Εκδόσεις Βακχικόν, 2020
Σελ. 122
Οι τέχνες και η λογοτεχνία μας βοηθούν να βρούμε προσωπικό χώρο. Μας φέρνουν κοντά στην αλήθεια ή το ψεύδος, μας δίνουν κάποια ελαφρυντικά για την άγνοιά μας και χρόνο να σκεφτούμε αυτό που νιώθουμε. Μας προσφέρουν ένα κόσμο οπουδήποτε κι αν βρισκόμαστε μέσα στον κόσμο, αλλά με μια μορφή που μοιάζει με ανοιχτή πόρτα…
Όταν ο άνθρωπος περιθωριοποιείται, ελέγχουμε τα σύνορα και υψώνουμε τείχη και μέσα στην οικογένεια, μειώνουμε απλώς τις δυνατότητές μας. Εάν υπάρχει κάτι όπως αυτό που λέμε «Άλλος», τότε όλοι είμαστε Άλλοι. Εάν δεν υπάρχει εναλλακτικός τρόπος να ζήσουμε τη ζωή μας παρά μόνο αυτός που έχουμε επιλέξει τώρα, θα καταλήξουμε «καρφιτσωμένοι», όπως οι πεταλούδες που μαζεύουν και καρφιτσώνουν οι συλλέκτες. Γινόμαστε εκθέματα μουσείου. Είναι σαν αφαιρεί κανείς τα ίδια του άκρα και δεν μπορεί να κουνηθεί…
Το βιβλίο «Οργισμένες μέρες» της Αρετή Καμπίτση είναι ένα έργο, για μια οικογένεια, παραδομένη μετά από κάποιο γεγονός, στο χάος, στο ψεύδος, στον φθόνο, στο μίσος, στην αρχομανία, στην εκδίκηση, στην τιμωρία, στον διχασμό και, σε μεγάλο βαθμό, στη δηλητηρίαση και την αυτοδηλητηρίαση. Και δεν μπορείς με τίποτα να δεις πώς θα ξεδιαλύνουν όλα αυτά στο τέλος, γιατί όλο αυτό είναι μια παρωδία μπλεξίματος τρελά μπερδεμένη και στρεβλή.
Η πενηνταεξάχρονη Άννα μαθαίνει στο τηλέφωνο από κάποιον άγνωστο, ότι ο άντρας της, ο Μάρκος, την απατά. Χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια της. Ο κόσμος της αποδιοργανώνεται. Είχε άσχημη ζωή, πικρές μνήμες κι αλήθειες, να της τύχει και αυτό τώρα. Στον δρόμο για τον Κολωνό κι αυτή Αντιγόνη. Μόνοι με τους μόνους…
Η πρώτη ενέργεια της Άννας είναι να βρει στοιχεία της μοιχείας. Ποια είναι η γυναίκα-φάντασμα; Στοιχεία ακράδαντα δεν υπάρχουν και η Άννα ταράσσεται τόσο ψυχολογικά, που την κάνει να καταρρεύσει. Θέλει να διώξει τον άντρα της, να πάρει διαζύγιο. Αλλά είναι δύσκολο για μια γυναίκα που έχει ασχοληθεί τόσο χρόνια με τα οικιακά, να βρει δουλειά και να ζήσει ανεξάρτητη. Η συγγραφέας κραυγάζει την υπαρξιακή δυσφορία της γυναίκας, για την εξάρτηση από τους άντρες, χωρίς τους οποίους όμως δεν μπορεί να ζήσει.
Η φίλη της Άννας, η Μαίρη, ο γιος της και ο άντρας της, για όλες τις υποψίες της, την αποκαλούν παρανοϊκή. Ο φόβος της Άννας είναι να μην την ακούν όταν έχει κάτι να πει. Μένει μόνη της. Πνίγεται στον πόνο και στην μοναξιά της. Και οι δυο σύζυγοι είναι γύρω στα εξήντα, το κάλλος της νιότης έχει περάσει, οπότε ο έρωτας έχει ξεθωριάσει. Ο έρωτας εκ μέρους της Άννας είναι πλέον χωρίς ανταπόκριση. Ο έρωτας, η αφοσίωση, η απόρριψη και η εξαπάτηση, σταδιακά μετατρέπονται σε σιγανό και παθιασμένο μίσος, εκδίκηση και ανταγωνισμό.
Η Άννα πάσχει από μια μορφή κατάθλιψης, που κανένας, εκτός από τον γιατρό της δεν γνωρίζει, αλλά και η μητέρα της ήταν σχιζοφρενής και είχε εμμονές, οπότε είχε διώξει τον άντρα της. Όλα όσα συνέβησαν στην παιδική της ηλικία, σε ένα σπίτι χωρίς πατέρα και μια μητέρα άρρωστη, στοιχειώνουν την Άννα. Όταν η Άννα δεν έχει πάρει αγάπη στην παιδική της ηλικία, δεν μπορεί μετά να δώσει αγάπη, ούτε να αγαπήσει τον εαυτό της. Η Άννα αρχίζει και ξεγυμνώνει την ψυχή της γλιστρώντας σε ταξίδια στη σκέψη, σε προσωπικούς κόσμους, σε οδυνηρές ενδοσκοπήσεις, σε δαιδαλώδεις ψυχολογικές και νοητικές διαδρομές.
Ποιος έχει δίκαιο τελικά, αυτή ή οι άλλοι τρεις; Ποια είναι η πραγματικότητα και ποια είναι η ψευδαίσθηση; Μήπως το παρελθόν στοιχειώνει το παρόν; Ποιος είναι ο άγνωστος που τηλεφωνεί ή είναι στη φαντασία της Άννας; Ποια είναι η φωτεινή και η σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού; Τα σκοτάδια μπορεί να γίνουν φως; Ποια είναι η συνειδητή ζωή και το υποσυνείδητο του καθενός;
Το κλίμα μέσα στο σπίτι γίνεται δυσοίωνο, σκοτεινό, παρανοϊκό, φθονερό, εκδικητικό, εφιαλτικό, συνταρακτικό. Η αιχμηρή ελλειπτικότητα με την οποία η Αρετή Καμπίτση κτίζει σταδιακά την αφήγησή της, ο τρόπος με τον οποίο ανεγείρει την ζήλια, τον φθόνο, το μίσος, την μοναξιά, την προδοσία, τον τρόμο των γηρατειών, την απειλή, την τρέλα μέσα από την αθωότητα του ενιαίου βλέμματος των χαρακτήρων της, αγγίζει τα όρια του ψυχολογικού θρίλερ.
Υπνοβατώντας στα όρια της κατάρρευσης, μια γυναίκα με την σπαταλημένη της ζωή, σέρνει τα δύσθυμα βήματά της μηρυκάζοντας τις σκληρές αναμνήσεις της πορεύοντας μόνη και ξαναζώντας τα παιδικά τραύματά της, άλλοτε η διεργασία του πένθους για την απώλεια, συνεχίζεται βασανιστικά στο τώρα της αφήγησης, άλλοτε οι απογοητεύσεις και οι σκληρές δοκιμασίες φαντάζουν αξεπέραστες, με το παρελθόν να ρίχνει το κίτρινο (το χρώμα της μνήμης και της τρέλας) αρρωστημένο φως του στο παρόν, καθώς μουχλιασμένοι ψίθυροι τρυπώνουν αίφνης στ΄ αυτιά της, ευφάνταστες ιστορίες κατρακυλούν στον νεροχύτη της και μπερδεμένες σκέψεις, όνειρα θολά και αδιευκρίνιστα συνοδεύουν την καθημερινότητα της. Υπερευαίσθητη η αφηγήτρια σε χρώματα, εικόνες και μυρωδιές που αναδεύουν τη μνήμη της και τις φαντασιώσεις της, αδυνατεί να γευτεί την ίδια τη ζωή και να διασχίσει την απόσταση που την χωρίζει από τον Άλλο, ακόμα και αν παρεμβάλλεται μόνο ένα τζάμι ή καθρέφτης.
Ματιά λοξή, σκέψεις καταπνιγμένες και καταχωνιασμένες στα βάθη της ψυχής, που ξεπηδάνε, ξεχύνονται πολλές φορές στρεβλές και παραμορφωμένες, δημιουργώντας καταστάσεις όπου το έκκεντρο αιφνιδιαστικά ενώνεται με το «κανονικό» για να το υπονομεύσει και να το αποσυνθέσει. Κείμενο που αναδίδει μια διάχυτη μελαγχολική ατμόσφαιρα, ιστορίες που κινούνται στο ημίφως, σε μια ασαφή και θολή επικράτεια που βρίσκεται κάπου μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, μεταξύ φαντασίας και ρεαλισμού, μεταξύ παραίσθησης και διαύγειας, ή μάλλον σε μια επικράτεια που είναι όλα αυτά ταυτόχρονα: κόσμοι που μοιάζουν με ένα παιχνίδι με πολλαπλά κάτοπτρα μεταξύ μνήμης, πραγματικότητας, φαντασίας και τρέλας.
Άσχημες και γερασμένες γυναίκες που προσδοκούν πολύ περισσότερα από την περιορισμένη ζωή τους και γι΄ αυτόν ακριβώς τον λόγο φλερτάρουν συνεχώς με την απογοήτευση και τη ματαίωση. Γυναίκες που δεν επιτρεπόταν να είναι οτιδήποτε άλλο πέρα από αυτό, που ο κλειστός τους κύκλος, θεωρούσε ότι έπρεπε να είναι. Γυναίκες με ήσυχη απελπισία ζουν την ταπεινωτική και σιωπηλή απόγνωση και περιθωριοποίηση. Γυναίκες απωθητικές και αποκρουστικές, που υφίστανται μια ολοκληρωτική ερωτική ήττα. Γυναίκες ψυχικά κατακρεουργημένες. Γυναίκες καταραμένες και πίνακες ζωγραφικής καταραμένοι. Γυναίκες με άδειες ζωές. Γυναίκες με μισή ζωή. Γυναίκες εξοργιστικά σκληρές, άλλοτε με εκπληκτική ενσυναίσθηση, είναι γυναίκες με ελάχιστες λείες επιφάνειες και πάμπολλες αιχμηρές γωνίες, που προσπαθούν να χωρέσουν όλες τις αντιφάσεις και τα πάθη τους, την αγωνία της ηλικίας, της αγάπης, της ζωής και του θανάτου. Γυναίκες που αναζητούν το όνομά τους, την ταυτότητά τους, το δίκιο τους. Το κυριότερο: τη φωνή τους. Γιατί η ιστορία που αφηγείται η συγγραφέας είναι η ιστορία όχι ενός απλά, αλλά πολλών εγκλημάτων. Εγκλημάτων ιδιωτικών, όπως η εγκατάλειψη, η μοιχεία, το ψέμα, η μοναξιά, τα γηρατειά, η τρέλα, η παραίσθηση, η αυτοκτονία.
Δομημένος λόγος, απολαυστική πένα, γραφή στοχαστική και στιβαρή, άμεση και τρυφερή, γλωσσική αρτιότητα, γλώσσα πλούσια και γλαφυρή, διεισδυτική ματιά στα γεγονότα, ονειρικής υφής κείμενο, λυρική συνομιλία με τις σκιές στις εντός μας σπηλιές και τα σκοτεινά μας μονοπάτια, σωριάζει στο χαρτί η συγγραφέας επίμονα ερωτήματα και κατεπείγοντα διλήμματα: γιατί η ψυχή νυχτώνει, ποια είναι τα κινήματα της ψυχής, ποια είναι η ροή της συνείδησης, είναι η άβυσσος που αν χαθείς μέσα της δεν επιστρέφεις ο ίδιος άνθρωπος που ήσουν πριν, η μνήμη είναι ένα διαρκές μαρτύριο, η κατάρα και η λύτρωση είναι ίδια λύση, γιατί φοβούνται εντός μας τα παιδιά, τι προσδοκούν οι απολελυμένοι, θα λυτρωθεί η ηρωίδα από τις τύψεις και τις ενοχές, το αδιανόητο κράμα της ανθρώπινης ύπαρξης, ποιο είναι το νόημα της ζωής, την ύπαρξη του (άφαντου) Θεού, υπάρχει αγάπη, μπορούμε να μην αγαπάμε ούτε τον ίδιο τον εαυτό μας, υπάρχει κατανόηση, υπάρχει εκδίκηση, υπάρχει θεία δίκη, υπάρχει αυτοδικία, υπάρχει ανθρώπινη δικαιοσύνη, πιάνουν οι κατάρες των αδικημένων αυτής της γης, παρηγοριέται η ανθρώπινη ψυχή, η μοιχεία θα τιμωρηθεί, υπάρχουν χθόνιες και σκοτεινές δυνάμεις, υπάρχει Ύβρις (αλαζονικός και προσβλητικός τρόπος απέναντι στους φυσικούς και ηθικούς κανόνες -άγραφοι ηθικοί νόμοι, οι οποίοι επέβαλλαν όρια στην ανθρώπινη δράση), Άτις (τύφλωση του νου), Νέμεσης (εκδίκησης) και Τίσις (τιμωρίας), υπάρχουν ψυχεδελικά όνειρα, υπάρχει άνοιξη στην Κόλαση, υπάρχει μουσική που δεν ηχεί, όπως η ενδόμυχη μουσική της μοναξιά μας, μπορούμε να δούμε εν ζωή τον εαυτό μας έξω από το σώμα, είναι το σκοτάδι το μόνο μας καταφύγιο, το κακό πάντα νικάει στο τέλος, είναι η ζωή χίλιες φορές πιο δύσκολη από κάθε θάνατο, έχουν όλα τα μέρη την ίδια απόσταση από τον Παράδεισο και είναι παντοδύναμος ο θάνατος;
Το βιβλίο «Οργισμένες μέρες» σε ταξιδεύει, σε αιχμαλωτίζει, σου αγγίζει την καρδιά, σε κάνει να αισθάνεσαι αυτή την παρηγορητική συντροφιά, που μόνο ένα καλό βιβλίο μπορεί να σου προσφέρει.
Κείμενο γραμμένο με τόση συγγραφική τέχνη και ωριμότητα, που παρά το θέμα του δεν προκαλεί θλίψη, παρά μόνο μια ζεστασιά και μια γλυκιά μελαγχολία. Κείμενο με ανατροπές σε δεδομένες παραδοχές, βαθιές τομές που αιμορραγούν πάνω σε συναισθήματα, που άλλοτε παρηγορούν κι άλλοτε απελπίζουν, με φράσεις συχνά μη αναμενόμενες, με χαρακτήρες που αποφεύγουν το άπλετο φωτισμό, με ελάχιστα στοιχεία που θα κατέγραφαν κάτι το οδυνηρό και συνταρακτικό, η συγγραφέας ισχυρίζεται πως ο κύκλος της εκδίκησης αιμορροεί και θα αποδώσει τιμωρία. Και μας πείθει.
Δεν είναι η αφήγηση της πραγματικότητας, είναι η ίδια η πραγματικότητα… Μια συγγραφέας αξιοπρόσεκτη, αξιανάγνωστη, στιβαρή. Ένα από τα δυνατότερα σημεία του συγγραφικού ταλέντου της Αρετή Καμπίτση είναι ότι αφήνει χώρο για να αναπτύξεις τη δική σου φαντασία. Αξίζει ωστόσο να μοχθήσει κανείς για να μπει στον Κήπο των Εσπερίδων της…
Γεννημένη στον Αστακό Αιτωλοακαρνανίας, η Αρετή Καμπίτση ζει μόνιμα στα Χανιά. Σπούδασε «Επιστήμες του Ανθρώπου και Λογοτεχνία» στο Τμήμα Ευρωπαϊκού Πολιτισμού του ΕΑΠ και αρθρογραφεί σε λογοτεχνικά περιοδικά. Εκτός από τις «Οργισμένες Μέρες», έχει γράψει διηγήματα, ποιήματα και ένα μυθιστόρημα με τίτλο «Μικροί Θεοί». Δύο διηγήματα της, μεταξύ των οποίων και το αυτοβιογραφικό «Γεννήθηκα δύο φορές», έχουν γίνει ταινίες μικρού μήκους.
Τραχανάς Κώστας