Ζαπτιές (χωροφύλακας) στο Μεγάλο Χωριό -στα μικρασιατικά παράλια- εκείνη την εποχή, ήταν ο Μουσταφά. Ένας καλόκαρδος άνθρωπος που οι ρίζες του απλώνονταν στην Κρήτη. Η οικογένεια του, όταν εκείνος ήταν μικρό παιδί, αναγκάστηκε να έρθει στον Τσεσμέ -ο πατέρας του υπηρετούσε με το ζόρι στο σώμα των Τουρκοκρητικών- όταν ο τουρκικός στρατός εγκατέλειψε το νησί. Το όνομα και τα τούρκικα χαρτιά, όμως, δεν ήταν δυνατόν να αλλάξουν την αγάπη που ένιωθε για τους Έλληνες. Ίσως, μαζί με το τούρκικο, και λίγο ελληνικό αίμα να κυλούσε στις φλέβες του. Αυτήν την αγάπη ήρθε η ώρα και την απόδειξε. Εκείνος ήταν που ειδοποίησε τους χωριανούς για το κακό που ζύγωνε…
…
– Δάσκαλε, άσε το ναργιλέ και σε θέλω. Κάτσε εδώ κοντά μου, είπε ο Μουσταφά.
Παραξενεύτηκε ο δάσκαλος, μα δεν είπε κουβέντα. Τράβηξε την άδεια καρέκλα και κάθισε δίπλα του.
Ούτε και ο Μουσταφά μίλησε. Έβγαλε από τη βράκα του ένα κιτρινισμένο χαρτί και το έδωσε στο δάσκαλο.
Απορημένος εκείνος με φέρσιμο του ζαπτιέ, τράβηξε από το γιλέκο του τα ομματοϋάλια του, όπως τα έλεγε, και τα στερέωσε στη μύτη του. Με το που διάβασε τις πρώτες λέξεις το χέρι του κοκάλωσε. Κοίταξε το Μουσταφά. Είχε σκύψει το κεφάλι με το βλέμμα χωμένο στο ναργιλέ του. Σάστισε για λίγο, μα γρήγορα συνήλθε.
– Μετζίτη! φώναξε και τα λόγια του δεν έπαιρναν αντίρρηση. Παράτα τα όλα και τρέξε στους Μύλους να βρεις τον Κωσταντή του Σιδερή. Να τ’ αφήσει όλα και να λύσει το λατίνι του και να πάρει γύρα όλο το μπουγάζι. Να μηνύσει σε όλες τις τράτες ν’ αφήσουν τις καλάδες τους και να γυρίσουν. Αμέσως. Πρέπει να κάνουμε σύναξη των καπεταναίων σήμερα το βράδυ.
…
…είχε δοθεί σαφής εντολή από τον κεντρικό σταθμάρχη της χωροφυλακής στους υφιστάμενους του: «…η πατρίς επιβάλλει την υποχρέωσιν όπως έκαστος οπλίτης εκπληρώσει το καθήκον της γενικής σφαγής… υποχρεούται να φονεύσει τέσσαρες πέντε Έλληνες…».
Έτσι, μετά την ειδοποίηση του Μουσταφά και τις ορμήνιες του δασκάλου, μάζεψαν όπως όπως ότι μπόρεσαν από το νοικοκυριό τους και μπαίνοντας στα καΐκια πέρασαν απέναντι… στην Χίο… στην Ελλάδα… πριν τους προφτάσουν οι τσέτες και τους περάσουν από λεπίδι. Ένα ολόκληρο χωριό μέσα σε μια μέρα εγκατέλειψε τα πάτρια και έστησε τα νέα φτωχικά προσφυγικά σπιτάκια του σε ένα όρμο που είχε ένα παλιό ξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής. Της προστάτιδας τους από τότε που ζούσαν στον τόπο που ήταν νοικοκυραίοι… λίγα μίλια ανατολικότερα! Εκεί που γύρναγε κάθε λίγο και λιγάκι ο νους τους. Εκεί που είχε μείνει η καρδιά τους μαζί με όλο τους το βιός.
Άρχισαν να τους επισκέπτονται θύμισες από τα περασμένα και να τους κάνουν αρμένικες βεγγέρες… γλυκές αναμνήσεις από τότε που μόλις είχε έρθει ο δάσκαλος στο χωριό -με εντολή του δεσπότη- και έστησε το σχολειό, ανοίγοντας σ’ αυτό κάθε πρωί τους ορίζοντες των παιδιών και κάποια βράδυα στο καφενέ τους ορίζοντες των μεγάλων… ο δάσκαλος που έμαθε στα βλαστάρια του χωριού ότι δεν είναι ραγιάδες του πασά, αλλά Έλληνες σε τόπους που άλλοτε ήταν απ’ άκρη σ’ άκρη ελληνικοί…
Οι θύμησες των χωρικών αλλά και κάποιων άλλων προσώπων, οι αναμνήσεις του Μουσταφά και όσα έγιναν εκείνη την μαύρη περίοδο είναι μερικά μόνο από αυτά που θα συναντήσετε όταν διαβάσετε το βιβλίο του Γιάννη Καψή «Όταν οι άγγελοι πέθαιναν στη Σμύρνη». Και, φυσικά, πάνω απ’ όλα θα συναντήσετε στις σελίδες του, την Σμύρνη, το Παρίσι της Ανατολής όπως την έλεγαν.
Μικρασιάτης και ο ίδιος, ο μεγάλος κύριος της δημοσιογραφίας, αφιέρωσε στην πατρίδα των προγόνων του τρία βιβλία. Το «Χαμένες πατρίδες» (1960), το «Μαύρη Βίβλος» (1992) και πρόσφατα το εν λόγω ανάγνωσμα «Όταν οι άγγελοι πέθαιναν στη Σμύρνη» (2008), και τα τρία από τις εκδόσεις Λιβάνη.
Το δημοσιογραφικό δαιμόνιο του Γιάννη Καψή έχει μπολιάσει -πως θα μπορούσε άλλωστε αλλιώς- το συγγραφικό του ταλέντο, δίνοντας στο κείμενο μια ιδιαίτερη διάσταση. Αναλύονται στο βιβλίο γεγονότα, αίτια και αποτελέσματα, όλου αυτού που ονομάζουμε Μικρασιατική Καταστροφή, χωρίς όμως να χάνεται το λογοτεχνικό ύφος ούτε μία στιγμή.
Με ζωντανές και πολλές φορές σκληρές εικόνες μας μεταφέρει τα γεγονότα της εποχής προσπαθώντας -όσο είναι δυνατόν- να κρατήσει μια αντικειμενική στάση απέναντι σε αυτά. Η φράση «απόλαυσα την ανάγνωση» δεν μπορεί να λεχθεί για ένα βιβλίο αφιερωμένο στην Μικρά Ασία εκείνων των χρόνων. Το να διαβάζεις για τέτοια γεγονότα της Ιστορίας θεωρώ ότι είναι εμπειρία και σχολείο ταυτόχρονα.
Κατά την προσωπική μου άποψη το «Όταν οι άγγελοι πέθαιναν στη Σμύρνη», του Γιάννη Καψή, είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα βιβλία που θα βρείτε για την Μικρασία εκείνης της εποχής. Θαρρώ ότι άξια μπορεί να σταθεί δίπλα στα «Ματωμένα χώματα» της Διδώς Σωτηρίου, τόσο στην βιβλιοθήκη όσο και στην καρδιά σας. Διαβάστε το!
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Δυο αδερφοποιτοί, ο Αλέξης και ο Χασάν, βλέπουν τους δρόμους τους να τους φέρνουν σε αντίπαλα μετερίζια. Και δίνουν υπόσχεση όποιος σκοτώσει τον άλλον να του κλείσει τα μάτια. Δυο ερωτευμένα παιδιά σπαράζουν από την απελπισία όταν η κοπέλα αναγκάζεται να τουρκέψει. Κι ο Μουσταφά, ο Τουρκοκρητικός που δεν έχει ξεχάσει την τσικουδιά και τις μαντινάδες, ρίχνεται με το μαχαίρι του στους τσέτες για να σώσει την Αγγελικούλα κραυγάζοντας «Μουσουλμάνος είμαι, μπρε, μα την Παναγιά…». Ο θάνατος τη λυτρώνει, όταν αμέτρητες νεαρές παρθένες βιάζονται μέσα στις εκκλησίες.
Όλη η τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής μέσα από τις ζωές απλών ανθρώπων, Ελλήνων και Τούρκων, τα μίση, τα πάθη και τις συμφορές τους.
Και ένα συνταραχτικό ντοκουμέντο: Ο Κεμάλ παρακολουθεί αδιάφορος την πυρκαγιά της Σμύρνης, πίνοντας ρακή συντροφιά με την ερωμένη του. Κι όταν ο Ισμέτ Ινoνού τού ζητά να στείλει στο στρατοδικείο τον Νουρεντίν, τον Νέρωνα της Σμύρνης, διατάζει… να ρίξουν την ευθύνη στους Έλληνες.