόφωνης λογοτεχνίας.
Τραχανάς Κώστας