Ξάφνου βούιξε βραχνά το φουγάρο, σκοτείνιασε ο κόσμος από το μαύρο καπνό του, ανέβηκε η σκάλα, ανέβηκε και η άγκυρα στριγκλίζοντας από τον πάτο της θάλασσας, και η προκυμαία άρχισε να απομακρύνεται. Ο κόσμος έγινε μια μουντζούρα, κατάρτια τεμάχιζαν τον Πειραιά, τα σπίτια στοιβαγμένα κουτιά, μια εκκλησία με το καμπαναριό της πάνω σ’ ένα λόφο, κι όταν το «Κορινθία» βγήκε από το λιμάνι, όλα εξαφανίστηκαν, το πέλαγος ανοίχτηκε μπροστά της, η τύχη της είχε κριθεί. Σταμάτησε να κλαίει… Έπρεπε να φροντίσει για την επιβίωσή της.
…
18 Ιανουαρίου 1947, 5μ.μ.
Μέσα στο Κορινθία, βρισκόταν και η Χριστίνα. Μετά από πολλές και επίπονες προσπάθειες, κατάφερε να αφήσει πίσω της την Ελλάδα, με προορισμό το Παρίσι. Να ‘ναι καλά η θεία Άρτα, στις αποσκευές της έχει αρκετά τρόφιμα· τόσο για το ταξίδι όσο και για τις πρώτες μέρες στον ξένο τόπο. Χρήματα δεν έχει. Μοναχά δύο χρυσές λίρες -κι αυτές από την θεία- που είναι κρυμμένες σε ένα σπιρτόκουτο, για να μην τις ανακαλύψουν στο τελωνείο.
Πρώτη χείρα βοηθείας, στη νέα της ζωή, ο Αντρέας. Ένας καμαρότος της Β’ θέσης, που της έφερε ένα σάντουιτς για να φάει και μια κουβέρτα για να τυλιχτεί, μιας και το εισιτήριό της ήταν για την τουριστική θέση. Για καλή της τύχη, στο καράβι εργαζόταν και κάποιος φίλος από τα περασμένα… ο ασυρματιστής Καββαδίας. Ναι, ο γνωστός σε όλους μας Νίκος Καββαδίας, ο μεγάλος μας ποιητής, που οι φίλοι του -όπως η Χριστίνα- τον φώναζαν Μαραμπού. Με τη συνδρομή των δύο αυτών αντρών το πρώτο κομμάτι του ταξιδιού της νεαρής κοπέλας, μέχρι την Μασσαλία, πέρασε με ανθρώπινες συνθήκες.
Από το μεγάλο λιμάνι της Μεσογείου, ένα τρένο θα την μετέφερε στην πρωτεύουσα της Γαλλίας. Οι συνθήκες σε αυτό δεν είχαν καμία σχέση με εκείνες του πλοίου. Τα πρώτα σύννεφα άρχισαν να μαζεύονται στον ορίζοντα του νέου της βίου. Το πρώτο της κατάλυμα στο Παρίσι; Ένα τρισάθλιο ξενοδοχείο -με το παραπλανητικό όνομα «Σπλέντιτ»-, ομοίου φυράματος με αυτά που είχαμε κι εμείς εδώ, στην Αθήνα, στη Σωκράτους, στην Ομόνοια. Το κρύσταλλο της εξώπορτας σπασμένο και η ξενοδόχος… μια λιπόσαρκη ξεθωριασμένη ξανθιά, αμφιβόλου ηθικής.
Οι συνθήκες άθλιες, αλλά μήπως και πίσω στη πατρίδα θα ήταν τα πράγματα καλύτερα; Εδώ τουλάχιστον ήταν ελεύθερη! Ελεύθερη να ελπίζει, να κάνει όνειρα, να παλέψει. Ελεύθερη να “πιάσει τον ταύρο από τα κέρατα” και με όλη την δύναμή της, να βαδίσει προς ένα καλύτερο αύριο.
Βέβαια, σε ετούτο τον άγνωστο τόπο, δεν ήταν απολύτως μόνη. Είχε μερικούς φίλους που θα την στήριζαν και θα μπορούσε πάνω τους να ακουμπήσει την μοναξιά και την αγωνία που είχε κατακλύσει το είναι της. Να πει μια κουβέντα, να ακούσει ένα λόγο ζεστό. Αλλά κι εκείνοι πρόσμεναν τα δικά της λόγια. Πρόσμεναν να μάθουν, από πρώτο χέρι, τι γίνεται εκεί κάτω στην Ελλάδα…
…
Όλοι είχαν μαζευτεί για να την καλωσορίσουν. Άρχισαν να τη βομβαρδίζουν με ερωτήσεις. Ήθελαν όλα να τα μάθουν, για την τρομοκρατία, τις συλλήψεις, τη λογοκρισία… Και τι απέγινε με τις γαλλικές υποτροφίες, δίνονταν στους δικαιούχους; Ο Καστανάκης κι ο Σαραντίδης είχαν ζητήσει ακρόαση από την Αν Μαρί Μπιντό, τη σύζυγο του πρωθυπουργού της Γαλλίας, και της είχαν εκθέσει την απελπιστική θέση των «υποτρόφων», κι εκείνη τους είχε υποσχεθεί να πράξει τα δέοντα.
– Τα δέοντα, αν τα έπραξε, χτύπησαν σε μπετονένιο τοίχο. Οι τυχεροί υπότροφοι δεν μπορούν να αποκτήσουν διαβατήριο -πως να ξεφύγουν από τις δαγκάνες της Ασφάλειας; Μερικοί τα κατάφεραν να φύγουν παράνομα, με πλοίο ναυλωμένο ως την Ιταλία, άλλους τους έπιασαν και τώρα σπουδάζουν μέσα στα μπουντρούμια…
Αυτά τους είπε η Χριστίνα.
…
Για τους Έλληνες που είχαν ανάλογη με της Χριστίνας δράση, στην κατοχή και εν συνεχεία στον εμφύλιο, τρεις δρόμοι ανοίγονταν μπροστά τους. Ο πρώτος ήταν η εξορία. Ο δεύτερος, η υπογραφή μιας δήλωσης μετανοίας για τις πράξεις του πρότερου βίου. Ο δε τρίτος, η φυγή στο εξωτερικό… Η Χριστίνα ήταν από τους λίγους τυχερούς που κατάφεραν να περπατήσουν αυτόν τον τρίτο δρόμο… τον δρόμο προς στην ελευθερία.
Το ότι ζούσαν ελεύθεροι στην ξένη χώρα, δεν σημαίνει επ’ ουδενί βέβαια ότι ζούσαν και εύκολα, πολλώ δε μάλλον άνετα. Αγώνας σκληρός για την καθημερινή επιβίωση και ανέβασμα ενός προσωπικού Γολγοθά περίμενε τον καθένα απ’ αυτούς τους “τυχερούς”. Ο αγώνας και η ανάβαση αυτή της Χριστίνας, εξιστορούνται στο «Ο χορός της ζωής», της Ζωρζ Σαρή. Ενός μυθιστορήματος χτισμένου με αληθινό ιστορικό υλικό, που κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 1998 από τις εκδόσεις Πατάκη.
Και αυτό το βιβλίο της ταλαντούχας συγγραφέως είναι πολυεπίπεδο. Το πόσο βαθιά θα φτάσει με την ανάγνωσή του όποιος περιπλανηθεί στις 237 σελίδες, είναι καθαρά προσωπικό του θέμα. Μπορεί κάποιος να σταθεί απλά στην μυθιστορία και να απολαύσει ένα ανάγνωσμα που ρέει όπως το γάργαρο νερό σε κάποιο ποταμάκι. Μπορεί όμως και να εμβαθύνει στις λεπτομέρειες -εκεί κάπου ανάμεσα στις γραμμές- και να πάρει μια πολύ καλή γεύση της μεταπολεμικής περιόδου, τόσο στην χώρα μας όσο και στη Γαλλία. Ολοζώντανες εικόνες από το Παρίσι της εποχής εκείνης θα απολαύσει πάντως, όποιο δρόμο και να διαλέξει.
Αναζητήστε το, αγοράστε το και εξασφαλίστε ένα σχετικά άδειο -από υποχρεώσεις- Σαββατοκύριακο! Απλά, δεν θα μπορείτε να το αφήσετε από τα χέρια σας. Καλή ανάγνωση!
[grbk https://www.greekbooks.gr/zorz-sari.person%5DΑπό το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Σ’ ένα Παρίσι παγωμένο, πεινασμένο και συχνά αφιλόξενο, η εικοσάχρονη Χριστίνα αγωνίζεται να επιζήσει.
Θέλει πάνω απ’ όλα να γίνει ηθοποιός. Ωστόσο πρέπει καταρχήν να βρει στέγη και τροφή. Πότε, αισιόδοξη, ελπίζει, πότε νοσταλγεί την Αθήνα της, τους φίλους της, το σπίτι της, που ένας πόλεμος γκρέμισε. Και τότε κλαίει… Όμως θυμάται τα λόγια της μητέρας της «μετά τη βροχή καλοκαιρία» και συνεχίζει τον ανηφορικό της δρόμο για να φτάσει στην κορυφή…!