Εκδόσεις Βακχικόν, 2020
Σελ. 153
Σε σένα, που την αγάπη έχεις βρει.
Σε σένα, που την αγάπη γυρεύεις.
Μαζί μου σας παίρνω σε τούτο το ταξίδι.
Ο Έρωτας είναι πάθος, αισθησιακή έλξη, θελκτικά αισθήματα, σεξουαλική επιθυμία, ποίηση, καρδιοχτύπι, φωτιά, λυγμός, ονειροπόληση, μαχαιριά, χαμόγελο, σιωπή, τρέλα, τώρα, πριν, μετά, πάντα. Ο Έρωτας φουντώνει αν δύο σώματα ποθούν το ένα το άλλο. Ο Έρωτας ξέρει να ησυχάζει τον θάνατο, να τον κρατά σε καταστολή δίνοντάς του απόσταση. Όταν άστρα και φωτεινά σώματα συναντιούνται και ορισμένες φορές συγκρούονται στα ουράνια, είναι Έρωτας. Όταν στην αρχή της Άνοιξης ο χυμός φουσκώνει την καρδιά του δέντρου, είναι Έρωτας. Όταν δυο πλάσματα βρίσκονται μαζί κι αγκαλιάζονται, για μία ώρα, για μία ζωή, είναι πάντα Έρωτας. Πόσο θλιβερή θα ήταν η ζωή μας χωρίς αυτόν. Ο Έρωτας ήταν ο φτερωτός έφηβος που πολύ συχνά βλέπουμε, πάνω σε αγγεία, να πετάει πάνω στο μαύρο φόντο ενός ουρανού αβαρύτητας. Το γεγονός ότι ο Έρωτας βρίσκεται πάντα στον αέρα θέλει να πει ότι έχει την εξουσία να ελαφραίνει αυτό που βαραίνει τον άνθρωπο, κάνοντας πιο ανάλαφρη την καρδιά εκείνου που αγαπάει, κι εκείνου που αγαπιέται. Ο Έρως σύμφωνα με τον Σωκράτη δεν είναι θεός αλλά δαίμονας, ένα πλάσμα μεταξύ ουρανού και γης και θεού και θνητού. Ένας δαίμονας σε αιώνια αναζήτηση του ερωτικού αντικειμένου, που δεν έχει τίποτα το λεπτό ούτε το ευχάριστο όπως πολλοί σκέφτονται. Αντιθέτως, είναι «σκληρός και αιχμηρός και ανυπόδητος και άοικος, χαμαιπετής αεί ων και άστρωτος, επί θύραις και εν οδοίς υπαίθριος κοιμώμενος».
Αγάπη είναι ο Έρωτας, αλλά ο ανιδιοτελής έρωτας, ο έρωτας που προσφέρει, καλωσορίζει και δέχεται. Η αγάπη προχωρεί πέρα από τη σεξουαλική έλξη κι επιθυμία. Η αγάπη επεκτείνεται στη φιλία, στην αδελφοσύνη, στη μυστική και δημιουργική συγγένεια. Η αγάπη γεννιέται κάθε φορά που δυο ψυχές ποθούν η μία την άλλη. Όταν ο έρωτας και η αγάπη συμπίπτουν, τότε ανθεί η μαγεία. Η αγάπη ανοίγει πάντα τον δρόμο της στις ζωές των ανθρώπων, αρκεί να της κάνουμε χώρο. Η αγάπη δεν χάνεται με ένα θάνατο, δεν μπορεί να χαθεί η αγάπη, έχει μάθει τον τρόπο να δραπετεύει, να ανασταίνεται, να ξαναζεί, να συνεχίζει…
Ο άνθρωπος είναι ένα πλάσμα ατελές, ανολοκλήρωτο, επιφανειακό, αδύναμο, κι επιπόλαιο, ανίκανο να εποπτεύσει τις επιθυμίες του, να πει όχι στην ανάγκη του, με δυο λόγια να γίνει καλύτερος. Με τη διττή φύση της ανθρώπινης υπόστασης, ελλοχεύει ένας τερατώδης Άλλος. Μέσα στον καθένα μας όσο πολιτισμένοι κι αν είμαστε, ελλοχεύουν στοιχεία που πραγματικά θα προτιμούσαμε να μην αναγνωρίσουμε. Υπάρχουν μέσα μας δυσμορφίες και ουλές πάντοτε σημαντικές. Πολλοί άνθρωποι επιλέγουν να μην βλέπουν τον ελέφαντα στο δωμάτιο, χωμένοι στην ιδεοληψία τους. Την ποικιλομορφία και τη διαφορετικότητα της αγάπης που υπάρχει έξω στον κόσμο, την βαφτίζουν ανήθικη και μη φυσιολογική. Οι άνθρωποι προτιμούν να υποθέτουν παρά να γνωρίζουν. Προτιμούν να φαντάζονται παρά να διαπιστώνουν. Προτιμούν να κρατούν το μυαλό κλειστό και το στόμα ανοιχτό, ενώ θα έπρεπε να ισχύει το αντίθετο.
Οι αρχαίοι Έλληνες που επινόησαν την Άτη, τη Νέμεση, την Υγεία, τις εννέα Μούσες και τόσες άλλες γυναικείες και θεϊκές οντότητες, δεν σκέφτηκαν να δώσουν ψυχή και σώμα στη Φιλία.
Όταν αναφερόμαστε στον Έρωτα, στην αγάπη και στην φιλία δεν αναφερόμαστε μόνο στον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα, στον Τριστάνο και την Ιζόλδη, αλλά και στα ερωτικά υβριδικά ζεύγη όπως ο Μέγας Αλέξανδρος και Ηφαιστίονας, ο Πάτροκλος και ο Αχιλλέας, η Σαπφώ και οι ερωμένες της.
Ο Άλεξ, ο πεπτωκώς, ο «ξεπεσμένος» άντρας αντιπροσωπεύει τόσο τον απαγορευμένο καρπό, που είναι πάντα δελεαστικός, όσο και τη διέξοδο από την συντηρητική οικογένειά του. Ο Άλεξ έχει αποδεχτεί την διαφορετικότητά του, την ομοφυλοφιλία του. Η γοητεία, που του ασκεί ο Πάνος, μια γοητεία που οικοδομείται σε όλη τη διάρκεια του μυθιστορήματος, είναι μια γοητεία που νιώθει και για τις αντισυμβατικές πλευρές του εαυτού του, καθώς και για τις δυνατότητες της ελευθερίας και της προσωπικής αυτονομίας που αντιπροσωπεύει ο Άλεξ. Ο Άλεξ και ο Πάνος είναι πραγματικά ρηξικέλευθοι στο σεξ, που παρουσιάζεται απροκάλυπτα και περιγράφεται ξεκάθαρα.
Η μοιραία συνάντηση. Ο νεαρός Άλεξ σαν ομοφυλόφιλος κάνει κάθε βράδυ πιάτσα κοντά στο Δημαρχείο του Βόλου. Μια βραδιά ένας τύπος με μαύρο τζιπ τον μάζεψε από την πιάτσα. Ήταν αυτός που θα κέρδιζε το σώμα του, μα περισσότερο την ψυχή του. Εκείνος που θα τον έπαιρνε αγκαλιά βγάζοντάς τον από τον αυτόματο πιλότο και θα του έδινε με ένα φιλί, φιλί ζωής, ένα λόγο για να ζήσει, όπως αξίζει σε όλους τους ανθρώπους. Ο τύπος αυτός που τον αναστάτωσε τόσο πολύ ήταν ο Πάνος, εργολάβος οικοδομών. Ήρθε αυτός κι όλα άλλαξαν στον Άλεξ. Το όνειρο πήρε εκδίκηση από τα πρέπει, τα θέλω βρήκαν τη θέση τους στη σειρά προτεραιότητας. Ξάφνου η ζωή του Άλεξ απέκτησε νόημα, όλα απέκτησαν νόημα, οι λύσεις με τόλμη άρχισαν να ξεπροβάλλουν, δειλά δειλά στην αρχή, αργότερα με βιάση, τονίζοντας την αξία της συντροφικότητας αλλά και της πίστης σε αυτό που η ανθρωπότητα αποκαλεί «αγάπη». Πέρασαν πολλοί εραστές από τη ζωή του, μα κανένας δεν έμεινε πάνω από μία νύχτα. Κανείς μέχρι που ήρθε ο Πάνος, ο οποίος τον πήρε στο σπίτι του, να ζήσουν και να συγκατοικήσουν μαζί. Αργότερα ο Πάνος νομιμοποίησε της σχέση τους.
Για τον κόσμο που τους ήξερε θα μένανε πάντα «οι παράταιροι» που ζευγάρωσαν και τους άξιζαν μόνο δυο βλέμματα υποτιμητικά, άντε και κανένα λοξό χαμόγελο με υπονοούμενα στο άκουσμα του ονόματός τους, έτσι, από καλοσυνάτη συνήθεια. Πόσες φορές έχουν κοροϊδέψει κάποιον για το κουσούρι του. Πόσες φορές έχουν ξεστομίσει τις λέξεις «πούστης» και «αδελφή». Οι άνθρωποι είχαν γνώμη για όλα. Γι΄’ αυτούς τους δύο ακόμα υπήρχε ο φόβος του «τι θα πει ο κόσμος». Κι εκεί λειψοί ήταν. Δικαιούνταν τόση ενοχή, επειδή διαλέξανε ο ένας τον άλλον, από το φύλο του; Έπρεπε να σκοτίζουν το κεφάλι τους με τέτοια; Έπρεπε να δέχονται τις υποτιμητικές ματιές και τα συναισθηματικά βαρίδια των άλλων;
Όμως στην πραγματικότητα ήταν δυο άνθρωποι, που μοιράζονταν αγάπη κι έρωτα, δυο ψυχές σε ευδαιμονία που αναζητούσαν την ευτυχία ο ένας στον άλλον. Τίποτα ποια δεν έμοιαζε να έχει σημασία, ούτε ο άδικος και σκληρός κόσμος, ούτε η ανάγκη για δουλειά. Ο Πάνος έδωσε στον Άλεξ, σε μια στιγμή αδυναμίας, ψήγματα τρυφερότητας και ανθρωπιάς, ο τύπος με τα γυάλινα μάτια που τον διαπερνούσαν αφήνοντας την ψυχή σε πλήρη θέα, ο άντρας με την μπάσα φωνή, περαστικός από την πιάτσα μπροστά στο Δημαρχείο για ξεκαύλωμα. Τι να ζητούσε άραγε από τον Άλεξ; Απλώς ποθούσε και αγαπούσε τον Άλεξ και του ξυπνούσε τα πιο άγρια ένστικτά του, του πόθου και της επιθυμίας. Αυτό που συνέβαινε σε αυτούς τους δύο ήταν αμοιβαίο. Ο Άλεξ τον αγαπούσε γιατί ένιωθε πλούσιος, επειδή του ανήκε, ήταν δικός του, μόνο δικός του. Ήταν αγάπη όταν κοιταζόντανε, ήταν αγάπη όταν αγγίζανε τα ζεστά κορμιά τους. Η άφυλη, άχρωμη, άχρονη Αγάπη αναμεσά τους, μετουσιωμένη σε αύρα, τους είχε τυλίξει κυριαρχικά. Ο Άλεξ απέκτησε την επίγνωση πως πια δεν ήταν μόνος. Είχε περάσει από το «εγώ» στο «εμείς». Δεν είχε συνηθίσει τόση τρυφερότητα και οικειότητα. Τώρα που είχε όλα όσα είχε ονειρευτεί, τι θα γινόταν; Υπήρχε ζωή μετά τα όνειρα ή όλα θα έσβηναν; Ήταν ευτυχισμένος. Δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Ήταν δεμένοι, κουμπωμένοι στο άπειρο, μία ψυχή σε δύο σώματα, μία καρδιά να χτυπάει τρελή. Η ερωτική τους απόλαυση ήταν ευλογία. Όταν ο Άλεξ έκανε πεζοδρόμιο, σιχαινόταν που ο έρωτας δεν εμπεριείχε αγάπη, αλλά ήταν ψυχρό σεξ, κάτι που εύκολα αποκατέστησε η παρουσία του Πάνου. Δεν θα ξαναγυρνούσε ποτέ ξανά πίσω σε εκείνα τα χρόνια, που η ερωτική πράξη γινόταν μόνο από ζωώδες ένστικτο. Είχανε μαζί ξεπεράσει αυτό το σημείο, σχεδόν από την αρχή της σχέσης τους. Ο Άλεξ δεν φοβόταν τίποτα, γιατί τον αγαπούσε ο Πάνος. Δεν ποθούσε τίποτα περισσότερο από το να βρίσκεται μαζί του. Σαν την πεταλούδα αντλούσε από το άλικο λουλούδι του τη μέθη της ευτυχίας. Κάθε πρωί που άνοιγε τα μάτια του στον κόσμο προσδοκούσε ένα μόνο πράγμα: να μπορέσει για μία ακόμη μέρα να κάνει τον Πάνο ευτυχισμένο. Έγινε ο Πάνος ο σκοπός για τον οποίο ζούσε.
Έντεκα χρόνια πριν, μια νύχτα ξάστερη και φωτεινή, ανταμώσανε, έτσι, για πρώτη φορά. Έντεκα χρόνια μετά αναπνέουνε ενότητα, μαζί στη δουλειά, μαζί στη ζωή. Στο σπίτι, στο κρεβάτι. Με τις φωνές και τις σιωπές τους, να μοιραζόντουσαν όσα είχανε στερηθεί, και να ζητάνε από τη ζωή διαρκώς αναβολές θανάτου, λαχταρώντας να χορτάσουνε ο ένας τον άλλον. Ο Πάνος τον ήθελε, τον ποθούσε τον Άλεξ, αυτόν που δεν τον ήθελε ούτε η γειτονιά, ούτε οι συγγενείς ούτε η ίδια του η μάνα. Και το να μη σε θέλουν οι δικοί σου άνθρωποι γίνεται σπουδαίο σημείο αναφοράς στις ιστορίες, όμως να σε λαχταρά ένας ξένος… Δεν ήξερε πώς να το διαχειριστεί ο Άλεξ. Τον γέμιζε έξαψη η γνώση αυτή, όσο και άγχος. Τι είχε κάνει για να αξίζει τόση καλοσύνη; Η καλοσύνη των ξένων…
Προβληματιζόταν όμως τι θα γινόταν αν η παρουσία του δεν θα ήταν απαραίτητη και θα κούραζε τον άλλον; Τι θα γινόταν αν επέλεγε ο Πάνος να γυρίσει στον δικό του δρόμο, στη δική του ζωή, σπρώχνοντάς τον πίσω στη δική του; Κι αν μια μέρα ξυπνούσε χωρίς το «σε θέλω» στα χείλη, θα μπορούσε ο Άλεξ να ξαναγίνει εκείνο το εγώ που ήταν και δεν ήταν; Όμως, μια ήττα καταγράφεται στα πρακτικά ως ήττα όταν την παραδέχονται και οι δύο εμπλεκόμενες πλευρές. Κι ο Άλεξ δεν ήταν διατεθειμένος να τον αφήσει να φύγει, αν ποτέ παραδεχόταν ο άλλος πως το «μαζί» εξασθενούσε κι ο Άλεξ τον έβλαπτε παρά τον ωφελούσε. Θα τον απειλούσε στην ανάγκη. Σε καμία περίπτωση δεν θα του επέτρεπε να τον εγκαταλείψει αμαχητί. Αυτό είχε αποφασίσει.
Με συνοδεύει φιλικά ένας μοναχικός περίπατος.
Για καλή μου τύχη
Πηγαίναμε κι οι δυο μας προς τα εκεί.
Κική Δημουλά
Το βιβλίο «Να μ’ αγαπάς» έχει μέσα, πολύ καυτό σεξ και μάλιστα ομοφυλόφιλο, απελευθερωμένο από τις συμβάσεις και τους περιορισμούς. Το σεξ στο βιβλία της Λία Νικολάου απορρίπτει τους περιορισμούς που επιβάλλει μια συντηρητική, καταπιεσμένη, θρησκευόμενη κοινωνία. Το γραπτό της είναι στην πραγματικότητα γραπτό για την απελευθέρωση, έχει να κάνει με την ανατροπή θρησκευτικών, πολιτικών ή καλλιτεχνικών πουριτανικών αντιλήψεων. Ο κεντρικός ήρωας και αφηγητής καταπιάνεται με το σεξ, σκοπός του είναι η αυτοέκφραση ή η προσπάθεια να πάρει τον έλεγχο της ζωής του. Η εικόνα αυτών των δύο αντρών ενός νεαρού εικοσιδιάχρονου και ενός σαραντάρη, που κάνουν άγριο, σφοδρό έρωτα, είναι τόσο πλούσια σε δυνατότητες. Το σεξ είναι ηδονή, θυσία, υποταγή, εξέγερση, παραίτηση, ικεσία, κυριαρχία, φώτιση, τα πάντα.
Η συγγραφέας που γράφει αυτό το εξωφρενικά ειλικρινές, απροκάλυπτο μυθιστόρημα με θέμα τον έρωτα και το σεξ, δεν είναι σεμνότυφη στο ζήτημα της ερωτικής ελευθεριότητας. Σε μυθιστορήματα τόσο υπερθερμαινόμενα από το πάθος, το πιο σέξι πράγμα που μπορούσε να κάνει η συγγραφέας ήταν να δείξει τα πάντα για την σεξουαλική πράξη. Η Λία Νικολάου παρουσιάζει την κάθε σεξουαλική συνεύρεση, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί υγιής και το έντονο και σφριγηλό σμίξιμο των δύο αντρών εραστών. Το σεξ στην σημερινή εποχή είναι στ’ αλήθεια μάλλον ανατριχιαστικό, όταν όλα λέγονται και γίνονται. Και πράγματι όλα γίνονται. Επειδή η συγγραφέας γράφει συνέχεια για το σεξ, έχουμε μια λέξη γι’ αυτό: πορνογραφία.
Η συγγραφέας τολμά να μιλήσει για την αγάπη μεταξύ δύο ομοφυλόφιλων. Επιδιώκει να καταστήσει σαφές ότι η αγάπη δεν κάνει διαχωρισμούς όταν είναι αληθινή και ανιδιοτελής. Για το λόγο αυτό και δε σκοντάφτει σε ταμπέλες και ταμπού. Ποιος, όμως, δε ζηλεύει τη δίχως όρια αγάπη, η οποία παρασέρνει στο διάβα της τους δύο ήρωες της ιστορίας, δείχνοντάς τους τις πύλες της πραγματικής ευτυχίας;
Ένα υπέροχο και αντισυμβατικό βιβλίο για τον Άλλο, τις διαφορετικές όψεις του έρωτα, τα συντηρητικά κωλύματα της κοινωνίας, την διαχείριση της απώλειας, την έκφραση της αληθινής αγάπης, τους φόβους και τις μύχιες σκέψεις, την μνήμη, την απόρριψη και τη μοναξιά, που γράφηκε με σκοπό να προβληματίσει, να διδάξει, να προκαλέσει και σαφώς να ανατρέψει τα μέχρι τώρα κοινωνικά στερεότυπα και δεδομένα.
Πλεχτή αφήγηση, προσιτή, αλλά υψηλής ακρίβειας. Γλώσσα αφοπλιστικά καθημερινή, ποιητική. Βιβλίο αληθινό, συγκινητικό, τρυφερό, ποιητικό, πορνογραφικό, βαθύ.
Η Λία Νικολάου, κατά κόσμον Λία Νικολάου Ματζούνη, γεννήθηκε το 1974 στον Βόλο, όπου και συνεχίζει να ζει. Φοίτησε στη Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών, ενώ διδάχθηκε τη σύγχρονη «τέχνη» του χειρισμού ηλεκτρονικών υπολογιστών και ασχολήθηκε με το webdesign και την κατασκευή ιστοσελίδων. Φοράει το σώμα γυναίκας από σύμπτωση και συγγράφει ακολουθώντας την απόλυτη κλίση της. Το «Να μ’ Αγαπάς» είναι το πρώτο της μυθιστόρημα.
Τραχανάς Κώστας