Έχει συμβεί κάποιες φορές –ελάχιστες ομολογουμένως- να διαβάσω κάποιο βιβλίο και να μην μπορώ αμέσως μετά την ανάγνωσή του να πω αν μου άρεσε ή όχι. Και αυτό γιατί αυτά που μου άρεσαν, είναι με την πρώτη ματιά, τόσα όσα και αυτά που δε μου άρεσαν. Ένα τέτοιο βιβλίο που τελείωσα την ανάγνωσή του λίγες ώρες πριν κάτσω να γράψω αυτές τις γραμμές, είναι και το: «Όλα ήταν τόσο μα τόσο υπέροχα» της Αναστασίας Καλλιοντζή. Ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε το 2001 από τον εκδοτικό οίκο Λιβάνη και του οποίου ο όγκος δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητος μιας και αποτελείται από 828 σελίδες!
Ηρωίδα του βιβλίου της Αναστασίας Καλλιοντζή είναι η Ζωή Ρήγα, μια 28χρονη συμβολαιογράφος παντρεμένη με ένα επιφανή δικηγόρο των Αθηνών και καθηγητή πανεπιστημίου, τον Ηλία Μακρή. Η Ζωή παντρεύτηκε τον Ηλία στα 24 της και μετά από ένα χρόνο απέκτησαν ένα γιό, τον Άγγελο.
Στην αρχή του βιβλίου βρίσκουμε την Ζωή την ημέρα των γενεθλίων της, όταν κλείνει τα 28. Έχει ως συνήθεια κάθε τέτοια ημέρα να κάνει μια αναδρομή και μια αξιολόγηση του παρελθόντος της. Έτσι και σήμερα ξεκινά αυτή την αναδρομή από την γέννησή της, όπως της την έχουν διηγηθεί ο πατέρας της ο Θωμάς και η μητέρα της η Χαριστούλα.
Η Ζωή γεννήθηκε στους Λειψούς, ένα νησί των Δωδεκανήσων, ανάμεσα στην Πάτμο και στη Λέρο. Είναι το δεύτερο παιδί του μπάρμπα-Θωμά και της Χαριστούλας, το μόνο όμως που ζει μαζί τους, μιας και ο γιος τους ο Στρατής έφυγε μετανάστης στην Τασμανία. Η Ζωή έμεινε στους Λειψούς μέχρι το τέλος του Δημοτικού σχολείου. Στα 12 της έφυγε για την Λέρο για να παρακολουθήσει τα μαθήματα του Γυμνασίου. Μετά την Λέρο ακολούθησε η Ρόδος όπου τελείωσε το Λύκειο και κατόπιν η Αθήνα όπου σπούδασε στην Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Μαζί με τις σπουδές στην Αθήνα, ήρθε και ο έρωτας ή μάλλον οι έρωτες σε μια πορεία αναζήτησης ενός άντρα έτσι όπως τον ήθελε η Ζωή. Μια πορεία που μετά από τέσσερις αποτυχημένες σχέσεις κατέληξε στη σχέση της με τον Ηλία, τον μελλοντικό της σύζυγο.
Έτσι λοιπόν παντρεύτηκε τον Ηλία, γέννησε τον Άγγελο και αμέσως μετά τη γέννα μετακόμισαν στο σπίτι των πεθερικών της, στην Βούλα Αττικής. Εκεί άρχισε ο εφιάλτης. Τον Ηλία άρχισε να τον νοιάζει μόνο η εικόνα που παρουσίαζαν προς τα έξω. Η Ζωή νιώθει ότι ζει σε μια φυλακή αφού τα πεθερικά της είναι κέρβεροι και ο Ηλίας αδιάφορος για το εάν η γυναίκα του είναι ευτυχισμένη. Σε αυτόν τον εφιάλτη έζησε τρία χρόνια τα οποία τελείωσαν την ημέρα που ξεκινά το βιβλίο και το καλοκαίρι στο οποίο η Ζωή αποφασίζει να αλλάξει τη ζωή της ριζικά. Ένα καλοκαίρι που θα κλείσει με ένα μεγάλο ταξίδι: Αθήνα – Καστοριά – Κωνσταντινούπολη – Ορεστιάδα – Τζιά – Γαύδος (το όμορφο νησί στο Λιβυκό πέλαγος κάτω από την Κρήτη) και σε μια εξάρτηση από τα ψευτομέντιουμ και τις γραμμές 090 (τα σημερινά 901…).
Το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση στο «Όλα ήταν τόσο μα τόσο υπέροχα», ήταν η γλώσσα που χρησιμοποιεί η συγγραφέας του. Χρησιμοποιεί την γλώσσα που ακούμε καθημερινά στη ζωή μας, χωρίς να έχει αφαιρέσει αυτές που λέμε «κακές λέξεις». Στην αρχή αυτό το πράγμα σε ξενίζει μιας και δε συνηθίζεται οι λογοτέχνες να χρησιμοποιούν αυτή τη γλώσσα. Παρ’ όλο πάντως που με ξένισε δεν με ενόχλησε στην ανάγνωση του βιβλίου και μερικές φορές μου προξένησε γέλιο.
Το δεύτερο πράγμα που μου έκανε μεγάλη εντύπωση και ήταν από αυτά που δεν μου άρεσαν, ήταν η συμπεριφορά και τα αισθήματα –ή σωστότερα η έλλειψη των αισθημάτων- της Ζωής προς τον γιό της. Ήταν στιγμές που έγινα έξαλλος βλέποντας την γυναίκα αυτή να θεωρεί σημαντικότερη την σχέση της με τον εραστή της, από την σχέση της με τον γιό της.
Το μπλέξιμο της ηρωίδας με τα ψευτομέντιουμ που -τάχα- προβλέπουν το μέλλον και τις γραμμές 090 που ξεκοκαλίζουν περιουσίες αφελών ανθρώπων είναι το μεγάλο ατού αυτού του βιβλίου. Βλέπεις πως ένας άνθρωπος μπορεί να καταστρέψει το μέλλον του ιδίου και της οικογένειάς του, μπλέκοντας σε αυτά τα σύγχρονα δίχτυα που εμπορεύονται τις αγωνίες και πουλάνε ελπίδα.
Εν κατακλείδι το βιβλίο αυτό της Αναστασίας Καλλιοντζή είναι ένα βιβλίο που σου κρατάει συντροφιά αρκετές ώρες (λόγω του όγκου του), φεύγει γρήγορα λόγω της γραφής που χρησιμοποιεί η συγγραφέας του και σου περνάει κάποια μηνύματα σχετικά με δρόμους που θα πρέπει να αποφεύγεις στη ζωή σου.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Ένα καλοκαίρι ήταν γραφτό να κρατήσει η ευτυχία. Και μετά το όνειρο εξελίχτηκε σε εφιάλτη. Αλλά όταν ήρθε η στιγμή που αποκαλύφθηκε ότι ο εφιάλτης δεν ήταν παρά ένα όνειρο, τότε η Ζωή αποφάσισε ότι άξιζε τον κόπο να δώσει και τη ζωή της ακόμη για να το ξαναζήσει.