Θα ‘μουν δεν θα ‘μουν δέκα χρονών όταν σε μία από τις εξερευνητικές επιχειρήσεις μου στα ντουλάπια και τα συρτάρια του σπιτιού μου βρήκα μια παλιά, κιτρινισμένη φωτογραφία με τρία πολύ αδύνατα κοριτσάκια.
– Ποια είναι αυτά τα αδύνατα παιδάκια, ρώτησα την μάνα μου.
– Είμαι εγώ και οι θείες σου στην κατοχή, ήρθε η απάντηση της μάνας μου που εισήγαγε στο λεξιλόγιο μου για πρώτη φορά αυτήν την τρομερή λέξη. Κατοχή.
– Τι είναι η κατοχή;
– Κατοχή είναι τότε που είχαν έρθει οι Ιταλοί και οι Γερμανοί στην Ελλάδα.
Οι απορίες δημιουργούνταν στο μυαλό μου η μία μετά την άλλη. Απορίες που ανέλαβε το ίδιο βράδυ να μου λύσει ο πατέρας μου, όταν επέστρεψε από την δουλειά.
Είχε γίνει λέει πόλεμος, και η Ελλάδα τον έχασε γι’ αυτό είχαν έρθει Ιταλοί και Γερμανοί. Αυτοί μας είχαν νικήσει, οι Γερμανοί δηλαδή γιατί τους Ιταλούς τους είχαμε πάρει φαλάγγι στην αρχή. Η μάνα μου τότε ήταν μικρό κοριτσάκι και ζούσε σε ένα από τα χωριά των μεσογείων της Αττικής. Εκεί «πέρασαν» την κατοχή πιο εύκολα. Είχαν μια κατσίκα που τους έδινε γάλα, ελιές και λιγοστό λάδι από τα δέντρα και τον Υμηττό, τον «τρελό» όπως λένε το όμορφο βουνό μας, που σε όλη την διάρκεια της κατοχής είχε γεμίσει αγριόχορτα. Κάθε μέρα λέει ξεχύνονταν οι οικογένειες να μαζέψουν χόρτα και αυτά δεν τελείωναν. «Λες και τα έσπερνε ο Θεός», συμπλήρωσε ο παππούς μου δίπλα από το τζάκι. Ο πατέρας τα πρώτα δύο χρόνια της κατοχής πέρασε πιο δύσκολα γιατί ζούσε μέσα στην Αθήνα, αφού δούλευε στην ταβέρνα του νονού του. Πείνα, φόβος και σκηνές που έχουν χαραχτεί στο μυαλό του. Παλικαράκι ήταν τότε και οι πρώτοι νεκροί που αντίκρισε στην ζωή του έμελε να είναι αυτοί στους δρόμους της κατοχικής Αθήνας. Η ταβέρνα έκλεισε κάποια στιγμή, και ο νουνός του τον πήρε στο Κιάτο. Εκεί τα πράγματα ήταν καλύτερα, αφού τουλάχιστον έβρισκαν κάτι για να φάνε. Πολλά άκουσα εκείνη την μέρα αλλά και άλλες φορές που θυμόταν ο πατέρας τα δύσκολα αυτά χρόνια και ένοιωθε την ανάγκη να τα πει κάπου. Αυτές τις συζητήσεις θυμήθηκα, διαβάζοντας τον βιβλίο της Άλκης Ζεη «Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο και εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1971.
Η ιστορία, του βιβλίου, ξεκινά στις 27 Οκτωβρίου του 1940, μία ημέρα δηλαδή πριν την έναρξη του πολέμου. Βασικός ήρωας της Άλκης Ζεη είναι ο εννιάχρονος Πέτρος. Ένα παιδί που οι περιστάσεις τον αναγκάζουν να αφήσει την ανεμελιά της παιδικής του ηλικίας απότομα και να ενταχθεί τελικά στην Αντίσταση, για να βοηθήσει κι αυτός όπως μπορεί στους αγώνες εναντίον των κατακτητών. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με την σειρά.
Ο πόλεμος ξεκινά και όλοι είναι χαρούμενοι με τις νίκες του Ελληνικού στρατού. Όλοι εκτός από την μητέρα του Πέτρου, που από την μία αγωνιά για την τύχη του αδερφού της που πολεμάει στο μέτωπο και από την άλλη αγωνιά για το που θα βρει τρόφιμα για να ταΐσει την οικογένεια της, κάτι που μέρα με την μέρα γίνεται και πιο δύσκολο. Ακολουθεί η είσοδος των Γερμανών στην Αθήνα και η φρικτή καθημερινότητα της κατοχής. Η πείνα, ο φόβος, οι θάνατοι αλλά και οι αγώνες μαζί με την ελπίδα για ένα ελεύθερο και όμορφο μέλλον.
Πολλοί εντάσσονται στις τάξεις της Αντίστασης. Πολεμούν τον κατακτητή με όσα μέσα και τρόπους διαθέτουν. Αυτό κάνει και ο μικρός Πέτρος που του δίνουν το παρατσούκλι «Τσουένι». Και κάποτε, εκεί στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, έρχεται η ώρα που η Αθήνα ελευθερώνεται. Οι κατακτητές αρχίζουν να αποχορούν και είναι θέμα ωρών που η γαλανόλευκη θα κυματίσει ξανά στο βράχο της Ακρόπολης. Δυστυχώς δεν θα μπορέσουν να την δουν όλοι οι ήρωες της Άλκης Ζεη. Το «Τσουένι» όμως είναι ένας από τους τυχερούς που θα μπορέσουν να περπατήσουν στους δρόμους της ελεύθερης πια Αθήνας.
Οι εντυπώσεις μου από το βιβλίο αυτό; Το «Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου» είναι ένα από τα πιο «δυνατά» βιβλία που έχω διαβάσει. Η Άλκη Ζεη καταφέρνει να μας φέρει την κατοχική Αθήνα μπροστά στα μάτια μας. Από το βιβλίο ξεπηδούν εικόνες ζωντανές που άλλες φορές σε τρομάζουν, άλλες σε κάνουν να δακρύσεις και άλλες σχηματίζουν ένα χαμόγελο αισιοδοξίας στο πρόσωπο σου.
Οι δύσκολες καταστάσεις λένε ότι βγάζουν στους ανθρώπους το καλύτερο ή τον χειρότερο εαυτό τους. Σε δύο σημεία του βιβλίου συναντάμε έντονα αυτό το φαινόμενο. Στο σημείο που ο παππούς κλέβει από τις μερίδες του ψωμιού που θα φάνε τα εγγόνια του για να χορτάσει και στο σημείο που οι πεινασμένοι Αθηναίοι πετούν ψωμί και τσιγάρα στους στρατιώτες Ιταλούς (πριν λίγες μέρες ήταν οι κατακτητές) που έχουν συλληφθεί.
Αν θέλετε να πάρετε μια «γερή γεύση» για την Γερμανική κατοχή και για το πώς ζούσαν οι κάτοικοι της Αθήνας εκείνα τα μαύρα χρόνια, το βιβλίο της Άλκης Ζεη είναι αυτό που ζητάτε. Καλή ανάγνωση.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
27 Οκτωβρίου 1940: θα τη θυμάται αυτή τη μέρα ο Πέτρος γιατί πέθανε το τριζόνι του. Θα τη θυμάται γιατί την επομένη ακούει τη φωνή της μητέρας του να λέει: «Σήκω… έγινε πόλεμος. Δεν ακούς τις σειρήνες;» Όταν οι Ιταλοί έφτασαν στο κατώφλι της Ελλάδας, ο Πέτρος ήταν εννιά χρονών, είχε μια χελώνα για κατοικίδιο, αγαπούσε με πάθος τις αμερικάνικες ταινίες και γνώριζε τον πόλεμο μόνο μέσα από τα βιβλία. Τώρα όμως τον βιώνει κάθε μέρα, μαζί με τους γονείς του, τον παππού του και τη μεγαλύτερη αδελφή του, την Αντιγόνη, αρχίζοντας έναν μεγάλο περίπατο – μια βόλτα στην Αθήνα της Κατοχής, στα δύσκολα εκείνα χρόνια της πείνας, των συσσιτίων, του φόβου, των διωγμών. Με οδηγό τους αγαπημένους του ήρωες από την ελληνική ιστορία και την εφηβεία προ των πυλών ο Πέτρος, με την αδελφή του και τους φίλους του, δε διστάζει να πάρει μέρος στην Αντίσταση, σαμποτάροντας γερμανικά οχήματα, γράφοντας στους τοίχους «ΠΕΙΝΑΜΕ! ΔΩΣΤΕ ΜΑΣ ΝΑ ΦΑΜΕ» και έχοντας πάντα για σύνθημα ένα τραγούδι που φλογίζει τις καρδιές τους:
Πάντα μπροστά μας,
για μια καινούρια ζωή…