Πριν κανά δυο δεκαετίες αν ανάφερες σε κάποιον τους όρους ψυχολογία, ψυχολογικά προβλήματα ή ψυχολογική θεραπεία θα σε περνούσε τουλάχιστον για κάτοικο του πλανήτη Άρη -για να μην πω ταξιδιώτη από ένα γαλαξία έτη φωτός μακριά. Τα χρόνια όμως πέρασαν, η ελληνική κοινωνία εξελίχθηκε και οι όροι αυτοί -με όλα όσα συνεπάγονται- μπήκαν για τα καλά στη ζωή μας.
Όμως, όπως στις περισσότερες εκδηλώσεις μας, έτσι και σε αυτόν τον τομέα, εμείς οι Έλληνες, αρχίσαμε να ακολουθούμε ακραίους δρόμους. Κάποιος μπορεί να «τρέξει» το παιδί του σε ψυχολόγο επειδή ζωγράφισε μια μαύρη πεταλούδα που κρατάει ένα καλάσνικοφ, ενώ κάποιος άλλος που λέει στον κολλητό του ότι πιθανόν χρειάζεται ψυχολογική βοήθεια από έναν ειδικό, λαμβάνει την απάντηση: «Έλα ρε μ… τι ψυχολόγοι και μ… Πάμε το βράδυ σε ένα μπαράκι να πιούμε κανά δυο ποτά, να γνωρίσουμε και κανένα πιπίνι, και αύριο θα είσαι μια χαρά».
Υπάρχουν βέβαια -σαν αυτούς θα έπρεπε να είμαστε όλοι- και εκείνοι που αφουγκράζονται το αίμα που τρέχει στις φλέβες τους και τους φωνάζει την διδαχή των σοφών προγόνων μας «Μέτρον άριστον». Πως όμως να βρει κανείς το μέτρο; Πότε κάποιος χρειάζεται να πάει σε ψυχολόγο και πότε απλά πρέπει να πιει κανά δυο μπύρες με τον κολλητό του και να φλερτάρει σε ένα μπαράκι;
Το πρόβλημα αυτό έρχεται να λύσει το βιβλίο της Μάρως Βαμβουνάκη, «Ο παλιάτσος και η Άνιμα». Ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε τον Οκτώβρη του 2006 από τις εκδόσεις Ψυχογιός και ήδη διέγραψε μια επιτυχημένη πορεία έχοντας κάνει 14 ανατυπώσεις, με 48.000 αντίτυπα να έχουν πουληθεί μέχρι τον Ιούλιο του 2008. Πριν μιλήσουμε όμως γι’ αυτό αξίζει να αναφέρουμε ότι το εξώφυλλο του είναι ο πίνακας «Βράδυ καρναβαλιού» που φιλοτέχνησε ο Ανρί Ρουσώ, το 1885-86, με λάδι σε καμβά.
Στην αρχή του βιβλίου η συγγραφέας -κάτοχος διπλώματος νομικής και ψυχολογίας- κάνει κάποιες σκέψεις σχετικά με την ψυχολογία και την ψυχολογική θεραπεία. Σκέψεις που οδηγούν σε συμπεράσματα όπως το εκπληκτικό: «Οι άνθρωποι κατά κανόνα γνωρίζουν το καλό, υποπτεύονται το σωστό και διαισθάνονται αυτό που είναι αλήθεια και δέον. Ωστόσο τους λείπει το θάρρος να το πράξουν».
Στην συνέχεια μας οδηγεί σε μια ενδοσκόπηση του χαρακτήρα και της ψυχής, του ανθρώπου. Διασαφηνίζει έννοιες όπως τα παιδικά τραύματα, τα ελλατώματα και η κατάθλιψη. Αναλύει χαρακτήρες που αποκαλούμε «γκρινιάρηδες» και «μόνιμα δυστυχισμένους». Φανερώνει περιπτώσεις όπου κάποιος είναι θυμωμένος αλλά δεν γνωρίζει την πραγματική αιτία του θυμού του. Δίνει συμβουλές σε σχέση με τη μοναξιά, το δικαίωμα στα λάθη, αλλά και την ειλικρίνεια που ενώ είναι ακρογωνιαίος λίθος των σχέσεων, εντούτοις σε κάποιες ειδικές περιπτώσεις είναι καλύτερα να αποφεύγεται. Και κλείνει, το πρώτο μέρος του βιβλίου της, με το πόσο σημαντικό είναι ο καθένας μας να εμφανίζει στους άλλους αυτό που πραγματικά είναι, υπογραμμίζοντας αυτή την πρόταση της με την φράση: «Καλύτερα να με μισούν γι’ αυτό που είμαι, παρά να με αγαπούν για κάτι που δεν είμαι».
Σειρά έχουν οι διαπροσωπικές σχέσεις. Πως επιλέγουμε το αντικείμενο του έρωτα μας και γιατί αρκετές φορές διαλέγουμε ακατάλληλα, για εμάς, άτομα; Τι διαφορές έχει ο έρωτας από την αγάπη; Είναι ο έρωτας ελευθερία ή φυλακή και σε ποιους δρόμους μας οδηγεί;
Αυτά και άλλα ερωτήματα -σχετικά με τους ναρκομανείς, την ανατροφή των παιδιών, κ.α.- θέτει, αναλύει και απαντά η Μάρω Βαμβουνάκη στο «Ο παλιάτσος και η Άνιμα». Και μην νομίζετε ότι το κάνει με έναν τρόπο ξερό, επιστημονικό, ξύλινο. Οι ιστορίες που υπάρχουν στο βιβλίο αλλά και ο τρόπος γραφής της -απλός, χωρίς επιστημονικούς όρους και ρέοντας- έχουν δημιουργήσει ένα ανάγνωσμα τόσο απόλυτα χρήσιμο για όλους μας, όσο και ευχάριστο στην ανάγνωση.
Διαβάστε το βιβλίο αυτό και θα ανακαλύψετε μέσα του ένα ή περισσότερα, κομμάτια του εαυτού σας. Θα «βγείτε» από αυτό γνωρίζοντας καλύτερα τους ανθρώπους και όσα κρύβονται στις πτυχές του χαρακτήρα και της ψυχής τους. Θα σας ωφελήσει τουλάχιστον όσο μια έξοδος με τον κολλητό σας ή μια συζήτηση με ένα ψυχολόγο, και θα σας βοηθήσει να επιλέξετε τι από τα δύο προηγούμενα έχετε ανάγκη ή αν απλά χρειάζεστε να σκεφτείτε κάποια πράγματα και να αλλάξετε στάση ζωής. Όπως και να έχει πάντως βγείτε το βραδάκι με τον κολλητό σας. Δυο μπύρες και λίγο φλερτ δεν έβλαψαν ποτέ κανέναν… όπως δεν έβλαψε ποτέ κανέναν -τουναντίον ωφέλησε εκατομμύρια ανθρώπους- η ανάγνωση ενός βιβλίου σαν το «Ο παλιάτσος και η Άνιμα» της Μάρως Βαμβουνάκη.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Ξεκίνησα να μελετώ ψυχολογία με μεγάλο ενθουσιασμό. Με την ελπίδα πως τούτη η γοητευτική επιστήμη κρατάει στα κιτάπια της τα κλειδιά της βασιλείας. Με τα χρόνια, μια παρατήρηση λεπτή άρχισε να αναδύεται μέσα μου σαν ενόχληση και σαν αίνιγμα. Κάτι, κάπου σε όλα αυτά, σκάλωνε.
Ο άνθρωπος που ψυχοθεραπεύεται μπορεί να νικάει παλιούς τρόμους, να αποκαλύπτει τυραννικά απωθημένα, να εγκαταλείπει αμυντικούς μηχανισμούς, άστοχες ένοχες, μπορεί να κερδίζει αυτοπεποίθηση, ωριμότητα, όμως δε μεταμορφώνεται απαραίτητα σε έναν ωραίο, αγνό, θετικό άνθρωπο. Ο θεραπευτής του μπορεί να τον γιατρέψει από τα τραύματα του, δεν μπορεί όμως να τον γιατρέψει από τα ελαττώματα του χαρακτήρα του.
Άλλο η ψυχολογική ασθένεια κι άλλο η ηθική, η πνευματική ασθένεια. Διότι το φοβερό δώρο της ελευθερίας του ανθρώπου δεν μπορεί να το πειράξει κανείς. Και ελευθερία θα πει να μπορείς να επιλέξεις και το κακό. Να μπορείς αν θες, να χαθείς.
Εκείνο που διακρίνει τον άνθρωπο από τα ζώα δεν είναι όσα έχουμε συνηθίσει να πιστεύουμε. Πως, δηλαδή, ο άνθρωπος είναι λογικός, ενώ το ζώο όχι – μέγα σφάλμα. Πως μπορεί να γελά, ενώ το ζώο όχι. Πως αυτός μόνο έχει επίγνωση του θανάτου του. Εκείνο που διακρίνει τον άνθρωπο από τα ζώα είναι η ελευθερία του. Η δυνατότητα να μη δεσμεύεται ούτε απ’ τη φύση του, ούτε απ’ το τραυματικό του παρελθόν, ούτε απ’ τις υποκρισίες της κοινωνίας του, ούτε απ’ τα λάθη των γονιών του, ούτε απ’ τη βοήθεια των θεραπευτών του. Να μπορεί, από θέληση και μόνο, να καταστρέφεται ή να κάνει τη θαυμαστή υπέρβαση. Κόντρα σε όλους και σε όλα. Όπως έχει ειπωθεί: «Μ’ αρέσει εκείνος που η ψυχή του είναι πιο βαθιά απ’ την πληγή του».