Εκδόσεις Ψυχογιός, 2020
Σελ. 425
Το χωριό Αϊ- Γιώργης είναι δύο βήματα απ’ τα σύνορα με την Τουρκία. Κρατιέται το χωριό δεν ερήμωσε. Το διέσωσε από τη λήθη ο πρόεδρός του. Ίσως γιατί είναι κοντά στα σύνορα και έχει λιβάδια απέραντα που τρέφουν τα κοπάδια. Έχει μηλιές, καστανιές, αμπέλια και καλά νερά. Χωρίσανε το δάσος με συρματόπλεγμα. Οι κάτοικοί του είναι ακρίτες.
Ήρωες του μυθιστορήματος είναι: Ο Νίκος Ντούσκας, ο εφτάχρονος γιός του, ο Γιωργάκης, ο αδελφός του Νίκου, ο Δημήτρης, η Μάγδα η γυναίκα του Νίκου, η Άρτεμη η γυναίκα του Δημήτρη, ο Πρόεδρος, ο Ράμπο εργάτης στα χωράφια του προέδρου και το πρωτοπαλίκαρο για τις βρόμικες δουλειές, ο Σταύρος, επιστάτης στα χωράφια του προέδρου, ο έμπορος ναρκωτικών Στάκος, ο βοσκός ο Μανόλης, ο τρελό -Πάνος, οι Τούρκοι Ισμαήλ, Ερίμ και η Σιμπέλ, κ.α.
Ο Νίκος Ντούσκας ξεκινάει με τον εφτάχρονο γιό του να πάνε για κυνήγι κοντά στα σύνορα. Μπαίνουν στο δάσος. Λάσπες και πέτρες στο μονοπάτι, γλιστρούσε. Πιο κάτω ήταν γκρεμός. Βάλτωσε ο τόπος από την χθεσινή βροχή, δύσκολα προχωρούσαν. Οπότε γλιστράει ο Νίκος και πέφτει σε ένα βούρκο. Ζαλίζεται αλλά γρήγορα συνέρχεται. Το παγούρι όμως με το νερό έχει σπάσει. Ο μικρός κατάλαβε. Δεν είχανε νερό. «Να πάω να φέρω το άλλο παγούρι; Θα γυρίσω γρήγορα…».
«Σε μισή ώρα να είσαι πίσω» του λέει ο πατέρας του. Κόντευε έντεκα κι ο μικρός Γιώργος δεν είχε φανεί. Φορτώθηκε το σάκο και την καραμπίνα ο Νίκος κι έφυγε τρέχοντας να πάει να τον βρει. Άφησε πίσω του δάση και γκρεμούς, διέσχισε μηλιές, πλαγιές, αμπέλια, έφτασε στο χωριό με μια ανάσα. «Γιωργάκη!», φώναξε. Τίποτα. «Μάγδα!». Πάλι τίποτα. Μπαίνει στο σπίτι κανείς. Ανοίγει το ψυγείο και βλέπει ότι το παγούρι που έστειλε τον γιο του να πάρει, λείπει. Άρα ήρθε, το πήρε, και μετά;
Τι έγινε το παιδί; Που πήγε; Γιατί δεν επέστρεψε; Κάτι του είχε συμβεί. Ο μικρός είναι άφαντος. Αν χάσει το παιδί θα χαθεί και ο ίδιος. Μπήκε ο Νίκος πάλι στο δάσος με τα μαύρα πεύκα, πήγε να ψάξει στη χαράδρα. Υπάρχουν γκρεμοί στην περιοχή και φίδια και λύκοι και κυνηγοί που έρχονται να σκοτώσουν αγριογούρουνα. Φτάνει στη στάνη του Μανόλη, ενός αγριανθρώπου,τον ρωτάει. Ούτε και αυτός είδε τον μικρό καθόλου.
Πρέπει να τον βρει πριν νυχτώσει. Στο δάσος τα σύννεφα πύκνωσαν κι ένιωσε τις ψιχάλες στο πρόσωπο. Μόνος στο δάσος με την καραμπίνα στο χέρι περικυκλωμένος από χιλιάδες κορμούς ψηλούς σαν κατάρτια κι ο αέρας δυναμώνει επικίνδυνα, κρύος αέρας. «Γιωργάκη!» φωνάζει. Αλλά δεν ακούγεται τίποτα. Ο Νίκος έψαξε παντού στις στάνες και στα χωράφια. Ρώτησε παντού. Πουθενά το παιδί. Η Μάγδα ήταν στη Θεσσαλονίκη, όσο λείπανε και αυτή δεν ήξερε τίποτα για το παιδί.
Επιστρέφει στο χωριό και ζητάει βοήθεια. Χωριστήκανε. Ο πρόεδρος και οι δικοί του πιάσανε όλα τα μονοπάτια προς τα σύνορα, ο Ράμπο πήγε για τον χείμαρρο κι ο Νίκος απ’ την άλλη πλευρά, προς την κορφή του βουνού. Ο Δημήτρης ήρθε και αυτός με το όπλο στο χέρι για τον φόβο των λύκων. Τα σκυλιά τους γαύγιζαν και η βροχή δυνάμωνε διαρκώς. Η βροχή δυναμώνει, τα κοράκια κρώζουν, φτερούγες πετούν κάτω από τα δέντρα. Τα ιδρωμένα χέρια κολλημένα στις σκανδάλες των όπλων. Αρχίζει να σκοτεινιάζει. Μια παράξενη ομίχλη πέφτει. Ομίχλη πολέμου. Ομίχλη στο μυαλό. Η ομίχλη φέρνει παιδομάζωμα. Στέκονται βαθιά μέσα στο δάσος, μπροστά στα σύνορα. Το σκοτάδι τους κυκλώνει. Η ομίχλη έχει πέσει σαν λοιμός στο χωριό και στριφογύριζε γύρω τους. Παράξενο πράγμα. Δεν μπορούσες να δεις στα δύο μέτρα. Είχανε τυφλωθεί. Η φύση τους είχε αποκόψει από τον έξω κόσμο, τους είχε εγκλωβίσει στον φόβο και στο άγνωστο. Ομίχλη, καταιγίδα και αστραπές.
Ο Γιωργάκης τόσες μέρες χαμένος, κανένα ίχνος. Τι έγινε το παιδί; Άνοιξε η γη και το κατάπιε;
Ενημερώνεται η αστυνομία και καταφθάνει ο αστυνόμος Ζήκας, επίσης έρχονται και άνθρωποι της ΕΜΑΚ. Ο Νίκος τους κάλεσε αν και έχει προηγούμενα με τους μπάτσους, γιατί έχει κάνει φυλακή. Η αστυνομία βρίσκει ένα ματωμένο σκούφο. Ήταν ο σκούφος που φορούσε ο Γιωργάκης τη μέρα που χάθηκε. Οι ελπίδες να τον βρούνε ζωντανό λιγοστεύουν. Ο Γιωργάκης πουθενά ούτε την άλλη μέρα ούτε την επόμενη. Ο Νίκος γυρίζει στο χωριό μούσκεμα μέχρι τα κόκαλα. Στη σκέψη του ο μικρός τουρτουρίζει μόνος κι αβοήθητος. Χτυπημένος; Νεκρός;
Υποπτεύεται πολλούς ο Νίκος, τον Ράμπο και τον πρόεδρο. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο κουμάσι στο χωριό τους από τον πρόεδρο. Υποπτεύεται τον αγριάνθρωπο Μανόλη, υποπτεύεται τους απέναντι των συνόρων, διότι κάποιος μουλάς στρατολογεί νέους για την Συρία. Υποπτεύεται τους κυνηγούς αγριογούρουνων, υποπτεύεται τον Στάκο, ένα διεφθαρμένο άτομο, που έχει μπλεξίματα με ναρκωτικά (κοκαΐνη), με τον αδελφό του. Ο καφετζής του χωριού κρύβει κάποιο μυστικό και αυτόν τον υποπτεύεται. Στα σύνορα γίνονται πολλά νταραβέρια με πρόβατα και χασίσι.
Μα σαν ξεσπάσει η μπόρα, με τη βροχή των αποκαλύψεων, όλα στροβιλίζονται στου ποταμού τις δίνες και τέλος παρασύρονται απ’ τη μεγάλη κατεβασιά…
Ο Βαγγέλης Μπέκας, σαν ψηφιδογράφος, ανασκάπτοντας το πίσω μέρος του χρόνου, ανακαλύπτει τις ψηφίδες και με κόπο καλύπτει τα κενά και τα μυστικά στο διάτρητο μωσαϊκό, δείχνοντας με εκφραστικό τρόπο κι αποκαλυπτική γραφή τη μεγάλη εικόνα της ιστορίας του έργου του. Τον συναισθηματικό κόσμο, παλιούς έρωτες, την υπαρξιακή οδύνη, την απώλεια, την θλίψη, την οργή, την βία, τις απειλές, μια αναμέτρηση με ένα παρελθόν που στοιχειώνει, τα άγρια ένστικτα, τα προσωπικά αδιέξοδα, τις τεκτονικές αλλαγές και τις επιπτώσεις σε εκείνους που, εκόντες άκοντες, μετείχαν ως παίγνια στου κύκλου τα γυρίσματα. Η Ύβρις προκαλεί την Μήνιν, όχι μόνο των ανθρώπων αλλά και των θεών. Και η Νέμεσις θα σταθεί κάποια στιγμή στη δική τους αυλόπορτα και ζητήσει δικαίωση…
Το μυθιστόρημα διαθέτει υποδειγματικό ρυθμό, ισορροπώντας με μαεστρία ανάμεσα στον εσωτερικό μονόλογο, τον εξωτερικό χώρο που μοιάζει να έχει μεταμορφωθεί εντελώς, σκεπασμένος από το λευκό στρώμα της ομίχλης, αντικατοπτρίζοντας έτσι τη θλίψη του Νίκου, τη ρημαγμένη του ψυχή πάνω στην οποία αγωνίζεται να φυτρώσει ξανά το ταπεινό γρασίδι της αγάπης…
Ένα μυθιστόρημα που μιλά για την αγάπη, την απώλεια, την μνήμη, την ενοχή και την εξιλέωση, για τη σχέση πατέρα και γιού, για μυστικά που χωρίζουν και για δεσμούς που παραμένουν άρρηκτοι.
Ένα έξοχο μυθιστόρημα, εξαιρετικά τολμηρό, καθηλωτικό, δυστοπικό. Ένα βιβλίο μυστηρίου και αγωνίας, με απροσδόκητο τέλος. Ρεαλιστική στιβαρή γραφή, ιδιότυπη κινηματογραφική γραφή. Ιδιαίτερη οξυμένη ματιά πάνω στην ετερότητα, στον Άλλον, στο οικείο.
Εσωτερικό ταξίδι και μαζί περιπλάνηση και αναζήτηση, στην άγρια και δύσκολη πλευρά των συνόρων… Διαβάστε το.
Ο ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΜΠΕΚΑΣ γεννήθηκε στην Πρέβεζα. Έχουν εκδοθεί ακόμα τρία μυθιστορήματά του: «Το 13ο υπόγειο», «Φετίχ» και «Οι αισιόδοξοι», ενώ ασχολείται και με το σενάριο. Το 2015 έλαβε το πρώτο βραβείο για σενάριο μεγάλου μήκους από την Ένωση Σεναριογράφων Ελλάδος («Η χύτρα»). Διηγήματα και άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά. Zει στην Αθήνα, όπου συντονίζει εργαστήρια δημιουργικής γραφής.
Τραχανάς Κώστας