Η Ναταλί εδώ και μέρες έχει βάλει στο μάτι ένα κουταβάκι της Ζίνας. Το κοιτάζει να θηλάζει την μαμά του και να μεγαλώνει μέρα τη μέρα, αγαπώντας το όλο και περισσότερο. Είναι μαύρο, σγουρομάλλικο, με άσπρες βούλες και θέλει να το πάρει δικό της. Η μαμά της; Ούτε που να ακούσει για σκύλο!
Βέβαια η Ναταλί το είχε προβλέψει αυτό, κι έτσι έβαλε μπροστά τα μεγάλα μέσα: Καλόπιασε τον μπαμπά της. Δυστυχώς όμως κι εκείνος αρνήθηκε. Μέγιστο επιχείρημα της μαμάς; Οι τρεις φορές την ημέρα βόλτα που θα χρειαζόταν. Του μπαμπά; Η αναγκαστική μεταφορά του σκυλάκου κάθε σαββατοκύριακο στις Σπέτσες, ταξίδι που η οικογένεια συνήθιζε να κάνει. Ποιο ξενοδοχείο θα τους δεχόταν;
Αυτό όμως, το αν θα κάνουν το χατήρι της μονάκριβής τους Ναταλί για το κουταβάκι, ήταν το πιο μικρό που τους απασχολούσε. Ο μπαμπάς της, ο Περικλής, αποφάσισε να πάρει στεγαστικό δάνειο από την τράπεζα, έτσι ώστε να αποκτήσουν το δικό τους σπίτι. Ήταν βέβαια πολύ ευχαριστημένος από το ισόγειο του διώροφου νεοκλασικού κτιρίου που έμεναν με ενοίκιο. Ο ιδιοκτήτης του, ο Πέτρος, ζούσε μόνος του στον επάνω όροφο και είχε φιλικές σχέσεις με την οικογένεια των ενοικιαστών. Όταν ακούει τα σχέδια του Περικλή, του κάνει μια πρόταση που κανείς δεν μπορεί και δεν θέλει να αντισταθεί. Γιορτινή ατμόσφαιρα επικρατεί στο σπιτικό τους! Εκτός αυτού, περιμένουν βλέπετε, πως και πως, να καλοδεχτούν τον αγαπημένο τους Στάθη.
…
Το βράδυ μαζεύτηκαν όλοι γύρω από το τραπέζι. Έτρωγαν, έπιναν, κρέμονταν από τα χείλη του Στάθη, που μιλούσε για το Ιράκ και τη Βαγδάτη… Η Ναταλί δεν τα καταλάβαινε όλα. Δεν ξέρει καν κατά που πέφτει το Ιράκ. Όσο για τη Βαγδάτη, την ξέρει από τις περιπέτειες του Αλαντίν.
…
Καμιά σχέση βέβαια δεν έχουν οι διηγήσεις του Στάθη με τον ήρωα των παραμυθιών. Ο δημοσιογράφος-σκιτσογράφος αφηγείται στους φίλους του, την καθημερινή ζωή των Ιρακινών. Τις τεράστιες λεωφόρους, τα πλούσια παλάτια, τα πανεπιστήμια, τον μεγαλοπρεπή Τίγρη, τα όμορφα ξενοδοχεία, τα αραβουργήματα, τους αμύθητους θησαυρούς, αλλά μεταφέρει και το εναγώνιο ερώτημά τους: Θα γίνει πόλεμος ή δεν θα γίνει; Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει σ’ αυτό το ερώτημα παρά μόνο της γης οι μεγάλοι…
Μετά τη σχολική γιορτή της 25ης Μαρτίου, όπου ο κύριος Πέτρος παρατήρησε το πόσο σωστή και εύηχη φωνή είχε, η Ναταλί ξεκινά με μεγάλη χαρά μαθήματα πιάνου.
…
Η μουσική, γλυκιά μου, δεν είναι ένα ΠΡΕΠΕΙ αλλά ένα ΘΕΛΩ. Στο σχολείο, στο σπίτι, μας επιβάλλονται ένα σωρό ΠΡΕΠΕΙ. ΠΡΕΠΕΙ να ξυπνήσεις στην ώρα σου, ΠΡΕΠΕΙ να πιεις το γάλα σου, ΠΡΕΠΕΙ να πας σχολείο, ΠΡΕΠΕΙ να μάθεις ιστορία, μαθηματικά, γεωγραφία, φυσική. Όταν γυρίσεις στο σπίτι ΠΡΕΠΕΙ να μελετήσεις, ΠΡΕΠΕΙ να πλύνεις τα δόντια σου, ΠΡΕΠΕΙ να πας για ύπνο. «Μη διαβάζεις, κοριτσάκια μου» σου λέει η μαμά. «Θα χαλάσεις τα μάτια σου. ΠΡΕΠΕΙ να σβήσεις το φως. Αύριο ΠΡΕΠΕΙ να ξυπνήσεις νωρίς». Κι είναι τα ΘΕΛΩ της ημέρας μετρημένα στα δάκτυλα. Τουλάχιστον, ας είναι τα ΘΕΛΩ δικής σου επιλογής. ΘΕΛΩ να μάθω πιάνο, ΘΕΛΩ να διαβάσω αυτό το βιβλίο, ΘΕΛΩ να παίξω με τη φίλη μου, ΘΕΛΩ ν’ ακούσω αυτό το σιντί.
…
Ο Στάθης γυρίζει από την νέα αποστολή του στο Ιράκ, έχοντας μαζί του ένα πολύτιμο φορτίο. Κουβαλά στην αγκαλιά του ένα μικρό και εξασθενημένο κορίτσι που κατάφερε να απομακρύνει από τα ερείπια της βομβαρδιζόμενης Βαγδάτης. Ένα διόλου εύκολο εγχείρημα στο οποίο όλοι οι καλοί Άνθρωποι έβαλαν το χέρι τους για να στεφθεί με επιτυχία και να φτάσει η μικρή στη γενέθλια χώρα -κατά τα λεγόμενα του ηλικιωμένου γείτονά της- της μητέρας της. Όταν φτάνουν στην Ελλάδα, ο Στάθης πηγαίνει την μικρή σπίτι του. Το κορίτσι ψήνεται στον πυρετό. Η Ειρήνη (μαμά της Ναταλί) σπεύδει να βοηθήσει και η μικρή συνέρχεται κάπως αν και παραμένει ανόρεχτη και βουβή. Παρατηρεί πως η μικρή Μαρία φαίνεται σαν να διαβάζει στο παραμύθι που της έδωσαν, το κείμενο που είναι γραμμένο στα ελληνικά. Έτσι, αφού η Μαρία παραμένει αμίλητη, η Ειρήνη επιχειρεί ένα διαφορετικό τρόπο επικοινωνίας.
…
Η Ειρήνη έβαλε τέρμα στις ζωγραφιές. Πήρε τον κόκκινο μαρκαδόρο κι έγραψε με κεφαλαία γράμματα:
Ο ΣΤΑΘΗΣ ΘΑ ΣΟΥ ΦΕΡΕΙ ΚΙ ΑΛΛΗ ΣΟΚΟΛΑΤΑ.
Σαν να χαμογέλασε η μικρή.
Η Ειρήνη συνέχισε να γράφει:
ΕΜΕΝΑ ΜΕ ΛΕΝΕ ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΙ Σ’ ΑΓΑΠΩ ΠΟΛΥ!
Η Μαρία, διάβασε, πέταξε τη μισοφαγωμένη σοκολάτα κι έπεσε χάμω μπρούμυτα, κλαίγοντας γοερά. Η Ειρήνη, ταραγμένη, γονάτισε πλάι της, τη χάιδεψε και της είπε γλυκόλογα:
– Μωρό μου, παιδάκι μου! Γιατί κλαις, αγαπούλα μου, γιατί κλαις; Μίλησε μου, καρδούλα μου!
Έκανε να την αγκαλιάσει, η μικρή σήκωσε το κεφάλι, τα μάτια της άστραψαν από το θυμό. Έκανε να μιλήσει, δεν τα κατάφερε. Άρπαξε το μαρκαδόρο κι έγραψε πάνω στην κόλλα:
ΔΕ ΣΕ ΛΕΝΕ ΕΙΡΗΝΗ
ΕΙΡΗΝΗ ΛΕΝΕ ΜΟΝΟ ΤΗ ΜΑΜΑ ΜΟΥ
…
Αν και η γραφή είναι μια κάποια γέφυρα επικοινωνίας, το μικρό παιδί παραμένει κλεισμένο στον εαυτό του. Θρηνεί την βαριά του απώλεια, όντας φοβισμένο και για το τι του επιφυλάσσει το μέλλον. Ένα μέλλον που τόσο ο Στάθης όσο και οι φίλοι του θα προσπαθήσουν να κάνουν όσο πιο φωτεινό γίνεται. Θα τα καταφέρουν άραγε;
Απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα σας δοθεί όταν διαβάσετε το «Ο πόλεμος, η Μαρία και το αδέσποτο», της Ζωρζ Σαρή, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη, το Νοέμβριο του 2003.
Το μυθιστόρημα αυτό της μεγάλης κυρίας των ελληνικών γραμμάτων έχει πολλά να πει για τον πόλεμο, την αλληλεγγύη, και τον αγώνα που δίνουν καθημερινά οι περισσότεροι από εμάς για να μη λαβώσουν τις έννοιες άνθρωπος, γονιός, φίλος.
Μέσα από μια ιστορία με απλή πλοκή, η ταλαντούχα Ζωρζ Σαρρή στηλιτεύει -για άλλη μια φορά- τα κακώς κείμενα του σύγχρονου κόσμου, παροτρύνοντας ταυτόχρονα σε προβληματισμό αλλά και προτείνοντας -μέσα από τις ενέργειες των ηρώων της- πράξεις που θα κάνουν την διαφορά και θα δώσουν λίγο χρώμα στο βαθύ γκρίζο της εποχής μας.
Ένα κατάλληλο για εφηβικά μάτια και μυαλά ανάγνωσμα που έχει να προσφέρει πολλά σε κάθε αναγνώστη του ανεξαρτήτως ηλικίας. Αναζητήστε το και διαβάστε το με την πρώτη ευκαιρία. Η πένα της Ζωρζ Σαρρή πάντα έχει να ψιθυρίσει στα αυτιά σας σημαντικά μηνύματα!
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
«Μα γιατί, γιατί να την πάρει μαζί του; Έπρεπε να την είχε αφήσει εκεί που τη βρήκε, με το ματωμένο σκύλο αγκαλιά… τόσα σπίτια γκρεμισμένα, τόσοι νεκροί, τόσα ορφανά…»
Η Μαρία είναι ένα θύμα της αγριότητας του πολέμου. Στην πατρίδα της, το Ιράκ, οι έξυπνες βόμβες των Αμερικανών τής στερούν γονείς, σπίτι, το αγαπημένο της σκυλάκι. Χωρίς κανέναν στον κόσμο, βουβή, βρίσκεται σε μια ξένη χώρα, την Ελλάδα, για να διεκδικήσει το δικαίωμα στην αγάπη, το δικαίωμα στη ζωή. Ένα ορφανό παιδί δεν είναι ένα αδέσποτο σκυλί…
Αυτό, όμως, που ο πόλεμος της στερεί άδικα θα καταφέρει να της το προσφέρει μια καινούρια οικογένεια, μια καινούρια πατρίδα;
«Μαρία μου, …ποτέ να μην ξεχάσεις τον πόλεμο… να μεγαλώσεις και να γίνεις φρουρός της ειρήνης!»
Ολυμπία Κατσένη