Η ιστορία μας διαδραματίζεται την περίοδο του μεσοπολέμου, στο Μέικομπ· μια μικρή επαρχιακή πόλη της Αλαμπάμα, των ΗΠΑ. Εκεί, στον αμερικανικό νότο, ζει η Ζαν Λουίζ, που την φωνάζουν όλοι Σκάουτ, η ηρωίδα και αφηγήτρια του «Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια», της Λη Χάρπερ. Η Σκάουτ ζει μαζί με τον Άτικους Φιντς, τον πατέρα της, τον Τζεμ, τον αδερφό της, και την Καλπούρνια την μαγείρισσα που φροντίζει για την γενικότερη ευημερία της οικογένειας.
Η ηρωίδα είναι μικρότερη από τον αδερφό της, αλλά εξίσου δυναμική με ιδιαίτερη αδυναμία στις σκανταλιές και στα αγορίστικα παιχνίδια. Η μητέρα των παιδιών είχε πεθάνει όταν το κορίτσι ήταν δύο χρονών. Εμείς τους συναντάμε το καλοκαίρι που ο Τζεμ είναι δέκα και η Σκάουτ έξι ετών. Εκείνο το καλοκαίρι είναι που γνώρισαν τον Ντιλ. Ένα επτάχρονο αγόρι που θα περνούσε στο εξής τις καλοκαιρινές διακοπές του μαζί με την θεία του και γειτόνισσα των παιδιών.
Στην ίδια γειτονιά είναι και ένα πολύ ιδιαίτερο οίκημα. Το σπίτι της οικογένειας Ράντλεϊ. Ένα σπίτι -με συνεχώς κλειστές τις πόρτες και τα παράθυρα- καταθλιπτικό, παγερό, περιστοιχισμένο από τεράστιες βελανιδιές, που δεν σε προδιαθέτει θετικά απέναντι του. Επίσης θετικά δεν σε προδιαθέτουν και κάποιες ιστορίες-φήμες σχετικές με τους ενοίκους του, που έχουν δημιουργήσει ένα μύθο στον κόσμο των παιδιών. Πιθανότατα το γεγονός ότι η οικογένεια Ράντλεϊ είναι φανατικοί βαπτιστές -με όσα αυτό συνεπάγεται στον τρόπο που διάγουν την καθημερινότητά τους- να έχει συμβάλει στις φήμες αυτές.
Στον αντίποδα βρίσκεται το σπίτι της δεσποινίς Μόντι, που είναι πάντα ανοικτό για όλους. Η ιδιοκτήτρια του, παρά την κοφτερή γλώσσα της, δεν είναι ποτέ άδικη -όπως άλλες γειτόνισσές τους- και δεν ασχολείται ποτέ με τις ζωές των άλλων. Όσο για το πως φέρεται στα παιδιά; Μόνο αγάπη και τρυφερότητα τους μοιράζει απλόχερα!
Το καλοκαίρι των τριών παιδιών κυλά γοργά και δεν καταλαβαίνουν καλά καλά πως έφτασε το τέλος του. Ο Ντιλ αναχωρεί από Μέικομπ και τα δύο αδέρφια ετοιμάζονται σιγά σιγά για το σχολείο. Φέτος είναι η πρώτη χρονιά που η Σκάουτ θα πάει σχολείο.
Και να, έφτασε η πρώτη ημέρα της σχολικής της ζωής…
…
Όταν φτάναμε στην αυλή του σχολείου, ο Τζεμ μ’ έπιασε και μου εξήγησε ότι απαγορευόταν να τον ενοχλώ τις ώρες που θα είμαστε στο σχολείο, να τον πλησιάζω για να του γυρέψω να παίξουμε κάποιο από τα κεφάλαια του Ο Ταρζάν και οι Μυρμηγκάνθρωποι, να τον εκθέτω με σχόλια και αναφορές πάνω στην προσωπική του ζωή ή να σέρνομαι ξοπίσω του στα διαλείμματα και στη μεσημεριάτικη διακοπή. Εγώ θα ‘κανα παρέα με τα παιδιά της πρώτης κι εκείνος με τα παιδιά της πέμπτης. Κοντολογίς, έπρεπε να τον αφήσω ήσυχο.
«Θες να πεις ότι δε θα παίζουμε πια μαζί;» τον ρώτησα.
«Στο σπίτι θα ‘μαστε όπως και πριν», είπε, «αλλά στο σχολείο -θα δεις- είναι διαφορετικά».
…
Και όντως ήταν διαφορετικά. Πολύ διαφορετικά, δυστυχώς όμως όχι με την καλή έννοια. Πρώτη και καλύτερη η δασκάλα της, η δεσποινίδα Καρολάιν, που αν και νεαρή και χαριτωμένη, δεν ήταν αυτό που θα λέγαμε ένας καλοσυνάτος άνθρωπος. Το γεγονός ότι δεν είχε επαφή με το τι συμβαίνει στην πόλη και το ότι προσπαθεί να εφαρμόσει κάποιες νέες εκπαιδευτικές μεθόδους, δημιουργεί περαιτέρω προβλήματα· προστριβές και παρεξηγήσεις με τους μαθητές της.
Δύσκολη η πρώτη μέρα στο σχολείο. Δύσκολη και παράξενη. Παράξενη σχεδόν όσο και η συμπεριφορά της Καλπούρνια όταν γύρισε η Σκάουτ μετά το σχόλασμα στο σπίτι.
…
«Μου ‘λειψες όλη μέρα», μου είπε. «Μ’ έπιασε τέτοια μοναξιά, που έβαλα το ράδιο να παίζει πολύ πριν από τις δύο η ώρα».
«Γιατί; Έτσι κι αλλιώς, δεν μας έχεις ποτέ στο σπίτι· μόνο όταν βρέχει καθόμαστε μέσα με τον Τζεμ».
«Ναι, αλλά ξέρω ότι είστε κάπου εδώ κοντά και μπορώ να σας φωνάζω όποτε θέλω. Αναρωτιέμαι πόσες ώρες περνάω κάθε μέρα με το να σας φωνάζω και να τρέχω ξοπίσω σας και μόνο. Τόσες», είπε καθώς σηκωνόταν από τη καρέκλα της κουζίνας, «που να μην προφταίνω μετά να ψήσω ένα καρβέλι ψωμί. Και τώρα, δρόμο, έχω να στρώσω το τραπέζι».
Η Καλπούρνια έσκυψε και με φίλησε. Εγώ έφυγα από την κουζίνα γεμάτη απορία τι να την είχε πιάσει την Καλ.
…
Κουτσά στραβά πέρασε όμως η χρονιά και δύο μέρες μετά την λήξη των μαθημάτων, ήρθε ξανά στην γειτονιά ο Ντιλ. Άλλο ένα ενδιαφέρον καλοκαίρι γεμάτο παιχνίδια και περιπέτειες ξεκίνησε για τα τρία παιδιά. Και όπως όλα τα ωραία πράγματα έτσι κι αυτό πέρασε τόσο, μα τόσο γρήγορα…
Ο χειμώνας προμηνύονταν ήρεμος και βαρετός (σχολείο γαρ) για την Σκάουτ. Όμως κάτι ψίθυροι, που δεν άργησαν να γίνουν φωνές και κατακρίσεις, άρχισαν να ακούγονται γύρω από την οικογένεια τους. Ο Άτικους -δικηγόρος στο επάγγελμα- είχε αναλάβει την υπεράσπιση ενός νέγρου. Η κοινωνία του νότου των Η.Π.Α. δεν το έβλεπε αυτό με καλό μάτι. Όχι όλοι οι συντοπίτες τους βέβαια αλλά -αλίμονο- η συντριπτική πλειοψηφία αυτών, ακόμα και συγγενικά τους πρόσωπα. Η μετακόμιση δε, έστω και προσωρινή, της θείας Αλεξάνδρας από το Φιντς Λάντινγκ, στο σπίτι τους, μάλλον θα δυσκόλευε παρά θα διευκόλυνε τα πράγματα. Την θεία Αλεξάνδρα δεν θα την χαρακτήριζες και ως τον πιο εύκολο άνθρωπο.
Ποιο θα είναι το αποτέλεσμα της δίκης και πως θα επηρεαστεί από το αποτέλεσμα αυτό η μετέπειτα ζωή των ηρώων μας;
Αυτά τα ερωτήματα θα σας απαντηθούν καθώς θα διαβάζετε το «Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια», της Λη Χάρπερ. Στις ΗΠΑ πρωτοκυκλοφόρησε το 1960 και τιμήθηκε με το βραβείο Πούλιτζερ. Για την κυκλοφορία του στην ελληνική γλώσσα -σε μετάφραση της Βικτώριας Τράπαλη- είναι υπεύθυνες οι εκδόσεις Bell από το 1984.
Το «Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια» έχει να κάνει κυρίως με το ζήτημα των φυλετικών διακρίσεων. Φλέγον θέμα για την ανθρωπότητα εκείνη την εποχή αλλά -φευ- ακόμα επίκαιρο σε αρκετές γωνιές του πλανήτη μας. Πέρα όμως από το ζήτημα του ρατσισμού, το μυθιστόρημα της Λη Χάρπερ σκύβει πάνω από διάφορα κοινωνικά ζητήματα που μισό και βάλε αιώνα αργότερα δεν έχουν πάψει να απασχολούν τους ανθρώπους.
Για παράδειγμα το ζήτημα της σωστής ανατροφής των παιδιών… Ο τρόπος που ο Άτικους μεγαλώνει τα δύο του παιδιά δεν είναι ίσως ο ενδεδειγμένος τρόπος της εποχής και του τόπου που ζουν, αλλά είναι ένας τρόπος γεμάτος αγάπη και αλήθεια. Η σχέση που έχει με τα παιδιά του παρά την μεγάλη ηλικιακή διαφορά που τους χωρίζει -εκείνος είναι 50 ετών- έχει ουσία και βαθιές δυνατές ρίζες. Είναι μια ουσιαστική και όχι τυπική σχέση.
Άλλο θέμα, εκείνο του σχολείου… ενός θεσμού που ανά τους αιώνες δεν ενθουσίαζε, ούτε ενθουσιάζει ακόμα, τους μαθητές. Τα παιδιά που θέλουν να μάθουν, θέλουν να αποκτήσουν εμπειρίες αλλά με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που τους προσφέρουμε και τους επιβάλουμε εμείς οι μεγάλοι.
Αυτά και άλλα πολλά, ειδωμένα και σχολιασμένα από την παιδική ματιά και αντίληψη των ηρώων μας, σας περιμένουν στις 378 σελίδες του εν λόγω αναγνώσματος. Πιστεύοντας ότι θα απολαύσετε την ανάγνωσή του και θα σας δοθούν και αρκετά ερεθίσματα για σκέψη, σας το προτείνω ανεπιφύλακτα είτε είστε μικρός (έφηβος) είτε μεγαλύτερος σε ηλικία αναγνώστης.
Α, μην ξεχάσω! Το «Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια» έχει μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη: Σκιές και σιωπή – To kill a mockingbird – 1962, με τον Gregory Peck στον ρόλο του Άτικους! Δείτε τις εντυπώσεις μας από την ταινία αυτή, κάνοντας κλικ εδώ!
[grbk https://www.greekbooks.gr/lee-harper.person%5DΑπό το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
“Σκοτώστε όσες κίσσες θέλετε, αν μπορείτε να τις πετύχετε, αλλά να θυμάστε ότι είναι αμαρτία να σκοτώνεις τα κοτσύφια”.
Αυτή είναι η συμβουλή του δικηγόρου Άττικους Φιντς στα παιδιά του, καθώς ο ίδιος αποφασίζει να υπερασπιστεί στο δικαστήριο το πραγματικό “κοτσύφι” αυτής της υπέροχης ιστορίας, έναν νεαρό μαύρο…
Μέσα από τα παιδικά μάτια της Σκάουτ και του Τζεμ Φιντς, η Χάρπερ Λη εξερευνά με αναντίρρητη εντιμότητα και αστείρευτο χιούμορ τον παραλογισμό της στάσης των ενηλίκων απέναντι στις φυλετικές και κοινωνικές διακρίσεις στον Αμερικανικό Νότο της δεκαετίας του ’30.
Τα φαινομενικά γαλήνιο και ειρηνικό Μέικομπ της Αλαμπάμα είναι στην πραγματικότητα βουτηγμένο στην προκατάληψη, τη βία και την υποκρισία. Αλλά τη ναρκωμένη συνείδηση της πόλης θα συνταράξει το σθένος ενός ανθρώπου που αγωνίζεται για δικαιοσύνη…
Ένα από τα πιο αγαπημένα μυθιστορήματα που γράφτηκαν ποτέ, το “Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια” συγκαταλέγεται ανάμεσα στα αξιολογότερα κλασικά έργα της σύγχρονης λογοτεχνίας. Έχει κερδίσει πολλές διακρίσεις, μεταξύ των οποίων και το Βραβείο Πούλιτζερ, μεταφράστηκε σε πάνω από σαράντα γλώσσες και μεταφέρθηκε με μεγάλη επιτυχία στον κινηματογράφο.