Όσο κι αν ακούγεται περίεργο, η βάση του εγχειρήματος είναι μία άδεια κονσέρβα. Ναι, μια άδεια μεταχειρισμένη κονσέρβα από σαρδέλες, πελτέ, γάλα ή κομπόστα. Σαν αυτές που πετούν οι άνθρωποι κατά χιλιάδες στους κάδους των απορριμάτων τους, αφού βεβαίως προηγουμένως έχουν αφαιρέσει και καταναλώσει το περιεχόμενο τους που φυλάσσονταν εκεί για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα.
Παίρνεις, λοιπόν, μια τέτοια κονσέρβα και την ξύνεις εξωτερικά πολύ καλά, ώστε να φύγουν εντελώς τα χρώματα και τα γράμματα που είχαν από το εργοστάσιο που τις κατασκεύαζε για την προηγούμενη χρήση τους. Κατόπιν βάφεις την καθαρή μεταλλική τους επιφάνεια με όμορφα χρώματα και είναι έτοιμες για το δεύτερο στάδιο, το πιο σημαντικό. Εκείνο που τις μεταλλάσσει και από άχρηστα άδεια κουτιά γίνονται μικροί ναοί της μουσικής. Μαγικό!
Αυτό τα μαγικό όμως δεν μπορεί να το κάνει ο καθένας. Για την ακρίβεια, μόνο έναν άνθρωπο γνωρίζω που μπορεί να μετατρέψει μια ταπεινή κονσέρβα σε κάτι τόσο όμορφο και μυστηριώδες. Τον Πιμ. Τον καλόκαρδο κονσερβοσυλλέκτη, στο ομώνυμο εφηβικό μυθιστόρημα του Κυριάκου Μαργαρίτη που κυκλοφόρησε τον Οκτώβρη του 2008 από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
Ο ταλαντούχος Πιμ, ο νεαρός με τα μακριά μαύρα μαλλιά, τα μεγάλα μαύρα μάτια, το στενόμακρο πρόσωπο και τη λεπτή ίσια μύτη, είναι πολύ διαφορετικός από τους νέους της ηλικίας του. Πρώτα απ’ όλα ο τρόπος αλλά και ο τόπος που ζει. Το σπίτι και εργαστήριο του, είναι ένα εγκαταλειμμένο και απομονωμένο αρχοντόσπιτο, σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από μια κωμόπολη της ελληνικής επαρχίας. Μια ερειπωμένη έπαυλη στην οποία οδηγεί ένας κακοτράχαλος χωματόδρομος.
…
Σκουριασμένα κάγκελα με απειλητικές αιχμές που ξεπερνούσαν τα δύο μέτρα περικύκλωναν το διώροφο σπίτι. Η ίδια η δίφυλλη πύλη, από την άλλη, ήταν κλειδαμπαρωμένη με μια χοντρή, σκουριασμένη αλλά ανθεκτική αλυσίδα που την κρατούσε σφιχτά δεμένη ένα τεράστιο χρυσαφί λουκέτο.
Έτσι εξηγείται που, προτού εκτυλιχθεί αυτή η αλλόκοτη ιστορία, είχαν περάσει ήδη δυο δεκαετίες από την τελευταία φορά που πάτησε πόδι ανθρώπου στο αρχοντόσπιτο. Οι κάτοικοι της Μάγιας γνώριζαν την ύπαρξη του. Ο καθένας τους, βέβαια, είχε και μαι διαφορετική εκδοχή για την ιστορία του. Κι όλοι είχαν να πουν ένα σωρό παράδοξα πράγματα για το μυστηριώδη μοναδικό ένοικό του.
…
Μάγια, όπως θα καταλάβατε, είναι η κωμόπολη κοντά στον τόπο κατοικίας του Πιμ. Η μικρή πόλη από τους κάδους της οποίας ο ήρωας του Κυριάκου Μαργαρίτη προμηθευόταν αποφάγια για να ζει και τις απαραίτητες κονσέρβες για αυτά που δημιουργούσε στο εργαστήριο του.
Στο ακατανόητο και μυστηριώδες εργαστήριο που καταλάμβανε το αριστερό τμήμα της γιγαντιαίων διαστάσεων κεντρικής σάλας, στο ισόγειο της έπαυλης. Της «Έπαυλης του Τρόμου», όπως την έλεγε η πιτσιρικαρία της Μάγιας. Τα ίδια πιτσιρίκια που θα έπαιρναν όρκο πως ο Πιμ είναι «Στοιχειό», μέχρι εκείνη την Κυριακή… την τελευταία ημέρα του Γενάρη του 1997, όπου ήρθαν τα πάνω κάτω…
Στο «Ο κονσερβοσυλλέκτης» του Κυριάκου Μαργαρίτη, θα ενημερωθείτε για τα γεγονότα εκείνης της αποφράδας ημέρας, θα γνωρίσετε αρκετούς από τους κατοίκους της ελληνικής κωμόπολης και φυσικά θα μάθετε ένα αρκετά μεγάλο μέρος από την μέχρι τότε, δεκαεξάχρονη ζωή του πιο αγνού, ευγενικού και παρεξηγημένου λογοτεχνικού ήρωα. Του Πιμ.
Μέσα από την καλοδουλεμένη και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ιστορία του, ο συγγραφέας θα σας κρατήσει πολύ καλή συντροφιά αρκετές ώρες. Σημαντικό, αλλά ακόμα πιο σημαντικό είναι το δεύτερο βαθύτερο επίπεδο του βιβλίου. Εκείνο που αποκαλύπτεται στα μάτια σας όταν δείτε τα γενόμενα στις σελίδες του μυθιστορήματος μέσα από το πρίσμα της αλληγορίας.
Για παράδειγμα, η πρώτη επαφή του Πιμ με τα παιδιά της Μάγιας κρύβει σε ένα δεύτερο, αλληγορικό επίπεδο, την επαφή κάθε διαφορετικού ατόμου με την κοινωνία, την αντιμετώπιση του από αυτήν -η ψυχολογία του όχλου- και τα συναισθήματα που γεννιόνται σε τέτοιες καταστάσεις και στις δύο πλευρές. Ένας ύμνος στην διαφορετικότητα το «Ο κονσερβοσυλλέκτης», με το πιο σημαντικό, θαρρώ, μήνυμα του ταλαντούχου συγγραφέα να είναι το ότι η πραγματικότητα έχει συνήθως περισσότερες από μία όψεις.
Τις όψεις αυτές μας μαθαίνει ο Κυριάκος Μαργαρίτης να αναζητούμε πριν δράσουμε. Να σταθμίζουμε τα πράγματα και να προσπαθούμε να τα δούμε από διαφορετικές οπτικές γωνίες έτσι ώστε οι αποφάσεις και κατόπιν οι ενέργειες μας να είναι όσο το δυνατόν σωστότερες και κυρίως να μην επηρεάσουν αρνητικά και αδικήσουν συνανθρώπους μας. Πριν σας αφήσω όμως να επαναλάβω ότι η ιστορία του βιβλίου είναι άκρως εθιστική και απολαυστική. Δεν θα βαρεθείτε ούτε μία στιγμή διαβάζοντας το, ανεξάρτητα από το πόσα και ποια από τα κρυμμένα του μηνύματα ανακαλύψετε, και στην τελευταία σελίδα θα θέλατε να έχει άλλες 200, 300, 500… όσο το δυνατόν περισσότερες. 🙂 Καλή ανάγνωση!!!
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Ο νεαρός Πιμ ήταν ένας πολύ συνηθισμένος ασυνήθιστος τύπος. Στα δεκάξι του ζούσε ολομόναχος σε ένα εγκαταλειμμένο αρχοντικό σπίτι, έφτιαχνε μουσική και την έβαζε σε κονσερβοκούτια. Δε μιλούσε πολύ. Κι όταν μιλούσε, έλεγε ξανά και ξανά τις λίγες λέξεις που ήξερε. Μέχρι που ερωτεύτηκε και έμαθε κι άλλη μια λέξη που σύντομα έγινε η αγαπημένη του. Ήταν η λέξη Νανά. Κι επειδή ο Πιμ είχε μάθει να φτιάχνει μουσική για ό,τι αγαπούσε, αποφάσισε να φτιάξει μουσική για τη Νανά. Πήρε ένα σαρδελοκούτι, το μεταμόρφωσε με μαεστρία και αποφάσισε να της το χαρίσει. Και τότε, ο κόσμος του ήρθε τα πάνω κάτω…
Ένα μυθιστόρημα για τη διαφορετικότητα και την αγάπη, για όλα όσα χωρίζουν και ενώνουν τους ανθρώπους.