Μπήκε φουριόζος ο Άνδης στη ζωή και γίνηκε το επίκεντρο της προσοχής. Από αγκαλιά σε αγκαλιά, φίλημα στο φίλημα κι από χάδι σε χάδι. Έγινε το παιχνίδι τους, κι από τότε το πιθανότερο άρχισε ν’ αντιμετωπίζει τη ζωή με παρόμοια στάση. Γιατί, εν ολίγοις ή εν πολλοίς, όλα τα θαρρούσε παιχνίδι απ’ τα μικράτα του. Μέχρι και στα βαφτίσια, όταν πάσχιζε ο παπάς να τον βουτήξει στην κολυμπήθρα, άρπαξε τα γένια του, τα τραβούσε με δύναμη και χαχάνιζε. Επιχειρούσε να τον σπρώξει στο νερό, κι ο Άνδης δωσ’ του να προσπαθεί να ξεριζώσει τη γενειάδα του. Κι όταν επιτέλους τον κάθισε στην κολυμπήθρα, βάλθηκε να κάνει μπουρμπουλήθρες.
…
Αυτός είναι ο Άνδης του κυρ-Αλέκου και της κυρά Λένης. Το στερνοπούλι τους, το έβδομό τους παιδί και μοναδικό αγόρι στη πολύτεκνη οικογένεια. Έξι αδερφάδες είχε, πως να του λείψει η αγκαλιά, το χάδι, το φιλί! Ίσως αυτό να εξηγεί και το γεγονός ότι ο Άνδης εξελίχθηκε σε διαβόλου κάλτσα. Όλους τους πείραζε. Κανείς δεν γλύτωνε από τις φάρσες, που σκάρωνε κάθε μέρα – όλη μέρα. Ακόμη και την Θάλεια πείραζε, που ερχόταν στο χωριό -τον Πλατανιά- κάθε Πάσχα και Αύγουστο, και ας του άρεσε όσο κανένα άλλο κορίτσι κι ας την σκεφτόταν συνέχεια όλο τον υπόλοιπο καιρό που εκείνη έλειπε στην Άρτα.
Ο χειμώνας περνούσε με το σχολείο -κουτσά στραβά- και τα καλοκαίρια με τον πατέρα στις αγροτικές δουλειές – μια χαρά! Ο Άνδης δεν σκιαζόταν κανέναν και τίποτα. Χμ… σχεδόν κανέναν. Η σκοτεινιά που εξέπεμπε ο πατέρας της Θάλειας, ο Χαρίδημος, τον έκανε να αλλάζει δρόμο μόλις τον έβλεπε να ζυγώνει. Χουντικός μέχρι το κόκαλο ο Χαρίδημος, ήταν στα μέσα και στα έξω εκείνη την εποχή, τα σκοτεινά χρόνια της δικτατορίας. Έντεκα χρονών ήταν ο Άνδης το ’73 που ο Παπαδόπουλος και οι “λεβέντες” του, άρχισαν να πνέουν τα λοίσθια.
Η Θάλεια βρισκόταν στον αντίποδα. Σοβαρή, ήσυχη, μεθοδική, τακτική, καλή και επιμελής μαθήτρια. Ακριβώς το αντίθετο του Άνδη. Μια λαίδη και ένας αλήτης. Μια λαίδη που η περδικούλα της φτερούγιζε όταν έβλεπε τον αλήτη. Όπως άλλωστε και του αλήτη όταν έβλεπε εκείνην, άσχετα αν δεν ήξερε πως να το εκφράσει και του έβγαινε σε επίθεση.
Το φθινόπωρο του ’74 βρήκε τον ήρωά μας μαθητή της πρώτης γυμνασίου στην Άρτα. Εκεί θα συνέχιζε το σχολείο με το υστέρημα του πατέρα του από το αίμα και τον ιδρώτα που κατέθετε εκείνος καθημερινά. Έτσι από τον μικρό Πλατανιά με τις λάμπες πετρελαίου, ο Άνδης βρέθηκε στο υπό ιερατική εποπτεία οικοτροφείο της Φανερωμένης. Στρατιωτικό σύστημα και εκκλησιαστικό περιβάλλον. Ήταν ένας εφιάλτης για το ανήσυχο πνεύμα του. Εκεί γνώρισε τον Θέμη που τακιμιάσανε και άρχισαν μαζί τα παραστρατήματα. Οι επαφές του με τη Θάλεια ήταν κάτι παραπάνω από σπάνιες. Αν και αυτό ήταν κάτι που τα δύο παιδιά το έφεραν βαρέως.
Έτσι, με τούτα και με κείνα πέρασε το γυμνάσιο, πέρασε το λύκειο, πέρασαν οι εξετάσεις για το πανεπιστήμιο, αλλά ο Άνδης δεν πέρασε σε καμία σχολή. Στους δικούς του, που εν τω μεταξύ είχαν μετοικίσει στην Άρτα, είπε ότι μπήκε στο Ιστορικό του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου. Ο Θέμης αντίθετα μπήκε στην Νομική Αθηνών. Δεκαοκτώ ετών και οι δυο τους βρέθηκαν στην πρωτεύουσα της Ελλάδας. Ο ένας για να σπουδάσει -και να χωθεί πιο βαθιά στον αριστερό χώρο- και ο άλλος για να αρχίσει την ενήλικη ζωή του χωρίς κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο. Βλέποντας και κάνοντας.
Την επόμενη χρονιά στην Αθήνα ήρθε και η Θάλεια, φοιτήτρια πλέον της Νομικής Αθηνών. Το κακό είναι ότι δεν ήρθε μόνη της. Στην πρωτεύουσα εγκαταστάθηκε όλη της η οικογένεια. Κάτι που όπως και στην Άρτα, αποτελούσε τροχοπέδη στην δυνατότητα των δύο νέων να βρίσκονται συχνά. Κάποια στιγμή ο κυρ-Αλέκος έμαθε ότι ο κανακάρης του δεν ήταν φοιτητής. Ήρθε, τον βρήκε στην Αθήνα και του ανακοίνωσε ότι τον ξεγράφει από γιο του. Από το σημείο αυτό ο Άνδης βρέθηκε χωρίς την πατρική επιχορήγηση, δουλειά πότε είχε, πότε δεν είχε, με την Θάλεια είχαν δεσμό αλλά δυσκολεύονταν πολύ να βρεθούνε… Κοινώς, χάλια μαύρα.
Όλα αυτά, τη συνέχεια και την κατάληξη της ιστορίας μπορείτε να τα βρείτε στο μυθιστόρημα «Ό,τι αγαπώ είναι δικό σου» του Γιάννη Καλπούζου που κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 2014 από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Η υπογραφή και μόνο του συγγραφέα αρκεί ώστε να είστε βέβαιοι πως το βιβλίο είναι ένα από τα πιο καλογραμμένα και ενδιαφέροντα μυθιστορήματα που κυκλοφορούν αυτή τη στιγμή στα βιβλιοπωλεία. Η γραφή του ταλαντούχου Γιάννη Καλπούζου -γνωστή μας από τα προηγούμενα δημιουργήματά του- ξεχωρίζει από το ποιητικό άρωμα που τη διαπνέει. Οι περιγραφές του μοναδικές, οι ήρωές του ξεχωριστοί και η πλοκή καλοδουλεμένη μέχρι την πιο μικρή της λεπτομέρεια. Όπως και τα άλλα του μυθιστορήματα, έτσι και το «Ό,τι αγαπώ είναι δικό σου» βρίθει από ηθογραφικά στοιχεία που του προσδίδουν μια ανεπανάληπτη γοητεία. Η έκφραση “αυτό το βιβλίο σε ταξιδεύει” βρίσκει και σε αυτό το μυθιστόρημα του Γιάννη Καλπούζου, την απόλυτη έφρασή της.
Όσο και για το τι κρύβεται ανάμεσα στις γραμμές…
…
Θα ‘θελα να δω, και σας κι άλλους κομματικούς χώρους, να στέλνετε τους γεωπόνους στελέχη σας να εκπαιδεύουν τους αγρότες για την καλυτέρευση της παραγωγής τους. Να τους συμβουλεύουν για τις νέες καλλιέργειες και πως να μην τους κατακλέβουν οι έμποροι. Να δω και τους γιατρούς σας στα χωριά να εξετάζουν αρρώστους και τους δασκάλους σας να παραδίδουν μαθήματα στους αναλφάβητους δωρεάν. Θα ήθελα να χαίρεστε όταν αυξάνονται τα εκλογικά ποσοστά σας επειδή συνβάλατε στην καλυτέρευση της ζωής των ανθρώπων κι όχι γιατί η αύξηση της αδικίας τούς έφερε με το μέρος σας. Να δίνετε ελπίδα στην αδικία με πράξεις, με προσφορά, και όχι να προσδοκάτε απ’ την αδικία και τον αδικημένο.
…
… συγκλονιστικά, ιδιαιτέρως χρήσιμα και πάντα επίκαιρα καλούδια.
Το ότι σας προτείνω να το διαβάσετε δεν θέλει καν ερώτημα. Ο Γιάννης Καλπούζος έχει να προσφέρει σε κάθε αναγνώστη του από απλή ψυχαγωγία μέχρι εξαιρετικής ποιότητας τροφή για σκέψη. Το τι θα πάρετε απ’ όλα είναι δική σας επιλογή. Καλή ανάγνωση.
[grbk https://www.greekbooks.gr/kalpuzos-giannis.person?filters=TotalSales&pageNo=1%5DΑπό το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Άμα στάξεις μια σταγόνα λάδι σε κρύο νερό, θα επιπλεύσει ολόσωστη. Όμως, αν στάξεις άλλη σε νερό που κοχλάζει, θα μοιραστεί σε δεκάδες μικρότερες. Τούτη ήταν κι η διαφορά της Θάλειας με τον Άνδη. Μέσα σε γυάλα περιοριζόταν ο κόσμος της, στους χίλιους ανέμους χόρευε εκείνου.
Ο έρωτας του Άνδη και της Θάλειας ξεκινά από την παιδική ηλικία. Στην πολυτάραχη πορεία του μπλέκονται μια νεκροκεφαλή-μυστήριο∙ ο αυταρχικός πατέρας κι η υποταγμένη μάνα∙ πόρνες, αντιεξουσιαστές, ιδεολόγοι κι ανθρώπινα αγρίμια∙ η μέγγενη της οικογένειας και του κοινωνικού περίγυρου∙ η ζωή στον απόμακρο οικισμό, στην επαρχιακή πόλη και στην Αθήνα∙ παρακμιακές καταστάσεις, δραματικές στιγμές, ερωτισμός κι αισθησιασμός∙ οι συνέπειες του Εμφυλίου ως πραγματικότητα και αλληγορία∙ διλήμματα που υπερβαίνουν τις αντοχές των ηρώων∙ η πάλη συναισθήματος-λογικής, οι διαδρομές της αλήθειας και η δύναμη της αγάπης.
Η εκρηκτική αφήγηση, η ευρηματική πλοκή, ο έντονος σαρκασμός, το χιούμορ, οι αναπάντεχες ανατροπές, ο στοχασμός και η σαγηνευτική γλώσσα κτίζουν ένα μυθιστόρημα-ωκεανό∙ του γλυκασμού και της αρμύρας, της σιωπής και της μελωδίας, των παθών και των παθημάτων.
Ένα μυθιστόρημα που γεμίζει φως και ψυχική ανάταση τον αναγνώστη.