Εκδόσεις Αρμός, 2021
Σελ. 337
Το βιβλίο ξεκινά λίγο μετά την άλωση της πόλης της Τροίας, έχοντας σαν πρωταγωνιστές τους Τρώες, τους κατατρεγμένους πρόσφυγες του πολέμου. Επικεφαλής είναι η Ελένη που δεν είναι πια η Ωραία Ελένη του παρελθόντος. Η Ελένη, ο Οτρέας και ο Αγάθωνας μαζί με κομβόι από γυναίκες, οπλίτες και παιδιά κάθε ηλικίας ετοιμάζονται να ακολουθήσουν το σκοτεινό υπόγειο μονοπάτι, που θα τους οδηγούσε έξω από την πόλη της Τροίας, όπου είχε προηγηθεί μεγάλη σφαγή από τους Έλληνες.
Η Ελένη στέκεται μπροστά φωτίζοντας με μια αναμμένη δάδα και προτρέποντας τους ότι: σήμερα θα γεννηθούμε για δεύτερη φορά. Θα περάσουμε για άλλη μια φορά, ένα ακόμα σκοτεινό πέρασμα στην πορεία μας προς το Φως. Αν επιβιώσουμε από αυτήν τη «γέννα», θα κινηθούμε με περισσότερη σοφία και γνώση στη νέα μας ζωή.
Η Ελένη δεν είναι μια γυναίκα που παθητικά άλλαζε τις αγκαλιές των ανδρών (Μενέλαο, Πάρη, Δηίφοβο) σαν φόρεμα αδειανό. Η Ελένη ήταν αυτή που, παρατώντας τις ανέσεις και έξω από συμβάσεις, κάλεσε δούλους, γυναίκες, παιδιά, πλούσιους και φτωχούς μαύρους, άσπρους να γίνουν ο Καθένας. Ο Καθένας που δυνάμει μπορεί να γίνει οτιδήποτε, από πολίτης μιας χώρας μετανάστης σε άλλη, από ευτυχής δυστυχής, από τυχερός άτυχος και από άτυχος τυχερός. Και ο Καθένας θα ανήκει στους πολλούς!
Είμαστε τέκνα, τους λέει, της ποικιλότητας και της ενότητας, της λογικής και του συναισθήματος, της αγάπης και του έρωτα, της προσφοράς και της αλληλεγγύης, της ανεκτικότητας και της καρτερικότητας, της φιλοδοξίας και του ονείρου. Είμαστε ο Καθένας στη χώρα του Πουθενά. Βάζουμε πλώρη για τη χαμένη Γη της Αειγνωσίας για να στήσουμε εκεί την πολιτεία μας, εκεί που θα βρούμε τις απαντήσεις και τη στέγη μας. Εκεί θα ακουστούν για πρώτη φορά οι αλήθειες των καταπιεσμένων, των μοναχικών και των περιθωριοποιημένων γυναικών, ανδρών, παιδιών, γέρων και νέων. Εκεί θα ακουστεί για πρώτη φορά η ιστορία του Καθένα, όχι των σοφών και των βασιλιάδων, μήτε των εχόντων και των πολεμιστών, αλλά η ιστορία μέσα από τα σπλάχνα της.
– Και ποιοι είμαστε εμείς, ρώτησε κάποιος, που θα τα καταφέρουμε; Τι παραπάνω έχουμε από τους προηγούμενους εξερευνητές;
– Έχουμε λεύτερη ψυχή, του απαντά η Ελένη, και περιέργεια παιδιού. Με αυτά κινείς τον κόσμο ολάκερο!
Η Ελένη καλεί τους συνταξιδευτές της, στην συνέλευση της Πλατείας, να καταλάβουν τι σημαίνει να νοιάζεσαι για τους πολλούς και ότι είναι ο Καθένας στη Χώρα του Πουθενά.
Σε μια χώρα που τη βλέπουν μόνο όσοι έχουν τόλμη στη ματιά. Ήρθε η ώρα, τους λέει, να βάλουμε σε εφαρμογή το σχέδιό μας. Θα κινήσουμε για το ταξίδι μας, για ένα άλλον τόπο άγνωστο, ο οποίος θα συνεχίσει να υπάρχει στους αιώνες. Η άβατη Γη της Αειγνωσίας θα είναι ο προορισμός μας. Καταφύγιο για τις επόμενες γενιές, ώστε να μπορούν να ζήσουν όλοι οι άνθρωποι χωρίς φύλο, φυλή και χρήμα, ενωμένοι μέσα στην ίδια την πολλαπλότητά τους.
Όλοι άνδρες, γυναίκες και δούλοι άκουγαν την Ελένη, όπως τα παιδιά το αγαπημένο τους παραμύθι.
Φτάνοντας στην παραλία με τον ξύλινο Δούρειο Ίππο, τον οποίο δέσανε με σκοινιά πάνω σε μικρές βάρκες. Με αυτή την αυτοσχέδια σχεδία, σανίδα σωτηρία τους, αρχίσανε να πλέουνε στο πέλαγος. Θα επέπλεε αυτή η περίτεχνη κατασκευή ή θα εξαλειφόταν από την ατρύγητη θάλασσα; Τελικά το περίεργο αυτό πλοιάριο, με 180 επιβάτες, άρχισε να πλέει αρμονικά πάνω στη θάλασσα τραβώντας για τη Γη της Αειγνωσίας. Το πλοιάριο σάλπαρε για τη χώρα του Πουθενά, για τη Γη της Αειγνωσίας, χωρίς πυξίδα και χάρτη, με μοναδική πυξίδα το όραμα για μια νέα πατρίδα.
Χτίζουμε, τους είπε η Ελένη, μια καινούργια «συγκοίνωση» ανθρώπων πέτρα πέτρα, μακριά από αλλότριες δομές. Μόνοι μας φτιάχνουμε τους κανόνες που αφορούν τη ζωή μας, βάζοντας ως κύρια προτεραιότητα τα πρόσωπα που απαρτίζουν την κοινότητα και όχι ακολουθώντας λάγνα θεσπισμένους θεϊκούς κανόνες και βαρυσήμαντες αρχές. Η δικαιοσύνη μας δε φτάνει μόνο να είναι ίση, αλλά πρέπει να είναι και ακριβής.
Θα ταξιδέψουμε σε θάλασσες άγνωστες και μακρινές πάνω στο πολύχρωμο καράβι μας, με μοναδικό καπετάνιο τον ζωοπλάστη έρωτα για να διαβούμε στο ακατοίκητο νησί της Αειγνωσίας, ώστε να ζήσουν όλοι τους σε έναν κόσμο καλύτερο.
Ώσπου φθάσανε σε ένα νέο παράξενο τόπο.
Μετακινώντας μια πέτρα, συνεχίζει η Ελένη, μπορούμε εύκολα να γκρεμίσουμε ό,τι χτίζουμε καιρό τώρα με τόσο κόπο. Θέλει μαστοριά το χτίσιμο της νέας Ανθρωποπέλασης και όχι απότομες και βιαστικές κινήσεις. Η νέα Ανθρωποπέλαση θα είναι ρευστή και κινούμενη. Βάση της θα είναι οι σχέσεις και ο έρωτας μεταξύ των ελεύθερων ανθρώπων της, θα είναι η ενότητα στην απέραντη ποικιλότητα και η βαθιά κατανόηση της στιγμής, της εποχής και των συνθηκών. Η νέα Ανθρωποπέλαση δε θα είναι κάθετη, ούτε θα απαιτεί σκαρφάλωμα. Θα μοιάζει περισσότερο με ομόκεντρους κύκλους, ένα τεράστιο εναγκαλισμό, που θα βασίζεται στην αυτονομία και την αλληλοσυμπλήρωση. Κάθε κύκλος θα μεγαλώνει ξεχωριστά, αλλά και συμπληρωματικά, σαν άνθος από τριαντάφυλλο.
– Και τι θα είναι στο κέντρο; κάποιος ρώτησε.
– Στο κέντρο, είπε η Ελένη, θα είναι ο Έρωτας. Ένας έρωτας δημιουργικός, κινητοποιός, ανώτερος ακόμα και από την αγάπη, που θα στροβιλίζει τον κύκλο σε όλες τις κατευθύνσεις, καταργώντας τις αποστάσεις και ευνοώντας το πλησίασμα.
Περπατώντας όλοι μαζί φθάσανε τελικά στον άγνωστο τόπο, όπου βρισκόταν ο ηλικιωμένος Μεγάλος Πολίτης της Πολιτείας του Άλγους, ο οποίος τους εξήγησε ότι στην πιο ψηλή κορυφή του βουνού ζούσε ο φοβερός Γίγαντας Κέρδερος, που φυλάει την Αγορά με την αλάνθαστη ζυγαριά του.
Μπροστά τους ανοιγόταν ένα μονοπάτι ανηφορικό. Δεν είχαν ξαναδεί τέτοια ανηφόρα. Η Ελένη ανέβηκε και έδωσε το χέρι της να ανεβούνε και οι άλλοι.
– Πώς ανέβηκες; την ρωτήσανε
– Καθένας τραβάει τη δική του διαδρομή. Αν θες να πας ψηλά και μακριά, καλύτερα να συνεχίσεις μόνος, αλλά αν θες να προχωρήσεις σε βάθος και διάρκεια χρειάζεται συντροφιά.
Τελικά αυτοί οι πρόσφυγες της Τροίας θα φθάσουνε στη Γη της Αειγνωσίας ή μήπως η Γη της Αειγνωσίας είναι ό,τι έχουμε ζήσει, αισθανθεί και μυρίσει;
Όσοι τολμήσανε να φανταστούνε στη ζωή, μπορούν να ξεθεμελιώσουνε κάποτε βουνά και να δημιουργήσουνε τη μελλούμενη Γη της Αειγνωσίας, αλλά ύλη πιο στέρεη είναι τα όνειρα κι η φαντασία.
Μια βαθιά αντιπολεμική και συγκινητική ιστορία, όπου το παρελθόν και το μέλλον συνδέονται επανερμηνεύοντας παγιωμένες αλήθειες του σήμερα.
Ένα βιβλίο που θέλει πολλαπλές αναγνώσεις.
Ένα βιβλίο για τη δύναμη της γραφής και της φαντασίας, γι’ αυτήν την ορμή που απαιτεί να ονοματίσουμε τα πράγματα του κόσμου εξαρχής με ανάδοχο τη δική μας ψυχή.
Ένα μυθιστόρημα περιπέτειας και ελευθερίας.
Ένας σύντομος, εξαιρετικός στοχασμός για την δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη, την συντροφικότητα, την πολλαπλότητα, την αγάπη, τον έρωτα, την λογική, το συναίσθημα, το όνειρο και τη φαντασία.
Διαβάστε το.
Ο Γιώργος Λούκας γεννήθηκε στο Δίστομο Βοιωτίας το 1985 και είναι πατέρας δύο παιδιών. Έχει σπουδές στην Κλασική Φιλολογία, μεταπτυχιακό τίτλο στην Ειδική Αγωγή και εξειδίκευση στη Λογοθεραπεία (Higher National Diploma in Speech and Language Therapy). Έχει εκπαιδευτεί στην πολλαπλή νοημοσύνη στο Harvard Graduate School of Education. Και στη μέτρηση και ανάπτυξη της δημιουργικότητας (Torrance tests of creative thinking) από το Πανεπιστήμιο της Τζώρτζια των Η.Π.Α. Είναι συνιδρυτής των εκπαιδευτικών κέντρων Plan-c, ερευνητής και δημιουργός καινοτόμων παιδαγωγικών προγραμμάτων, όπως το «Loukas play» και το «Learning Escape Room». Στον ελεύθερο χρόνο του ασχολείται με την ορειβασία και συμμετέχει σε αγώνες μεγάλων αποστάσεων. Στη φύση, όπου εμπνέεται, υλοποιεί δραστηριότητες που προάγουν τη μάθηση με βιωματικό τρόπο.
Τραχανάς Κώστας