Είναι στιγμές που διαβάζεις μια φράση, μια πρόταση, μια παράγραφο ξανά και ξανά και ξανά! Όχι γιατί δεν την κατάλαβες, αλλά γιατί είναι τόσο όμορφα διαλεγμένες και δεμένες οι λέξεις μεταξύ τους που θέλεις να ξανανιώσεις την μαγεία που διασπείρει στο νου και στον χώρο η ανάγνωσή τους, το ψιθύρισμα τους…
…
Αλλού σκιά δεν φαινόταν κι απέμενε κάμποσος δρόμος μέχρι τον Λάρνακα. Στράφηκε κατά το τζαμί, που παλιότερα ήταν τεκές δερβίσηδων κι απόμεινε να το λέγουν τεκέ, και στα μισά του δρόμου στάθηκε στον ίσκιο μιας φοινικιάς. Έκατσε καταγής κι αγνάντευε στην αλυκή δεκάδες γαϊδούρια να πηγαινοέρχονται φορτωμένα κοφίνια και περί τους εκατό εργάτες να συλλέγουν αλάτι στα δυόμισι καυτά τετραγωνικά μίλια που γεννούσαν μπόλικη σοδειά, απ’ τα δώδεκα της περιμέτρου της. Φάνταζαν να αιωρούνται οι θωριές τους καθώς η λάβρα έκανε τον αέρα να κοχλάζει και τις στρέβλωνε, θαρρείς σε μια απόπειρα ν’ αναληφθούν στους ουρανούς και να γλυτώσουν απ’ τη μαύρη τους τη ζήση.
Η ζέστη κι η κούραση απ’ το περπάτημα έξι ωρών του έφεραν γλυκιά χαύνωση κι έγειρε ανάσκελα στο χώμα. Το ελαφρύ πούσι έδινε μια νότα άσπρου στον ουρανό όπου στυλώθηκαν τα μάτια του κι ολούθε γύρω λυσσομανούσαν τα τζιτζίκια. Τον συνεπήρε ο μονότονος ήχος και ξεδιπλώνοντας στιγμές της ζωής του έμοιαζε να τις απιθώνει στον αχνογάλανο πίνακα τ’ ουρανού.
…
…μοναδικό! Και ναι, δεν πρόκειται για ποίηση αλλά για ένα βιβλίο πραγματικό ποίημα. Το απόσπασμα προέρχεται από το νέο μυθιστόρημα του Γιάννη Καλπούζου, που κυκλοφόρησε πριν λίγες μέρες -τον Μάρτη του 2013- από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, φέροντας τον τίτλο «Ουρανόπετρα».
Βασικό πρόσωπο και κορμός της Ουρανόπετρας, ο Αδάμος. Γεννήθηκε στα 1876, αλλά η ιστορία μας δεν ξεκινά με την γέννηση του… απλώνει τις μακριές της ρίζες, τρεις ολόκληρους αιώνες νωρίτερα…
Κύπρος, 1569.
Το νησί βρίσκεται υπό ενετική κατοχή. Τα ελληνικά σχολειά έχουν κλείσει, ενώ οι ορθόδοξοι μητροπολίτες και ο αρχιεπίσκοπος έχουν τεθεί στο περιθώριο. Στο προσκήνιο βρίσκονται οι καθολικοί ιεράρχες. Ο Σουλτάνος Σελίμ Β’ ζητά από τους Ενετούς την Κύπρο, ενώ ήδη έχει ετοιμαστεί να την πάρει με τα όπλα, με την βία, προεξοφλώντας την αρνητική τους απάντηση. Έτσι κι έγινε, αρχής γενομένης από τον Ιούλη του 1570 που στις αλυκές του Λάρνακα, αγκυροβόλησε ο οθωμανικός στόλος.
Λίγο μακρύτερα, στα Λεύκαρα, στον συνοικισμό του Αγίου Γεωργίου Συριάτη, μένει ο Γερόλεμος με την οικογένεια του. Την γυναίκα, τις δύο κόρες και τους τέσσερις λεβέντες του. Ανάμεσα στους πέντε χιλιάδες Έλληνες που επιστρατεύτηκαν στον βενετσιάνικο στρατό -για να αποκρούσουν την τουρκική εισβολή- είναι και οι γιοί του. Ο νους του πατέρα, που αλλού, κολλημένος στα παιδιά που είναι μακριά του, μέσα στην φωτιά του πολέμου… που να ξέρε όμως ότι αυτή η φλόγα θα έκαιγε εκείνους που έμειναν στο σπίτι… και μάλιστα από χέρια Ενετών!
Μοναδικός επιζών από το συνοικισμό -κατά πως το θέλησε η τύχη- ο Γερόλεμος· γυναίκα και κόρες νεκρές! Δεν του μένει τίποτα άλλο, παρά να βρει τα αγόρια του. Με εννέα χρυσά νομίσματα και ένα μεταλλικό σβόλο -τα μοναδικά του υπάρχοντα- ξεκινά την αναζήτηση τους. Περνώντας μέσα από σίδερο και φωτιά, τους ανταμώνει σώους στην Αμμόχωστο, λίγο πριν την πτώση της. Εκεί λιώνει τον μεταλλικό σβόλο -τον οποίο θεωρεί ότι του έσωσε μέχρι τότε τη ζωή, εν είδει φυλαχτού- και φτιάχνει ένα δίσκο όπου πάνω κάνει χαράγματα. Τον χωρίζει στα τέσσερα τεταρτοκύκλια και δίνει από ένα σε κάθε του παιδί. Πριν ακόμα τελειώσει ο πόλεμος και η Κύπρος περάσει στα χέρια των Οθωμανών, ο Γερόλεμος έχει πάει να συναντήσει στον ουρανό την γυναίκα και τις κόρες του, ενώ οι γιοί του σκορπάνε στους πέντε ανέμους με μόνο τον Αντζουλή τον πρωτότοκο να μένει στα πάτρια.
Μακρινός απόγονος του Αντζουλή, δώδεκα γενιές αργότερα, είναι ο Αδάμος…
Κύπρος, 1878.
Το νησί δίνεται από τους Οθωμανούς στους Άγγλους. Ο Αδάμος ήταν τότε δύο χρονώ. Η οικογένεια του -όπως και εκείνη των μακρινών προγόνων του, αλλά και όλων των ενδιαμέσων- αγωνίζεται σκληρά για να επιβιώσει. Μεροδούλι μεροφάι που λένε, και τι μεροδούλι… ήλιο με ήλιο, συνεχής εργασία από την ανατολή δηλαδή ως την δύση!
Η δεκάτη (το 10%) της σοδειάς που καθιέρωσαν οι Οθωμανοί, το διατήρησαν οι Άγγλοι μαζί με άλλους φόρους. Οι φοροεισπράκτορες σκληροί, και πιότερο σκληρή η ζωή για μία οικογένεια με έξι παιδιά. Το μεγαλύτερο, ο ήρωας μας, στα δεκαέξι του αναγκάζεται να φύγει από την πατρική εστία για να εργαστεί στο Λάρνακα. Έτσι και θα ελάφρυνε τα βάρη του πατέρα του, και θα τον συνέτρεχε στέλνοντας ένα μέρος από τα χρήματα που θα κέρδιζε στην πόλη.
Αυτό ήταν το βασικό σχέδιο, αλλά μιας και δεν είχε μελετηθεί καλά, ήταν καταδικασμένο να αποτύχει. Αιτία; Ο αψύς χαρακτήρας του Αδάμου, που δεν άντεχε τις εντολές και τον δύστροπο χαρακτήρα των αφεντικών, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να στεριώσει σε μια δουλειά της προκοπής.
Ήταν και ο Καρανός, ο νέος του φίλος που είχε ως μότο ζωής το «Η ζωή θε γαμήσι, τζαι χασίσι, τζαι παρά να τη βλογήσει!», και έγινε αυτό που ο λαός μας λέει… ήταν στραβό το κλήμα, το έφαε και ο γάιδαρος· δουλειά, διασκεδάσεις και όσο για ριάλια στον πατέρα, ούτε γρόσι! Τέσσερα χρόνια έζησε έτσι και δεν πάτησε το πόδι του, ούτε μαι φορά στο χωριό. Ώσπου, του ήρθανε μαντάτα ότι η μία του αδερφή παντρεύεται και πρέπει να παρευρεθεί στη χαρά. Τι χαρά δηλαδή… μαύρη χαρά, αφού ο γάμος ήταν συμφέροντος -η οικογένεια ήταν σε πλήρη ένδεια- και η δεκαεξάχρονη νύφη νυχθημερόν κλαμμένη.
Τότε ήταν που ο Αδάμος έκανε το πρώτο επωφελές πράγμα για τους δικούς του αλλά και για τον εαυτό του. Από την μία ακύρωσε με τον τρόπο του τον γάμο και από την άλλη άλλαξε τελείως ζωή. Επιστρέφοντας στο Λάρνακα, εγκαταλείπει τις διασκεδάσεις και αρχίζει να δουλεύει σκληρά. Τα μεροκάματα στέλνονται στο σπίτι, ενώ για εκείνον κρατά μόνο όσα χρειάζονται για έναν σπαρτιάτικο βίο.
Από αυτό το σημείο και ύστερα αλλάζει εντελώς η ζωή του. Το καθήκον αποκτά προτεραιότητα έναντι όλων των υπολοίπων δρόμων. Το καθήκον στην οικογένεια αλλά και το καθήκον στην πατρίδα. Δύο φορές έφυγε από το νησί ο Αδάμος για να πολεμήσει στις τάξεις του στρατού της μητέρας Ελλάδας, στα 1879 και στα 1912. Οι μέρες του τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα, σκληρές. Στο διάβα του βρέθηκαν μερικοί που τον βοήθησαν και πολλοί που τον πολέμησαν. Ο έρωτας έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πορεία του, όσο σημαντικό έπαιξε και το Γκιοκ τας, η Ουρανόπετρα, τα τέσσερα φυλακτά που είχε φτιάξει ο Γερόλεμος και που στα χρόνια και τα χέρια του Αδάμου ενώθηκαν ξανά σε ένα.
Όλα αυτά όμως, και πολλά πολλά άλλα θα τα ανακαλύψετε στις 575 σελίδες της Ουρανόπετρας, του Γιάννη Καλπούζου. Του ταλαντούχου συγγραφέα που μας έχει συνηθίσει σε λογοτεχνικά κομψοτεχνήματα. Και αυτή την φορά, το μυθιστόρημα που έγραψε μπορεί μόνο ως αριστούργημα να χαρακτηριστεί.
Οι χαρακτήρες του, είναι τόσο λεπτομερώς σκιαγραφημένοι που, από ένα σημείο και μετά, θαρρείς ότι δεν διαβάζεις τα “κατορθώματα” λογοτεχνικών ηρώων αλλά ανθρώπων που έχεις συναντήσει δια ζώσης.
Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Γιάννης Καλπούζος, γνωστή σε όλους τους βιβλιόφιλους της επικράτειας. Ποιητική, δροσερή, στολισμένη με την κελαρυστή κυπριακή ντοπιολαλιά (στο συγκεκριμένο), μαγευτική σε πολλά σημεία και απολύτως ταιριαστή με την εποχή και τους τόπους που διαδραματίζονται τα γεγονότα του μυθιστορήματος.
Η δε πλοκή; Όχι απλά ευφάνταστη και καλοδουλεμένη, αλλά σμιλευμένη με περισσή δεξιοτεχνία στο νου και στο χαρτί· τόσο που ανεβάζει το εν λόγω ανάγνωσμα στους υψηλούς ουρανούς των κλασσικών μυθιστορημάτων.
Γνωρίζω ότι φαντάζει ως υπερβολή να χαρακτηρίζεις κλασσικό ένα βιβλίο που έχει ταξιδέψει λίγες μόνο ημέρες, αλλά είμαι απόλυτα σίγουρος ότι στο απώτερο μέλλον η θέση του θα είναι εκεί· ανάμεσα στα κομψοτεχνήματα αναφοράς του πεζού λόγου! Και τι χαρά για όλους εμάς, το διαβάσαμε όταν αυτό κυκλοφόρησε, στην πρώτη του έκδοση, όταν ξετύλιξε τα πανιά του για να ξεκινήσει το παρθενικό του ταξίδι.
Το «Ουρανόπετρα», του Γιάννη Καλπούζου, είναι αυτό που οι ανά τον κόσμο φιλότεχνοι χαρακτηρίζουν masterpiece. Το γεγονός ότι είναι δημιουργημένο από μια ελληνική πένα, είναι κάτι που μας κάνει ιδιαιτέρως περήφανους και αισιόδοξους για την πορεία των γραμμάτων στη χώρα μας!
Ένα νέο λαμπρό αστέρι προστέθηκε στους λογοτεχνικούς ουρανούς! Απλά, αναζητήστε το και διαβάστε το!
[grbk https://www.greekbooks.gr/kalpuzos-giannis.person?filters=TotalSales&pageNo=1%5DΑπό το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
1878-1917 Κύπρος, Αθήνα, Θεσσαλία, Ήπειρος…
Ένας άντρας πορεύεται με βάση τη θεωρία του:
Όπου πατώ είναι δικός μου δρόμος.
Τον έζωσε το άστραμμα του θανάτου. Καπνοί, κασμάδες, φτυάρια, ζεμπίλια, δεμάτια μπαμπάκι και τόνοι χώματος υψώθηκαν ωσάν τεράστιος ανθός της ροδιάς. «Θε μου!» πρόλαβε να πει κι όμοιαζε όπως έπεφτε ν’ απλώνει τα χέρια, θαρρείς και καρτερούσε τον Θεό να τον αρπάξει και να τον απιθώσει παράμερα, απείραχτο κι ολόσωστο.
Έμπηξε τα δάχτυλα στον σωλήνα και τράβηξε κάμποσα κιτρινισμένα χαρτιά. Ξέστριψε μια κόλα και πάσχισε να τη διαβάσει. Ανήμπορος να μετρηθεί με τις αράδες της αναρωτιόταν: Πόσο καιρό να βρίσκονταν κει μέσα; Τι να έγραφαν;
Πήρε να της βγάζει ένα ένα τα ρούχα ωσότου έμεινε ολόγυμνη ομπρός του. Θαρρείς κι ο αφρός της θάλασσας ορθώθηκε και σχημάτισε τ’ ολόλευκο κορμί της. «Αφροδίτη!» αναφώνησε και… γίνηκε πυροτέχνημα στην αγκάλη της μέχρι τα ξημερώματα.
«Έχει δρόμο που ορίζεις την πατημασιά σου και δρόμο όπου σου την ορίζουν άλλοι. Στοχάσου και διάλεξε σε ποιον θέλεις να πατάς».
«Όπου πατώ είναι δικός μου δρόμος!» αποκρίθηκε.