Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2020
Σελ. 301
«…Όταν οι Ρωμαίοι κατέλαβαν την Ιερουσαλήμ, δόθηκε εντολή να καταστραφεί ο Ναός. Ο δεύτερος Ναός. Οι τρεις τοίχοι έπεσαν, ο τέταρτος όμως αντιστεκόταν.
– Αντιστεκόταν;
– Αγωνιζόταν. Έδινε μάχη. Δεν μπορούσε να καταστραφεί. Δεν λύγιζε ούτε από τα σφυριά, ούτε από αξίνες, ούτε από τα ρόπαλα. Οι Ρωμαίοι έβαλαν ελέφαντες να τον σπρώχνουν, επιχείρησαν να του βάλουν φωτιά, επινόησαν ακόμη και την μπάλα κατεδάφισης. Τίποτα δεν μπορούσε να ρίξει τον τέταρτο τοίχο. Οι στρατιώτες ανέφεραν στον αξιωματικό ότι είχαν ρίξει τους τρεις τοίχους του Ναού. Εκείνος, αντί να παραδεχτεί ότι δεν μπορούσαν να κατεδαφίσουν τον τέταρτο, πρότεινε να τον αφήσουν όρθιο.
– Γιατί;
– Ως απόδειξη του μεγαλείου τους.
– Δεν καταλαβαίνω.
– Όταν οι άνθρωποι θα αντίκρυζαν τον τοίχο, θα μπορούσαν να φανταστούν τις ασύλληπτες διαστάσεις του Ναού και, επομένως, τον εχθρό που νίκησαν. Θα αντιλαμβάνονταν πόσο μεγάλος ήταν ολόκληρος ο Ναός. Ο Τζέικομπ στράφηκε στην Τζούλια:
– Δεν υπάρχει μια οργάνωση που ξανακτίζει εκ θεμελίων κατεστραμμένες συναγωγές; Ή όπως το μνημείο της 11ης Σεπτεμβρίου;
– Υπάρχει μια λέξη σχετικά. Την άκουσα κάποτε …Σουλ. Είναι στα Θιβετιανά
– Τι σημαίνει;
– Είναι ένα φυσικό αποτύπωμα, ένα ίχνος. Σαν ένα χνάρι.
– Το περίγραμμα του αγγέλου που κάνουμε όταν ξαπλώνουμε στο χιόνι…»
«Ιδού εγώ» Τζόναθαν Σαφράν Φόερ
«…Την δεκαετία του ΄60 ο Διονύσης Ζήβας ακολουθώντας την αρχιτεκτονική σχεδιαστική γραμμή του Άρη Κωνσταντινίδη, συνέθεσε ένα κτήριο μελετημένο σύμφωνα με τις ανάγκες του χρήστη, που ακόμη και αν δεν λειτουργεί ως ξενοδοχείο, να μπορεί να δεχθεί νέες χρήσεις εσωτερικά χωρίς να χάσει τον εξωτερικό του χαρακτήρα χαρίζοντας στην πόλη της Άρτας ένα στολίδι της εποχής του Μεταπολέμου. Η επανάχρηση του κτηρίου θα πρέπει να σεβαστεί την εξωτερική του μορφή και την ιστορία του. Το κτήριο θα έπρεπε να μελετάται στον περιβάλλοντα χώρο του, που είναι το σύνολο του περιβάλλοντος χώρου του Βυζαντινού Κάστρου και κατ΄επέκταση ο πολεοδομικός ιστός της πόλης της Άρτας…»
Ανακοίνωση του ΤΕΕ Άρτας, για το ερειπωμένο και εγκαταλελειμμένο εδώ και 30 χρόνια, Ξενία της Άρτας.
Είναι γνωστόν ότι το χτισμένο περιβάλλον εκφράζει στον χώρο και στον χρόνο τις κοινωνικοοικονομικές, πολιτικές και ιδεολογικές συνθήκες της κάθε εποχής, γενικότερα τον τρόπο ζωής μιας κοινωνίας. Την ίδια στιγμή όμως, επηρεάζει και διαμορφώνει τα πρότυπα των πολιτών σε ό, τι αφορά τον κτιριακό πολιτισμό (και όχι μόνον) μιας χώρας. Η σχέση είναι αμφίδρομη. Τα τελευταία χρόνια λόγω της οικονομικής κρίσης ο ιδιωτικός και δημόσιος χώρος όλης της Ελλάδας και κυρίως της Αθήνας έχει αφεθεί στη μοίρα του. Εγκατάλειψη, κακογουστιά και ερήμωση. Οι πόλεις έχουν μεταλλαχτεί σε αστική ζούγκλα, όπου εφαρμόζεται το δίκαιο του ισχυρότερου. Επεμβάσεις που έπρεπε να γίνουν σε ερειπωμένα κτίρια, μνημεία, δρόμους, πλατείες, οφείλουν να βασίζονται σε διεπιστημονικές συνεργασίες και μελέτες που θα λαμβάνουν υπόψη τους όλες τις παραμέτρους και θα σταθμίζουν τις ενδεχόμενες επιπτώσεις στον κοινωνικό ιστό. Διαδικασίες που ακολουθούνται στα περισσότερα μέρη του κόσμου, αλλά όχι βεβαίως στη χώρα μας. Γιατί κάθε επέμβαση στο ζωντανό και νεκρό σώμα των κτηρίων και της πόλης δεν είναι ποτέ ουδέτερη, έχει χρώμα και μάλιστα έντονο!!
Το βιβλίο «Ο πολιτισμός φαντασμάτων» δεν είναι μια «ιστορία φαντασμάτων». Είναι μια μελέτη για τον κόσμο των ερειπίων, αυτών των φωτεινών φαντασμάτων άλλων εποχών. Τα ερείπια όπως στέκουν σχεδόν μετέωρα σε σχέση με την κανονικότητα της καθημερινής ζωής, φθαρμένα ή μισογκρεμισμένα, α-τελή, αλλά και έμφορτα από κάθε λογής ψυχικά φορτία αλλοτινών εποχών, ως πλάσματα που υπάρχουν και δεν υπάρχουν, σε χώρους φασματικούς, μακριά από τους τρόπους ζωής που τα γέννησαν, συνιστούν κατεξοχήν διόδους στο χώρο του πνεύματος ή της ψυχής, σε πολλά πεδία όπως το συμβολικό, το επιστημονικό, το συναισθηματικό, του φρονήματος, της μέθεξης. Ο όρος «ερείπιο» χρησιμοποιείται εδώ διασταλτατικά: δεν σημαίνει μόνο χάλασμα, αλλά επίσης το μνημείο, το διατηρητέο, το παλιό, το παρατημένο. Επίσης ό όρος δεν αφορά μόνο το μεμονωμένο κτίσμα, αλλά και σε ολόκληρο περιβάλλοντα αστικά, ακόμα και φυσικά. Το ερείπιο είναι το «υπόλοιπο» ή το «ίχνος», κι εδώ με διασταλτική χρήση: το κτίριο του Ξενία Άρτας, ένας πύργος στο Λίγηρα, τα τείχη της Αρχαίας Αμβρακίας, ένα εργοστάσιο στο Μάντσεστερ της Αγγλίας της εποχής της βιομηχανικής επανάστασης, ένα τέτοιο κτίσμα του παρελθόντος σήμερα δεν είναι παρά ένα «υπόλοιπο», ένα «ίχνος», σε σχέση με τη λειτουργία και το ρόλο του τον καιρό της ανέγερσης.
Πώς γεννιούνται τα φαντάσματα; Με την καταστροφή σε καιρό πολέμου, που αποκαλύπτει με απόλυτη διαύγεια το μηχανισμό καταστροφής (Καρχηδόνα, Κόρινθος, Ιεροσόλυμα, Δρέσδη, Αμβούργο, Ναγκασάκι, Κομμένο Άρτας κ.α. -πολεοκτονία, urbicide, είναι η ηθελημένη θανάτωση μιας πόλης) και με την καταστροφή σε καιρό ειρήνης (δεν υπάρχει καλύτερο παράδειγμα από τη μεταπολεμική Αθήνα). Σε καιρό ειρήνης τα πνεύματα αυτά, αυτά τα φαντάσματα, ανθίζουν σε μαλακά, σε χάσματα και σε ρωγμές, που μπορεί να φέρει ο αργός ρυθμός της φθοράς.
Πολλές φυσικές καταστροφές (τσουνάμι, σεισμός, πυρκαγιά, καταστροφή από πυρηνική ενέργεια, όπως το Τσέρνομπιλ και η Φουκουσίμα, εποχή Μνημονίων όπου η ιδιοκτησία σχεδόν ποινικοποιείται με τον ΕΝΦΙΑ και το μέλλον των μνημείων τίθεται σε αμφισβήτηση κ.α.) μπορεί να γεννήσουν φαντάσματα σε κτίρια και σε μνημεία. Είναι ενδεικτική η περίπτωση της Λισαβόνας, που γκρεμίστηκε από τσουνάμι και σεισμό 9 Ρίχτερ το 1755 και όχι μόνο δεν σβήστηκε από το χάρτη, αλλά χτίστηκε από την αρχή με βάση τη λογική του Διαφωτισμού, οπότε η πορτογαλική πρωτεύουσα μεταμορφώθηκε σε μια σύγχρονη αστική πόλη. Άλλη περίπτωση είναι τα Σκόπια. Και αυτά χτυπηθήκανε από σεισμό το 1963 και η πόλη ισοπεδώθηκε. Η ανοικοδόμηση των Σκοπίων κράτησε τη δεκαετία του 1960 και του 1970 και η πόλη έγινε από αρχιτεκτονική άποψη, ένα εργαστήριο προχωρημένου διεθνούς Μοντερνισμού. Την ίδια εποχή η Αθήνα κατεδαφίστηκε με τις αντιπαροχές, χωρίς οποιονδήποτε κρατικό προγραμματισμό και χωρίς καμία κρατική επιχορήγηση…
Πολλοί αναρωτιούνται στην Ελλάδα: «Σε τι μπορεί να χρησιμεύσει σε μια τράπεζα ή στο κράτος ένα απαρχαιωμένο διαμέρισμα στην Κυψέλη ή την Άρτα;» Το πιθανότερο είναι να λειτουργήσουν ως το υλικό υπόβαθρο άυλων τίτλων που θα πωλούνται ως «ακίνητα Αθηνών, νησιών κ.α.» στα χρηματιστήρια του πλανήτη!!!
Πώς κρατάμε τα φαντάσματα ζωντανά; Υπάρχουν τρόποι επικοινωνίας με τις ψυχές των νεκρών, ακόμα και των νεκρών κτιρίων, όπως αυτών που έχουν ξεμείνει από παλαιότερες εποχές. Ένας τρόπος επέμβασης σε ένα κτίριο παλαιότερης εποχής είναι η αποκατάσταση ή η αναστήλωση.
Τι είναι αυτό που ενδιαφέρει συγκεκριμένα τις κοινωνίες σε σχέση με τα ερείπια, αυτά τα φαντάσματα αλλοτινών καιρών που μπλέκουν στα πόδια μας στη σύγχρονη ζωή; Υπάρχουν κάποιοι λόγοι: Συναισθηματικοί, Συμβολικοί, Πολιτικοί, Φρονηματικοί, Προπαγανδιστικοί, Επιστημονικοί, Επαφή με το παρελθόν της ανθρωπότητας.
Το δοκίμιο αυτό του Γιώργου Χατζηστεργίου, έχει να κάνει με τη διάσταση της «μετά θάνατον ζωής», όχι βέβαια από την πλευρά της θεολογίας, αλλά από την πλευρά της ζωής: πώς δηλαδή το παρελθόν εμπλέκεται στη ζωή, τη νοηματοδοτεί και την ενδυναμώνει. Το παρελθόν αν αξίζει, είναι για τα σημάδια που έχει αφήσει στο παρόν.
Το να περνάς την είσοδο παλιού σπιτιού, ενός ερειπίου, είναι σα να εισδύεις στην ιστορία του. Η μυρωδιά, το τρίξιμο στα πατώματα, τα σχέδια που αφήνουν στους τοίχους οι ξεφτισμένοι σοβάδες, η σιωπή, η μούχλα, τα πράγματα, που έχουν ρουφήξει ιδρώτες, χαρές και μόχθους των ανθρώπων. Όλα σε πάνε πίσω. Αλλά αν δεν κοιτάξεις πίσω, πώς θα πας μπροστά;
Η σιωπή κρύβει πάντα κάποια μουσική μέσα της. Δεν είναι η σιωπή των υψωμένων τοίχων των ερειπίων, αλλά η σιωπή που δημιουργεί έναν χώρο για να γεμίσουν. Με κάθε δευτερόλεπτο που περνά δημιουργείται περισσότερος χώρος. Παίρνει το σχήμα του ερειπίου.
Ποιος έχει ιδέα από την ερημιά των ερειπίων; Καμιά φορά εμείς είμαστε και η ερημιά και τα ερείπια. Όπως τα ερείπια υφίστανται φθορά με το χρόνο έτσι και το χοϊκό σώμα μας, οδηγείται στην απόλυτη φθορά.
Πόση συνάφεια έχει η Ελλάδα με τα φαντάσματα; Ο φυσικός τους χώρος είναι στους τόπους της υγρασίας και τους μακρούς χειμώνες βόρειων χωρών όπως η Αγγλία, η Γερμανία, η Σουηδία κ.α. Πού χωράνε στην Ελλάδα όπου κυριαρχεί το φως; Το «ίσον φως» που υμνεί ο Ανδρέας Εμπειρίκος «που μπορεί να κάνει οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου». Ευτυχώς που μας λούζει αυτό το φως. Μόνο που τα δικά μας φαντάσματα δεν έχουν σχέση με το φυσικό περιβάλλον. Όπως το έχει διατυπώσει ο Γιώργος Σεφέρης και ισχύει διαχρονικά για αυτόν τον τόπο, με διαφορετικούς τρόπους: «εδώ διαβαίνουν και θερίζουν χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα»…
Τι είναι αυτό που θέλγει τα ερείπια; Τα ερείπια ως «μισά», ως «ελλειμματικά», αφήνουν χώρο προς πλήρωση. Είναι χώρος ψυχοδιανοητικής ελευθερία και αναστοχασμού. Είναι βαθιά η ανάγκη του ανθρώπου για πληρότητα, «να μείνει μισός». Είναι η ερωτική αναζήτηση του «άλλου μισού». «Ως οι αν το ήμισυ εαυτών ζητώσιν ούτοι ερώσιν», δηλαδή ερωτεύονται αυτοί που αναζητούν το άλλο τους μισό (Διοτίμα, «Ερωτικά»). Αυτό που θέλγει, μεταξύ άλλων, στα ερείπια, είναι η υλικότητά τους.
Ένας κρίσιμος άξονας του Πολιτισμού των φαντασμάτων είναι η ανάδειξη της καταστροφής. Η καταστροφή είναι η καταστατική συνθήκη της ύπαρξης του ερειπίου. Όχι μόνο από ανθρώπινες δράσεις, που είναι βεβαίως καθοριστικές, αλλά και από την ποικιλότροπη φθορά που επιφέρει το πέρασμα του χρόνου. Απέναντι στην καταστροφή υφίσταται η έγνοια προς το ερείπιο, να διατηρηθεί και να στερεωθεί το ίχνος. Αυτή η έγνοια είναι και η προϋπόθεση της συντήρησης της υλικότητας, αλλιώς δεν μπορεί να κρατηθεί το ερείπιο, ούτε βέβαια να μας δώσει ερεθίσματα, να μας εμπνεύσει.
Θυμηθείτε:
Οι πεθαμένοι δεν έχουν αναμνήσεις.
Τα μνημεία είναι ένας κρυμμένος θησαυρός τρόπων και πολιτισμού.
Υπάρχει ποιητική των ερειπίων.
Όπου έρχονται αυτοί που θα ετοιμάσουν το μνημείο για να παραδοθεί στον τουρισμό, φεύγουν οι ποιητές.
Ότι ένα φάντασμα γίνεται ερωτεύσιμο.
Υπάρχει μεγάλη σχέση μεταξύ των ερειπίων και της κυρίαρχης πολιτικής εξουσίας.
Τα ερείπια έχουν προνομιακή σχέση με τα videogames.
Οι κατασκευές από οπλισμένο σκυρόδεμα δύσκολα προσφέρονται για ερείπωση.
Η χώρα που διαθέτει τεχνολογία αιχμής στον τομέα των χωροκατασκευών είναι η Ιαπωνία.
Κτίρια με ίσκιο και κτίρια χωρίς. Κτίρια χωρίς σκιά, που δεν έχουν την εγγενή δυνατότητα να ζήσουν ως φαντάσματα, είναι οι σύγχρονοι ουρανοξύστες.
Οι πέτρες έχουν φωνή και μιλάνε…
Δεν είμαστε μόνοι και δεν ερχόμαστε από το πουθενά.
«Πεθαίνουν τ΄ ακατοίκητα σπίτια
τα σπίτια των ανθρώπων πεθαίνουν.
Η σιωπή τους σκεπάζει τις κραυγές μας…»
Τα κτίρια ζουν όσο τα κατοικούν και τα λειτουργούν άνθρωποι. Χωρίς αυτούς παρακμάζουν.
Τι και να κατέρρευσαν ο θόλος και οι τοίχοι; Τι κι αν δεν υπάρχει πια ναός; Τώρα σκέπει αυτόν τον χώρον ο ουράνιος θόλος, ανώτερος, υψηλότερος από τον άλλον, ανώτερος, υψηλότερος και αδιάσειστος, γεμάτος αιωνιότητα και φως…
Το κάθε βιβλίο είναι μια αφορμή «να πάμε τη συζήτηση πιο πέρα».
«Ο πολιτισμός των φαντασμάτων» αναπτύσσεται με την ώσμωση των επιμέρους επιστημονικών ειδικοτήτων όπως η ιστορία, η κοινωνιολογία, η αρχαιολογία, η αρχιτεκτονική, η μηχανική και άλλες, σε συνδυασμό με πεδία όπως η ποίηση και η λογοτεχνία, ώστε ενδυναμωμένες οι δημιουργικές επιρροές του παρελθόντος να μπορέσουν να εμφανιστούν στο «μεταξύ», στο κενό που επιφέρει η καταστροφή – κάτι σαν τα λουλούδια που ανθίζουν στις ρηγματώσεις των ερειπίων.
Το βιβλίο αυτό είναι μια υποδειγματική έκδοση, εξαιρετικής ποιότητας, που απευθύνεται στο ευρύ κοινό, με εύληπτες, ζωντανές και ποιητικές περιγραφές και χωρίς τον υπερβολικό φόρτο αναφορών και παραπομπών. Τα κείμενα συνοδεύονται ιδανικά από φωτογραφίες και εποπτικό υλικό. Σκοπός του Γιώργου Χατζηστεργίου είναι να φτάσει σε ένα ικανό προορισμό, παρά τις δυσκολίες του ταξιδιού. Πολιτικός μηχανικός είναι και όχι συγγραφέας, που έχει σκοπό να μοιραστεί με τον αναγνώστη, ένα μέρος των τεχνικών του εμπειριών. Μελετητής των ερειπίων είναι, που βρίσκεται ενώπιον ενός υπαρκτού αλλά αφανούς πεδίου -του παρελθόντος, χωρίς να γυρίζει την πλάτη του στο μέλλον. Το βιβλίο αυτό δουλεύτηκε επί δεκαετίες με βάση τα προσωπικά και συλλογικά βιώματα του συγγραφέας, τις πραγματολογικές μελέτες, αλλά και τις εμπειρίες από την ενασχόληση του ως πολιτικός μηχανικός με τις κατασκευές του παρελθόντος.
Ρέουσα γλώσσα, συναρπαστική αφήγηση, γραμμένη σε απαράμιλλο ύφος, από ένα μεγάλο επιστήμονα και συγγραφέα. Πλούσιο και διαυγές δοκίμιο, ποιητικό και ενδοσκοπικό, τεχνικό και πολιτικό.
Ένα έξοχο βιβλίο χτισμένο με ανθρώπινα υλικά, θεμελιωμένο σε στέρεη γνώση και νηφάλια προσέγγιση της κατασκευαστικής πραγματικότητας των ερειπίων. Διαβάζετε απνευστί. Πρόκειται για το καλύτερο βιβλίο, που διαβάσαμε το 2020.
Ο Γιώργος Χατζηστεργίου γεννήθηκε στα Τρίκαλα το 1955. Σπούδασε Πολιτικός Μηχανικός στο ΕΜΠ και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην Αγγλία. Διατηρεί στην Αθήνα Γραφείο Μελετών ειδικών τεχνικών έργων και είναι μέλος επιστημονικών επιτροπών του ΤΕΕ και του ΥΠΕΧΩΔΕ, καθώς και συγγραφέας των βιβλίων ΣύνΕργον με αντικείμενο τεχνολογικά και οικονομικά ζητήματα των κατασκευών. Στον κόσμο των ιδεών έχει εμφανιστεί με μια σειρά δοκιμίων στο Βήμα της Κυριακής και στα «Ενθέματα» της Κυριακάτικης Αυγής, όπου με όχημα τις κατασκευές και τα τεχνικά έργα επιχειρείται η διερεύνηση γενικότερων κοινωνικών εξελίξεων. Έργα του είναι (στο πεδίο της λογοτεχνίας): Μικρή πόλη, μεγάλα μυστικά (2000), Σου έχει μείνει καθόλου περιουσία; (2008), Έξοδος (2011), Χορός μεταμφιεσμένων (2016), Αποτύπωμα γυναίκας (2018) και (στο πεδίο των ιδεών): Η γη τρέμει. Άνθρωποι και κατασκευές σε έναν κόσμο που αλλάζει (2009) και Ο πολιτισμός των φαντασμάτων (2020), όλα από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια. Σε αγγλική μετάφραση κυκλοφορεί το Έξοδος (με τίτλο NaesAnaes) και το Χορός μεταμφιεσμένων (με τίτλο MasqueradeBall). Το site του συγγραφέα είναι το ergon.civilergon.com.
Τραχανάς Κώστας