ΗΠΑ, δεκαετία του ‘50
Η ευκατάστατη οικογένεια Κώλφηλντ, που ζει στη Νέα Υόρκη, μετά την απώλεια ενός εκ των υιών με το όνομα Άλι, έχει πλέον τρία παιδιά. Τον μεγάλο D.B., ο οποίος εργάζεται ως σεναριογράφος στο Χόλυγουντ, την μικρή δεκάχρονη Φοίβη και τον δεκαεξάχρονο Χόλντεν.
Ατίθασος εκ φύσεως, ο Χόλντεν, με τις ορμόνες της εφηβείας να βρίσκονται στα ύψη, την απώλεια του Άλι να έχει αφήσει βαθιές χαρακιές στην καρδιά και την αμφισβήτηση των πάντων να έχει τα ηνία, ο Χόλντεν αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα. Προβλήματα που έχουν να κάνουν κυρίως με το μικρό χρονικό διάστημα για το οποίο γίνεται αποδεκτός στα σχολεία που πλέον αλλάζει σαν τα πουκάμισα.
Για του λόγου το αληθές, είμαστε λίγο πριν τις διακοπές των Χριστουγέννων και η διεύθυνση του Πένσυ -ενός υψηλού ακαδημαϊκού επιπέδου εκπαιδευτικού ιδρύματος- του έχει ανακοινώσει ότι καλά θα κάνει μετά τις γιορτές να μην επιστρέψει εκεί, γιατί πλέον δεν ανήκει στις τάξεις των μαθητών του.
Ο κατεργάρης ήρωάς μας αποφασίζει να εκμεταλλευτεί τις μια δυο μέρες που υπολείπονται μέχρι την αναμενόμενη άφιξή του στο σπίτι, για να ζήσει ως ενήλικος στην μεγάλη πόλη. Καπνίζει σαν φουγάρο, πίνει σαν ιπποπόταμος και φτάνει ένα μόλις βήμα πριν την απώλεια της παρθενιάς του και την πανηγυρική έναρξη της σεξουαλικής του ζωής. Όλα αυτά μέσα σε ένα γεμάτο εμπειρίες 24ωρο, μισό μόλις βήμα μακριά από την πατρική εστία και την αγαπημένη του Φοίβη.
Την μικρή του αδελφή, που δρα ως η συνείδηση και η λογική του, αξίες που δεν έχουν βασικό ρόλο τουλάχιστον στο φέρεσθαι του ήρωα μας…
…
«Εσένα ό,τι και να γίνεται δε σ’ αρέσει».
Άμα το ’πε αυτό μ’ έπιασε πιο πολύ η ψυχή μου.
«Άκου εκεί δε μ’ αρέσει! Και βέβαια μ’ αρέσει. Και βέβαια. Μην το λες αυτό. Πώς διάολο σου ’ρθε;»
«Αφού δε σ’ αρέσει. Κανένα σχολείο δε σ’ αρέσει. Είναι ένα εκατομμύριο πράματα που δε σ’ αρέσουνε. Τίποτα δε σ’ αρέσει».
«Και βέβαια μ’ αρέσει. Πέφτεις πολύ έξω – ακριβώς εδώ πέφτεις έξω! Πώς διάολο σου ’ρθε;» της λέω. Μάγκα μου, ήτανε σκέτη θλίψη.
«Γιατί εσένα τίποτα δε σ’ αρέσει», μου λέει. «Πες μου έστω ένα πράμα».
«Ένα πράμα; Ένα πράμα που να μ’ αρέσει;» της λέω. «Καλά». Το κακό ήτανε όμως που δε μπορούσα να συγκεντρωθώ πολύ. Μερικές φορές είναι πολύ δύσκολο να συγκεντρωθείς.
…
Κι όταν κατάφερε να βρει ένα πράγμα που του αρέσει, τι λέτε ήταν αυτό;
…
«Ξέρεις εκείνο το τραγούδι που λέει, “Όταν πιάνεις κάποιον που ’ρχεται μέσ’ απ’ τη σίκαλη; ” Θα ’θελα –»
«Δε λέει έτσι. Λέει, “Όταν ανταμώνεις κάποιον που ’ρχεται μέσ’ απ’ τη σίκαλη”», μου κάνει το Φοιβάκι. «Είναι ποίημα. Του Ρόμπερτ Μπερνς».
«Το ξέρω πως είναι ποίημα του Ρόμπερτ Μπερνς».
Πάντως είχε δίκιο. Έτσι λέει: «Όταν ανταμώνεις κάποιον που ’ρχεται μέσ’ απ’ τη σίκαλη». Δεν το ’ξερα όμως τότε.
«Νόμιζα πως ήτανε: “Όταν πιάνεις κάποιον”», της λέω. «Τέλος πάντων, να, φαντάζομαι όλα κείνα τα πιτσιρίκια να παίζουνε ένα παιχνίδι σ’ ένα μεγάλο σικαλοχώραφο και τα ρέστα. Χιλιάδες πιτσιρίκια, και δεν είναι κανένας εκεί – θέλω να πω, κανένας μεγάλος – εκτός από μένα. Και γω στέκομαι φύλακας, στο χείλος ενός τρελογκρεμού. Αυτό που πρέπει να κάνω, είναι να τα πιάνω άμα κάνουνε να πέσουνε στο γκρεμό –θέλω να πω, άμα τρέχουνε και δε βλέπουνε πού πάνε, πρέπει να πετάγομαι από κάπου και να τα πιάνω. Αυτό θα κάνω όλη μέρα. Θα ’μαι μονάχα ο φύλακας στη σίκαλη, να πιάνω τα παιδάκια και τα ρέστα. Το ξέρω πως είναι παλαβομάρα, αλλά είναι το μόνο πράμα που θα ’θελα να ’μαι στ’ αλήθεια. Το ξέρω πως είναι παλαβομάρα».
…
Παλαβομάρα μικρή ή μεγάλη, ο Χόλντεν είναι σίγουρο ότι θα πρέπει να βρει κάτι άλλο με το οποίο να ασχοληθεί στη ζωή του. Αυτό δεν θα το μάθουμε ποτέ, αν δηλαδή τελικά βρήκε κάτι και τι ήταν αυτό. Το πως όμως πέρασε τις ώρες αυτές που έκανε την μικρή του επανάσταση στο Μεγάλο Μήλο, μπορούμε εύκολα να το διαβάσουμε! Βλέπετε ο ήρωας μας δεν είναι άλλος από το κεντρικό πρόσωπο του μυθιστορήματος «Ο φύλακας στη σίκαλη». Την συγγραφή του υπογράφει ο Τζερόμ Ντέιβιντ Σάλιντζερ ενώ η χρονολογία της πρώτης του κυκλοφορίας είναι το έτος 1951! Στην χώρα μας κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Επίκουρος, τον Φεβρουάριο του 1978, σε μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη.
Αφού είπαμε δυο λόγια για την υπόθεση, παραθέσαμε και δύο αποσπάσματα για να δείτε πως χειρίζεται την γλώσσα ο συγγραφέας (και η μεταφράστρια μιας και δεν μιλάμε για το πρωτότυπο κείμενο), έφτασε η ώρα των εντυπώσεων. Εδώ θα στενοχωρήσω λίγο του βιβλιόφιλους που έχουν το εν λόγω ανάγνωσμα μέσα στη λίστα με τα πιο αξιόλογα κατ’ αυτούς μυθιστορήματα.
Ναι, γνωρίζω τις διακρίσεις που έχει πάρει το «Ο φύλακας στη σίκαλη». Γνωρίζω ότι είναι ένα από τα βιβλία που διδάσκονται στα αγγλόφωνα σχολεία της υφηλίου. Γνωρίζω τέλος ότι υπάρχουν εκατομμύρια αναγνώστες που το λατρεύουν σε όλο τον κόσμο. Αλλά…
Αλλά… το διάβασα μεν με ευχαρίστηση, χωρίς όμως να ανακαλύψω σε ποιο σημείο και σε πόσο βαθμό αποτελεί ένα παιδευτικό ανάγνωσμα. Ένα βιβλίο ωφέλιμο που θα αφήσει τον έφηβο αναγνώστη του σοφότερο απ’ ότι τον παρέλαβε. Βλέπουμε, στις σελίδες του, ένα έφηβο αγόρι που έχει προβλήματα (το αντιλαμβάνομαι) τα οποία αντιμετωπίζει όμως πως; Ποια είναι η βοήθεια που έχει από τους γονείς του; Ο εγκλεισμός του σε μεγάλα ιδιωτικά σχολεία; Όσο για την αμφισβήτηση των πάντων -όλοι υπήρξαμε έφηβοι- αλλά δεν θα έπρεπε άραγε μέσα από τα βιβλία να δείχνουμε ότι η αλήθεια είναι κάπου ανάμεσα στην ξύλινη άποψη των πουριτανών ενηλίκων και σε εκείνη των απελευθερωμένων εφήβων; Και το γεγονός ότι κάνει ο ήρωας μας όσα κάνει, χωρίς κανένα -τουλάχιστον έτσι φαίνεται- αντίκτυπο; Χωρίς να πούμε ότι τρία πακέτα τσιγάρα σε λίγες ώρες και κάποια ποτήρια ουίσκι, δεν είναι και ότι το καλύτερο;
Θα μου πείτε ότι το βιβλίο γράφτηκε το 1951. Άλλοι καιροί άλλα ήθη. Δεν διαφωνώ. Δεν έχω ενστάσεις ως προς τον συγγραφέα. Έχω ενστάσεις ως προς την θεοποίηση του βιβλίου και την χρησιμοποίησή του ως εκπαιδευτικό μέσο στις μέρες μας.
Οι ενήλικοι αναγνώστες θα το ευχαριστηθούν φαντάζομαι -ο λόγος και η ιστορία κυλούν σαν ποταμάκι- όσο το ευχαριστήθηκε και ο γράφοντας. Από εκεί και πέρα… το αν θα το προτείνετε στα παιδιά σας, αυτό είναι άλλο θέμα! Καλή ανάγνωση.