Το σπίτι των Μπρούνι ήταν μια παλιά αγροικία, με τρίριχτη στέγη και υδρορροές φαγωμένες από τη σκουριά, ενώ τα παντζούρια από ξύλο βελανιδιάς, έχοντας χάσει κάθε ίχνος μπογιάς, είχαν αποκτήσει ένα ομοιόμορφο γκρίζο χρώμα. Βρισκόταν σε μικρή απόσταση από τον δρόμο κι απείχε καμιά πενηνταριά μέτρα από το στάβλο και τον αχυρώνα. Δεν υπήρχε σπίτι για τ’ αφεντικά, γιατί το κτήμα αποτελούσε μέρος της ιδιοκτησίας του συμβολαιογράφου Μπαρζίνι που κατοικούσε σε ένα μέγαρο στην Μπολόνια.
…
Ο στάβλος ήταν ένα επιβλητικό κτίσμα, που το μισό το χρησιμοποιούσαν σαν αχυρώνα το χειμώνα και σαν σιταποθήκη το καλοκαίρι, μετά τον θερισμό. Στο άλλο διαμέρισμα έμεναν οι αγελάδες με τα μοσχαράκια, τέσσερα ζευγάρια βόδια για όργωμα και ένας ταύρος για ζευγάρωμα.
…
Αυτές όμως δεν ήταν οι μοναδικές χρήσεις του στάβλου. Το κτίσμα ήταν γνωστό τοις πάσι ως «Ξενοδοχείο Μπρούνι». Ένα ιδιόμορφο ξενοδοχείο που πρόσφερε ένα αχυρένιο στρώμα και ένα πιάτο ζεστή σούπα σε όποιον το είχε ανάγκη τους μήνες του χρόνου που έκανε κρύο για να κοιμηθεί κάποιος στο ύπαιθρο. Οι “πελάτες” διέμεναν εκεί από μία μέρα έως αρκετές εβδομάδες και για αντάλλαγμα πρόσφεραν ότι είχαν, εάν είχαν… άλλος πρόσφερε εργασία ασκώντας την τέχνη του, άλλος έλεγε όμορφες ιστορίες διασκεδάζοντας τους θαμώνες -αλλά και τα μέλη της οικογένειας που το σπίτι το χρησιμοποιούσαν μόνο για φαγητό και ύπνο- και άλλος απλά την παρουσία του, ευχάριστη ή όχι… η πόρτα του Ξενοδοχείου ήταν πάντα και για όλους ανοικτή. Ήταν το καταφύγιο των φτωχών, των περιπλανώμενων και των απόκληρων!
Η ιστορία μας -η πιο σωστά η ιστορία του πολυγραφότατου και ταλαντούχου Ιταλού αρχαιολόγου, συγγραφέα και σεναριογράφου Βαλέριο Μάσιμο Μανφρέντι– ξεκινά τη νύχτα της 12ης Ιανουαρίου του 1914. Εκείνος ο χειμώνας ήταν ο πιο βαρύς που είχαν περάσει μέχρι τότε οι εν ζωή κάτοικοι του χωριού· δύο ώρες απόσταση με το κάρο από τη Μπολόνια.
Το πιο ζεστό μέρος στο κτήμα του Μπαρζίνι ήταν αναμφίβολα ο σταύλος, το Ξενοδοχείο. Τα χνώτα και τα σώματα των ζώων σε συνδυασμό με τα στεγνά άχυρα, έκαναν τον χώρο ιδιαιτέρως φιλόξενο, γεμάτο θαλπωρή. Το παγωμένο εκείνο βράδυ ήταν ότι έπρεπε για ξενύχτι με κόκκινο κρασάκι και ιστορίες για συντροφιά. Λογικά θα λέγονταν ιστορίες από τα περασμένα ή τα πολύ πολύ περασμένα, αλλά η άφιξη ενός μυστηριώδους ανδρός στην ταβέρνα του χωριού έκλεψε την πρωτοκαθεδρία από τα παλιά γεγονότα και έγινε το θέμα συζήτησης της βραδιάς.
Επρόκειτο για έναν αινιγματικό γενειοφόρο ξενομερίτη που, κατά τα λεγόμενα του, έφτασε στο χωριό τους περιμένοντας την άφιξη της Χρυσής Γίδας, την οποία μάλιστα υποστήριζε ότι είδε! Μα, η Χρυσή Γίδα, είναι ένας τοπικός θρύλος, που υπάρχει μόνο στις ιστορίες, όχι στην πραγματικότητα. Ένας μύθος που είναι συνδυασμένος με συμφορές…
…
Εκείνο το πράγμα… τη χρυσή γίδα. Ξέρετε καλά περί τίνος πρόκειται. Όταν εμφανίζεται έτσι ξαφνικά μια νύχτα σαν κι αυτή σ’ ένα μοναχικό ταξιδιώτη, το μόνο που μπορεί να σημαίνει είναι πως πρόκειται να συμβεί μια συμφορά. Την πρώτη φορά που έγινε αναφορά σ’ αυτήν ήταν πριν από σχεδόν τριακόσια χρόνια, και την επόμενη χρονιά ξέσπασε η μεγάλη πανούκλα που πήρε πάνω από πεντακόσιους ανθρώπους μόνο στο χωριό σας. Εμφανίστηκε πάλι περίπου εξήντα χρόνια αργότερα σε έναν καπουτσίνο μοναχό που, για να αποφύγει τη μεγάλη ζέστη, ταξίδευε μια αυγουστιάτικη βραδιά με προορισμό το μοναστήρι της Βινιόλα. Ύστερα από λίγους μήνες, οι Τούρκοι κατέλαβαν τις ανατολικές επαρχίες και στη συνέχεια την Αυστρία και μόνο από θαύμα δεν κατέλαβαν και την Ιταλία και δεν πήραν τη Ρώμη.
…
Η χρυσή γίδα εμφανίστηκε και πάλι πριν από δεκαοκτώ χρόνια, μια νύχτα με καταιγίδα, σε έναν έμπορο γουρουνιών που επέστρεφε από το παζάρι της Σάντα Άγκατα. Την είδε φωτισμένη από τη λάμψη ενός κεραυνού μέσα σε έναν κατακλυσμό βροχής. Ύστερα από έξι μήνες, οι τρεις γιοι του πέθαναν στη μάχη της Άντουα στην Αβησσυνία μαζί με χιλιάδες άλλους στρατιώτες μας.
…
Και να, σαν να ήταν όντως η θέαση της Χρυσής Γίδας σκοτεινό σημάδι, στα τέλη του Ιούλη της ίδιας χρονιάς η Αυστρία κήρυξε τον πόλεμο στη Σερβία. Στην Ιταλία άρχισαν αμέσως να ακούγονται φωνές που υποστήριζαν πως πρέπει να μπουν στο πόλεμο εναντίον της Αυστρίας για να ελευθερώσουν το Τρέντο και την Τεργέστη. Τελικά η Ιταλία μπήκε στον Μεγάλο Πόλεμο -όπως ονομάστηκε- την άνοιξη του 1915. Τότε ήρθε και το πρώτο προσκλητήριο κατάταξης στην οικογένεια Μπρούνι, που είχε δύο κορίτσια και επτά αγόρια. Επτά λεβέντες που πολέμησαν όλοι υπό την τρίχρωμη σημαία της πατρίδας τους με σθένος και τιμή.
Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος καταβρόχθισε χιλιάδες ζωές νέων ανδρών και από τις δύο πλευρές. Συνέτριψε κάτω από τις μπότες του ανθρώπινα μέλη, γεμίζοντας πόλεις και χωριά με σακάτηδες, και πήρε -από τους πιο τυχερούς- τρία χρόνια από την ζωή τους και ένα μεγάλο κομμάτι από την ψυχή τους που έμεινε στα πεδία των μαχών, στα χαρακώματα. Και οι επτά γιοί των Μπρούνι ήταν από τους τυχερούς. Επέστρεψαν στο σπίτι τους σώοι και αβλαβείς, εκτός από έναν που γύρισε με σφηνωμένο στους πνεύμονες του ένα θραύσμα. Σε ένα σπίτι όμως που ο πατέρας είχε αποβιώσει καθώς η καρδιά του δεν άντεξε την στενοχώρια από την απουσία των παιδιών του και την αγωνία για την τύχη τους.
Τότε άρχισε για τα μπαρουτοκαπνισμένα παλικάρια ένας νέος πόλεμος, ίσως πιο τρομερός από εκείνον που είχαν αφήσει πίσω. Ο πόλεμος της ζωής… ο πατέρας δεν υπήρχε πια, το κτήμα χρειαζόταν χέρια και μυαλό, δουλειές έπρεπε να μοιραστούν και αποφάσεις να ληφθούν, για να μην πούμε ότι είχε φτάσει πλέον ο καιρός ο καθένας τους να βρει μια σύντροφο και να κάνει οικογένεια!
Η ιστορία των Μπρούνι από τις αρχές του 1ου έως και την λήξη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου -όταν το καθένα από τα παιδιά είχε τραβήξει τον δρόμο του δημιουργώντας την δική του οικογένεια- σας περιμένει να την γνωρίσετε στο «Ξενοδοχείο Μπρούνι», του Βαλέριο Μάσιμο Μανφρέντι, που κυκλοφόρησε το Σεπτέμβριο του 2012 από τις εκδόσεις Ψυχογιός σε μετάφραση της Άμπυ Ραΐκου.
Το ταλέντο και το στυλ γραφής του πολυδιαβασμένου και αγαπημένου, σε εκατομμύρια ανά τον κόσμο, συγγραφέα είναι γνωστό. Το θέμα που επέλεξε σαγηνευτικό -πρόκειται για μια από τις πιο ενδιαφέρουσες περιόδους την σύγχρονης ιστορίας- και οι χαρακτήρες του… απλά ολοζώντανοι! Πιστεύοντας ότι θα χαρείτε και τις 417 σελίδες του όσο κι εγώ, σας προτείνω ανεπιφύλακτα να του δώσετε μια θέση στο κομοδίνο και κατόπιν στην βιβλιοθήκη σας! Ειδικά για τα κρύα βράδυα που μας περιμένουν στο προσεχές διάστημα είναι ότι πρέπει… θα μπείτε και καλύτερα στο κλίμα του ξενοδοχείου των Ανθρώπων, του Ξενοδοχείου Μπρούνι!
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
«Ας τους κάψουμε το στάβλο!» […]
«Ναι, ας τους κάψουμε το στάβλο!» φώναξαν όλοι σαν μεθυσμένοι και στράφηκαν με τις αναμμένες δάδες προς το κτίριο που υψωνόταν σκοτεινό στην απέναντι πλευρά του αλωνιού.
Οι Μπρούνι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους δακρυσμένοι, κατάπληκτοι και μην πιστεύοντας αυτά που συνέβαιναν: ήθελαν να κάψουν το μέρος των παραμυθιών και των φανταστικών ιστοριών, το καταφύγιο των φτωχών, των περιπλανώμενων και των απόκληρων. Ήθελαν να κάψουν το Ξενοδοχείο Μπρούνι!
Ένα ατμοσφαιρικό μυθιστόρημα που ταξιδεύει τον αναγνώστη στην Ιταλία του περασμένου αιώνα, στα χρόνια των Παγκόσμιων Πολέμων, μέσα από την ιστορία μιας οικογένειας και της προσπάθειά της για επιβίωση. Ο Μανφρέντι αποκαλύπτει μια άλλη πτυχή του συγγραφικού ταλέντου του, φέρνοντας στο προσκήνιο χαρακτήρες απλούς αλλά αξέχαστους, κι έναν άλλο κόσμο, λησμονημένο πια, όπου κυριαρχούσαν η αγάπη, το θάρρος και η ελπίδα.