Τα παιδιά της κατοχής αλλά και του εμφυλίου είναι παιδιά που γνώρισαν την έννοια «αγωνίζομαι» από τα γεννοφάσκια τους. Γεννήθηκαν και πέρασαν τα πρώτα χρόνια της ζωής τους σε καιρούς σκοτεινούς όπου ακόμα και τα στοιχειώδη δεν ήταν καθόλου μα καθόλου εξασφαλισμένα. Συγγενείς τους σκοτώνονταν από εχθρικά ή φίλια πυρά, ενώ στα σχολειά υπήρχε συσσίτιο μέσω του οποίου προσπαθούσαν να τους προσφερθούν έστω και ελάχιστες από τις θερμίδες που χρειάζεται ένα παιδί σε ανάπτυξη. Ένα από αυτά τα παιδιά ήταν και ο Μπάμπης Αναστόπουλος που γεννήθηκε το 1944 στο Βυζίκι Γορτυνίας. Ο αφηγητής και συγγραφέας του αυτοβιογραφικού «Οδευεβού» που κυκλοφόρησε το 2013 από τις εκδόσεις Captain Book.
Πρόκειται για ένα εξαιρετικό ανάγνωσμα, γραμμένο μάλιστα σε πολυτονικό, ένα κομπολόι στιγμών της ζωής του, όπου ο αναγνώστης προχωρώντας χάντρα-χάντρα θα γνωρίσει έναν κόσμο, μια Ελλάδα, κάποιους Έλληνες που σήμερα δεν υπάρχουν πια. Αν και η χρονική απόσταση των όσων παρουσιάζονται μέσα στις 394 σελίδες του είναι σχετικά μικρή απ’ τις μέρες μας, οι διαφορές στον κοινωνικό ιστό αλλά και στην ίδια τη χώρα μας είναι τεράστιες. Η αρχή φυσικά βρίσκεται στο Βυζίκι του εμφυλίου πολέμου. Τότε που γειτόνισσα του συγγραφέως ήταν η Μιχάλαινα που αγαπούσε όλους τους ανθρώπους και ειδικά τα παιδιά. Τότε που το μοναδικό παρασιτοκτόνο ήταν το DTT που το ψέκαζαν με ένα εργαλείο που ονομάστηκε Φλιτ απ’ τον ήχο που έκανε, τότε που τα μεγάλα δέντρα τα έκοβαν με ένα χειροκίνητο πριόνι, την καρμανιόλα, τότε που ο θείος Γιώργης σκοτώθηκε στον εμφύλιο από σφαίρα Έλληνα. Εικόνες από χρόνια περασμένα και αφημένα στα ράφια της λήθης.
…
Αργότερα εικόνες με το σχολείο μας, με τους τρεις ή τέσσερις δασκάλους και τα εκατόν είκοσι παιδιά. Πάρα πολλά ορφανά. Είτε από μάνα είτε από πατέρα. Φυματίωση, ασιτία, αδενοπάθεια, εμπλοκή στον τοκετό, Αλβανικό, Εμφύλιος, εργατικό ατύχημα κλπ.
Ο τρόμος μου μη μείνω κι εγώ ορφανός. Όταν αρρώστησε η μάνα μου από τύφο και νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο Πύργου για μήνα και βάλε μου είχε κοπεί η ανάσα ώσπου να ξαναγυρίσει. Από τότε μέχρι που ενηλικιώθηκα, καθιέρωσα μια προσευχή-συμφωνία με το Θεό: «να πεθάνουν οι γονείς μου μετά τα τριανταδύο μου χρόνια». Αν και γεράκος με άσπρα γένια, με θυμήθηκε ο Θεός. Ο πατέρας μου ακριβώς στα τριανταδύο και η μάνα μου όταν ήμουν πια σαρανταοκτώ. Pacta sunt servanda.
…
Θύμησες από τις πρώτες γνωριμίες με το σώμα το δικό τους αλλά και του άλλου φύλου, ιστορίες από τον Τρούμαν, το ατίθασο μουλάρι που το έκανε ζάφτι μόνο η θεία η Φωτεινή. Αλλά και μικρές ή μεγαλύτερες παιδικές σκανταλιές σε ένα χωριό τα χρόνια του εμφυλίου. Κατόπιν ο Πειραιάς το Σεπτέμβρη του ’56 με σκοπό κατά κύριο λόγο τη συνέχιση των σπουδών στο Γυμνάσιο.
…
Ένα χαρτόκουτο Νουνού δεμένο με σπάγκο σιζάλ διπλό. Δυο σώβρακα μαύρα με λάστιχο, εργόχειρο μητρικό. Δυο φανελίτσες. Δύο ζευγάρια κάλτσες για καλτσοδέτες. Μια μπλούζα μακό που φόρηγα και μια μέσα στο γαλοκούτι. Ένα πουκαμισάκι, δύο κοντοπαντέλονα και δυό-τρία μαντήλια.
Το απολυτήριο δημοτικού με τη βεβαίωση επιτυχίας στις εισαγωγικές του γυμνασίου απάνου απάνου καμαρώνανε. Και επιστέγασμα μια χεριά βασιλικά από τη γλάστρα της αυλής μας. Ζωντανά χαιρετίσματα στ’ αδέρφια μου από τη μάνα μας.
Ο κόσμος μου όλος συσκευασμένος σε μια σταλιά κουτί Νουνού.
…
Εκεί στον Πειραιά ο συγγραφέας άφησε για πάντα πίσω του την ανέμελη παιδική ηλικία και μπήκε στην βιοπάλη και στη ζωή των μεγάλων αν και ήταν μόλις δώδεκα χρονών. Μέσα από το υπέροχο αυτό γραπτό του παρελαύνουν άγνωστοι -έως τα τώρα- ήρωες του πολέμου της καθημερινότητας που πλέον μέσω του «Οδευεβού» λαμβάνουν το αντίδωρο της αθανασίας που προσφέρει ένα βιβλίο. Το μισθό τους για τις ευγενείς πράξεις τους προς τον συνάνθρωπο αλλά πρωτίστως προς την ίδια τους την ψυχή και τον δημιουργό τους.
Άλλωστε όπως τονίζει κάπου εκεί στις τελευταίες σελίδες και ο ίδιος ο συγγραφέας…
…
Θέλω να με γνωρίσεις όσο το δυνατόν καλύτερα. Την όμορφη πλευρά μου βέβαια. Τη γενιά μου, την εποχή μου, την ατμόσφαιρα που έζησα. Να γνωρίσεις την εμπάθειά μου και την εμμονή μου κατά της ρουφιανιάς και των ρουφιάνων. Δεν είναι από καλό σόι οι ρουφιάνοι. Παλιοράτσα είναι. Δική μας όμως. Σάρκα από τη σάρκα μας. Το μαύρο μας μισό, που λέγαμε.
Θέλω να μοιραστώ μαζί σου τα συμπεράσματά μου για την ανθρώπινη φύση. Που φωλιάζει μέσα της το καλό δίπλα στο κακό.
Την υπονομευτική δύναμη της εξουσίας και του χρήματος, που μεταλλάσσει τα παλικάρια και τα κάνει απόβλητα και σκουπίδια.
…
Αν το κατάφερε αυτό ο συγγραφέας; Το κατάφερε και με το παραπάνω. Ανέδειξε μέσα από το εξαιρετικά ενδιαφέρον, αληθινό και συναρπαστικό γραπτό του όλα τα στοιχεία που απάρτιζαν και συνεχίζουν να απαρτίζουν την ελληνική κοινωνία. Όλο το φάσμα, από σκουπίδια μέχρι διαμάντια. Από διαβόλους μέχρι αγίους. Από το πλέον άχρηστο έως το πιο πολύτιμο κομμάτι αυτού του κόσμου. Του κόσμου που κι εμείς είμαστε ένα μέρος του. Διαβάστε το, θα σας μαγέψει!
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
«Διακόσια πενήντα τό νοίκι σύν ἑκατό φῶς, νερό καί βόθρος, σύν ἐνενήντα τά δίδακτρα τοῦ νυχτερινοῦ, σύν τριακόσια τό φροντιστήριο Παχλιντζανάκη τῆς ἀδερφῆς μου, σύν σούξου μούξου, νά φᾶμε, νά πιοῦμε, νά ντυθοῦμε ἴσον μηδέν εἰς τό πηλίκο, ἴσον ἀπελπισία καί ἀπόγνωση γιά τόν ἀδερφό καί μάνα καί πατέρα μου, πού σήκωνε δεκάδες τόνους βιομηχανικά σίδερα τήν ἡμέρα μέ τό βασικό μεροκάματο.
Σέ ἀφεντικό τοῦ κατηχητικοῦ μέ δημητσανίτικες ρίζες. Ὄψη ὁσίου καλογήρου. Μέ γαλλικά καί εὐρωπαϊκή κουλτούρα. Μέ ἐργοστάσιο, μέ ἀδερφό ὑπουργό ναυτιλίας. Μέ γυναίκα βαρόνη, Γερμανίδα ἀπό τήν Τσεχία, ἀφράτη, κόκκινη καί καταδεχτική, πού μέχρι μπαρμπούνια μαρινάτα μᾶς ἔστειλε γιά ἐνίσχυση. Μιά θερία πιατέλα. Τά πετάξαμε γιατί σιχαινόμαστε τό ξένο φαΐ, ἀλλά καί γιατί ποτέ μας δέν τά εἴχαμε ξαναφάει…
…Τά χέρια τους τρούπια μπίτι. Δίνανε ἀβέρτα σέ φτωχολογιά, ὀρφανοτροφεῖα καί ἱδρύματα, μέχρι πού μείνανε στόν ἄσο. Ὁ Βασιλάκης τους, πού δέν μπόρηγε νά καθαρίσει μοναχός του τά μαγερεμένα τά ψάρια νά τά φάει, λοστρόμος στά βαπόρια ἀργότερα.
Παράλληλα, τούς πήρανε χαμπάρι οἱ μπαταχτσῆδες πελάτες τους καί τούς δώκανε τή χαριστική βολή καί τούς τινάξανε στόν ἀέρα.
Πολύ ἀργότερα, φαντάρος πιά, πῆγα τό προσκλητήριο γάμου τοῦ ἀδερφοῦ μου καί βρῆκα τή βαρόνη σ᾿ ἕνα ἰσόγειο τῆς πλατείας Ἀττικῆς, Ἀλκιβιάδου, μοῦ φαίνεται, νά καθαρίζει τά τζάμια της σκαρφαλωμένη, γριά γυναίκα, στό περβάζι τοῦ παραθύρου.
“Λόγῳ ἀνυπερβλήτου κωλύματος ἀδυνατοῦμε νά παρευρεθοῦμε στό γάμο σας. Ὁλοψύχως εὐχόμεθα βίον ἀνθόσπαρτον”. Τηλεγράφημα.
Πολύ καλά καταλαβαίνουμε κι ἐμεῖς ἀπό ἀνυπέρβλητα κωλύματα, ἀφεντικό…»