Πριν πολλά πολλά χρόνια, σε μια όμορφη γωνιά της Ρωσικής επαρχίας -στο χωριό Νικόλσκογιε- ζούσαν η Μάσα και η μικρότερη της Σόνια. Δύο αγαπημένες αδερφές που όταν έμειναν ορφανές και από μητέρα, ο πατέρας είχε από καιρό μεταβεί εις τόπον χλοερόν, την φροντίδα τους ανέλαβε εξ ολοκλήρου η Κάτια, η παιδαγωγός τους. Η Μάσα τότε ήταν στα δεκαεπτά της χρόνια. Τα κορίτσια ήταν μοσχαναθρεμμένα και όσα κληρονόμησαν τους επέτρεπαν να ονειρεύονται ένα μέλλον χωρίς τις αγωνίες των περισσοτέρων ανθρώπων σχετικά με την εξασφάλιση των προς το ζην.
Αυτή η κληρονομιά όμως χρειαζόταν και κάποιον διαχειριστή. Κάποιον που θα ασχολούνταν με τα κτήματα, τους εργάτες, τις σοδειές, και όλα γενικά όσα έχουν να κάνουν με μία κατά βάση αγροτική περιουσία. Τον ρόλο αυτό ανέλαβε ο Σεργκέι Μιχαήλοβιτς· γείτονας, στενός φίλος του πατέρα τους και νονός της Σόνιας. Όταν ανέλαβε τον νέο του ρόλο ο Σεργκέι, είχε περίπου τα διπλά χρόνια από την Μάσα στην πλάτη του. Ευπροσήγορος, ευγενικός και τίμιος, μπήκε στην καθημερινότητα τους και έφερε σημαντικές αλλαγές, κυρίως στην ζωή της μεγαλύτερης αδερφής…
…
Ο Σεργκέι Μιχάηλοβιτς μ’ έμαθε να βλέπω τους ανθρώπους μας, χωρικούς, υπηρέτες, υπηρέτριες, διαφορετικά από πριν. Όσο παράδοξο και αν φαίνεται απ’ την πρώτη όψη -είναι όμως αναμφισβήτητη αλήθεια- πως ίσαμε τα δεκαεφτά μου χρόνια έζησα ανάμεσα σ’ αυτούς τους ανθρώπους πολύ πιο ξένη απ’ ότι θα ‘μουνα, γι’ ανθρώπους που ποτέ μου δεν είχα δει. Ούτε μια φορά δε σκέφτηκα πως και αυτοί μπορούσαν ν’ αγαπούν, να επιθυμούν και να λυπούνται, όπως και ‘γω. Ο κήπος μας, τα δάση, οι κάμποι που γνώριζα από τόσα χρόνια πήραν ξαφνικά καινούργια, ωραία όψη για μένα. Πολύ σωστά έλεγε ο Σεργκέι Μιχάηλοβιτς πως στη ζωή μια μόνο αναμφισβήτητη ευτυχία υπάρχει: να ζει κανείς για κάποιον άλλον. Αυτό μου φαινόταν παράδοξο εκείνη την εποχή, γιατί δεν το καταλάβαινα, ωστόσο όμως η πεποίθηση αυτή, σχεδόν ασυνείδητα, εισχωρούσε στην ψυχή μου. Ο κηδεμόνας μου, μου αποκάλυψε ολόκληρη ζωή από χαρές, χωρίς ν’ αλλάξει τίποτα στη ζωή μου, χωρίς τίποτα να προσθέσει, εκτός από τον εαυτό του, στην κάθε εντύπωση. Όλα κείνα, που από παιδί, άφωνα με κύκλωναν, ζωντάνεψαν μονομιάς. Και έφτανε να εμφανιστεί ο Σεργκέι Μιχάηλοβιτς, για να πλημμυρίσει η ψυχή μου από ευτυχία ανέκφραστη.
…
Τα αμοιβαία αισθήματα που αναπτύχθηκαν μεταξύ της Μάσα και του Σεργκέι, ήταν φυσικό επακόλουθο του συχνωτισμού δύο ψυχών που κατά τα φαινόμενα ταίριαζαν απόλυτα και ολοκληρωτικά. Έντονα συναισθήματα που όμως έμεναν καλά κρυμμένα. Για ποιο λόγο; Ο χαρακτήρας, η ανατροφή και οι κοινωνικές επιταγές του χώρου και του χρόνου που κινούνται οι δύο μας ήρωες, “υποχρέωναν” σε μια εκ διαμέτρου αντίθεση του “αισθάνεσαι” και του “φαίρεσθαι”. Μέσα πυρ και έξω πάγος!
Το πρέπον βέβαια θα ήταν ο Σεργκέι να πει πρώτος την τρισύλλαβη λέξη που είχε κατακλύσει την ύπαρξη και των δυο τους, αλλά το στόμα του ήταν πιο κλειστό και από στρείδι, και η γλώσσα του πιο ακίνητη και από τα αιώνια βουνά. Αυτό βέβαια δεν κράτησε και πολύ. Ο έρωτας και η μοίρα βρήκαν τους τρόπους να βάλουν το νερό στο αυλάκι και να το υποχρεώσουν να κυλήσει χαρούμενα και κελαρυστά. Ο γάμος έγινε και… έσονται οι δύο εις σάρκαν μία!
Η ζωή του νεαρού ζεύγους, τουλάχιστον τον πρώτο καιρό μετά τον γάμο, έγινε απτό παράδειγμα του όρου «Οικογενειακή ευτυχία»…
…
Ο άντρας μου υπήρχε μονάχα για μένα στον κόσμο και τον θεωρούσα τον πιο καλό, τον πιο τέλειο άνθρωπο. Γι’ αυτό και δεν μπορούσα να ζήσω παρά μονάχα για κείνον και η επιθυμία μου ήταν να ‘μαι στα μάτια του κείνη ακριβώς, που αυτός φαντάστηκε. Κείνος πάλι θεωρούσε πως ήμουν η πρώτη, η καλύτερη γυναίκα του κόσμου, προικισμένη μ’ όλες τις δυνατές αρετές. Κι εγώ προσπαθούσα να είμαι αυτή η γυναίκα στα μάτια του τελειότερου ανθρώπου στο κόσμο.
…
Το ζευγάρι όμως δεν κατοικούσε μόνο του στο πατρικό σπίτι του γαμπρού. Μαζί τους έμενε και η μητέρα του Σεργκέι. Η δεσποτική Τατιάνα Σιμιόνοβνα που έκανε τον γιο και την νύφη της να αισθάνονται ξένοι, φιλοξενούμενοι, στο απέραντο σπίτι της. Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους, που λίγους μήνες μετά τον γάμο, έφυγαν από το χωριό και εγκαταστάθηκαν στην Πετρούπολη. Στην πλανεύτρα πόλη που μάγεψε την Μάσα, βγάζοντας από μέσα της την κοσμική κυρία. Η λάμψη της πόλης την συνεπήρε και ο νέος τρόπος ζωής κυρίεψε την ύπαρξη της και της έγινε απαραίτητος. Δεξιώσεις, αστραφτερά ρούχα, καλοκαιρινές διακοπές στις λουτροπόλεις της Ευρώπης, έγιναν η καθημερινότητα τους.
Τρία μόλις χρόνια μιας σπάταλης κοσμικής ζωής κατάφεραν τα εξαφανίσουν ένα σημαντικό μέρος της περιουσίας τους αλλά κυρίως κατάφεραν να μετατρέψουν τον γάμο τους από μία ουσιαστική σε μια συμβατική σχέση. Η Μάσα ήταν διψασμένη για εμπειρίες και ο Σεργκέι δεν της χάλαγε χατήρι. Πίστευε ακράδαντα ότι η νεαρή σύζυγος του έπρεπε να ζήσει όσα κι εκείνος είχε απολαύσει όταν βρισκόταν στην ηλικία της.
Ένα καλοκαίρι όμως στο Μπάντεν και όλα όσα συνέβησαν εκεί, κατάφεραν να επαναφέρουν την σύνεση στο μυαλό της Μάσα και να οδηγήσουν στην επιστροφή του ζευγαριού στο χωριό. Η πεθερά είχε φύγει από την ζωή αλλά είχαν έρθει δύο αξιολάτρευτα παιδιά, ο Κοκόσα και ο Βάνια. Τον θρόνο της ευτυχίας στο σπιτικό τους είχε καταλάβει πλέον η τυπικότητα, αποβάλλοντας την προκαθήμενή της δια παντός. Κάποια στιγμή όμως, η Μάσα και ο Σεργκέι ξαναπλησίασαν ο ένας τον άλλο και έφεραν στην ζωή τους μια άλλου είδους ευτυχία, βασισμένη στην αμοιβαία αγάπη που ένιωθαν και κυρίως στην ύπαρξη των δύο τους παιδιών.
Όλα τα προηγούμενα συμβαίνουν σε ένα από τα όχι και τόσο γνωστά έργα του Λέοντος Τολστόη. Το αντίτυπο στο οποίο βασίστηκε αυτή η παρουσίαση-κριτική του «Οικογενειακή ευτυχία», εκδόθηκε από τις εκδόσεις Γκοβόστη, το 1993, σε μετάφραση από τα ρώσικα που φέρει την υπογραφή της Κοραλίας Μακρή. Το μέγεθος του είναι μινιόν, μόλις 131 μικρού μεγέθους σελίδες, και ίσως το μάτι σας να μην το εντοπίσει εύκολα. Αξίζει πάντως να το αναζητήσετε και να το προσθέσετε στην βιβλιοθήκη και στη λίστα των βιβλίων που έχετε διαβάσει.
Ο Ρώσος συγγραφέας έχει ένα μοναδικό τρόπο να περιγράφει το περιβάλλον μέσα στο οποίο κινούνται οι ήρωες του. Εντυπωσιακό όμως είναι ότι με την ίδια ευκολία και επιτυχία περνάει στο χαρτί -και μέσω αυτού στον αναγνώστη- τα συναισθήματα και τον ψυχισμό αυτών των ηρώων. Δικαίως ο Λέων Τολστόη συμπεριλαμβάνεται στους κλασσικούς. Αν δεν έχετε έρθει σε επαφή με την ταλαντούχα πένα του, το «Οικογενειακή ευτυχία» είναι μια πολύ καλή αρχή, μιας και υπολείπεται όγκου -σε σχέση με άλλα γνωστότερα έργα του συγγραφέα- αλλά όχι και αξίας. Καλή ανάγνωση!