Τον Ιανουάριο του 2000, κυκλοφόρησε στην Ελλάδα ένα ακόμα βιβλίο του ταλαντούχου και πολυδιαβασμένου συγγραφέα Γουίλμπουρ Σμιθ. Είναι ένα από τα δεκατρία βιβλία της σειράς Κόρτνεϊ (Courtney Series) και η μετάφραση του στα ελληνικά φέρει την υπογραφή του Πητ Κωνσταντέα. Την κυκλοφορία δε του βιβλίου στην χώρα μας, έχουν αναλάβει οι εκδόσεις Bell.
Ας ρίξουμε όμως μια κλεφτή ματιά στις 882 λαχταριστές και χορταστικές σελίδες του…
Η ιστορία μας ξεκινά στο Ντέβον, μια επαρχία 25 χιλιόμετρα έξω από το Πλίμουθ, στην δύση του 17ου αιώνα. Εκεί έχει “ρίξει άγκυρα” εδώ και πολλά χρόνια ο σερ Χένρι (Χαλ) Κόρτνεϊ, μετά τα περιπετειώδη και ιδιαιτέρως προσοδοφόρα ταξίδια του. Χήρος τρεις φορές, ζει με τα τέσσερα αγόρια του στο αρχοντικό της οικογένειας, μοιράζοντας τον χρόνο του στην φροντίδα των αχανών κτημάτων και των ορυχείων κασσίτερου που κατέχει. Εκτός όμως από μεγαλοκτηματίας, έχει και άλλες δύο ιδιότητες που του προσθέτουν πλούτο και κύρος. Είναι Ιππότης Ναυτίλος του Τάγματος του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Δισκοπότηρου και ένας από τους ισχυρότερους άντρες στο διοικητικό συμβούλιο της Αγγλικής Εταιρίας Ανατολικών Ινδιών.
Η θέση του αυτή στην Εταιρία αλλά και η αδιαμφισβήτητη πείρα του στα ναυτικά ταξίδια ήταν οι δύο λόγοι για τους οποίους του ζητήθηκε να αφήσει την ηρεμία της αγγλικής υπαίθρου και να ξαναβρεθεί στους επικίνδυνους ωκεανούς. Η πρόταση συνοδεύτηκε -για να γίνει δελεαστική- από ένα μεγάλο ποσοστό στα αναμενόμενα κέρδη και ένας τίτλος ευγενείας· αν έφερνε εις πέρας την αποστολή του, θα ονομαζόταν Βαρόνος του Ντάρτμουθ.
Ποια όμως ήταν η αποστολή; Το εμπόριο στα δυτικά παράλια της Αφρικής και στον Ινδικό ωκεανό περνούσε μαύρες μέρες εξαιτίας των πειρατών. Το τελευταίο μάλιστα διάστημα, ένας πειρατής με το όνομα Τζανγκίρι και το τσούρμο του είχαν επιφέρει τεράστιες απώλειες στην Εταιρία, μεταξύ των οποίων και δύο υπέροχα πλοία που ήταν τα στολίδια του στόλου της. Δεδομένης δε της επικείμενης πολεμικής σύρραξης μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας, οι μέτοχοι δεν μπορούσαν να περιμένουν την συνδρομή του βασιλιά τους. Έπρεπε να δράσουν μόνοι τους… έτσι ήρθε στο προσκήνιο ο Χένρι Κόρτνεϊ, που θα έπρεπε να εξαφανίσει από τις θαλάσσιες εμπορικές οδούς -αλλά και από προσώπου γης ακόμα καλύτερα- τον Τζανγκίρι και τους άντρες του.
Παλιά μου τέχνη κόσκινο, λέει ο λαός μας και πράγματι… ο Κόρτνεϊ πέταξε τη σκούφια του που θα γύριζε ξανά στις μεγάλες του αγαπημένες… την θάλασσα και την δράση. Το δε γεγονός ότι θα είχε τεράστιες απολαβές με το αίσιο τέλος της αποστολής, χρύσωνε ένα χάπι που δεν ήταν χάπι αλλά υπέροχη γλυκιά λιχουδιά! Δύο θαυμάσια εμπορικά -αλλά εξοπλισμένα σαν αστακοί- πλοία τον περίμεναν… το Σεραφείμ στο οποίο θα ήταν καπετάνιος και το Φύλακας της Υόρκης που θα ακολουθούσε κατά πόδας και θα εκτελούσε τις εντολές του.
…
Ο Χαλ κατευθύνθηκε προς την πρύμνη, κοιτώντας τα πανιά. Ήταν φουσκωμένα, με τον δροσερό άνεμο να φυσάει πρίμα. Χάρη στην επιθεώρηση του Νεντ, όλα τα πανιά φούσκωναν ομοιόμορφα και το Σεραφείμ πετούσε· φαινόταν να πηδά κυριολεκτικά από το ένα κύμα μέχρι το άλλο. Ο Χαλ ένιωσε μια άγρια έξαψη, τόσο έντονη, που τον ξάφνιασε: Νόμιζα πως είχα γεράσει πια και πως δεν θα αισθανόμουν ξανά τη χαρά του ταξιδιού με πλοίο και της υπόσχεσης μιας περιπέτειας, σκέφτηκε. Χρειάστηκε κάποια προσπάθεια για να διατηρήσει ήρεμη την έκφραση του και να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό του. Ο Μπρατσωμένος Ντάνιελ στεκόταν δίπλα στο άνοιγμα του κάσαρου και κοιτάχτηκαν· δεν χαμογέλασαν, αλλά ο καθένας ήξερε πως ένιωθε ο άλλος.
…
Εκτός από τον Ντάνιελ και τον Άμπολι -τους δύο συντρόφους από τα παλιά που δεν είχαν λείψει στιγμή από το πλευρό του όλα αυτά τα χρόνια- μαζί του στο ταξίδι είχε και τα τρία μικρότερα παιδιά του· τον Τομ και τον Γκάι, τους 17χρονους δίδυμους, και τον 11χρονο Ντόριαν. Ήταν αδύνατον να μείνουν οι τρεις αυτοί γιοί του πίσω, υπό την επίβλεψη του μεγαλύτερου του γιου του Γουίλιαμ μιας και το μίσος ανάμεσα στον μεγάλο και τους μικρούς ήταν κάτι παραπάνω από απτό. Έτσι συνδύασε το τερπνό μετά του ωφελίμου. Τα αγόρια θα ήταν μακριά από τον δυνάστη τους -ένα ταξίδι κυνηγιού πειρατών φάνταζε απείρως ασφαλέστερο από την αδερφική αγκαλιά-, και συγχρόνως θα μάθαιναν και θα έβλεπαν πράγματα που στο σπίτι στο Ντέβον δεν υπήρχε περίπτωση ούτε να τα φανταστούν.
Το ταξίδι ξεκίνησε και από τα πρώτα ακόμα μίλια, φάνηκε ότι ο Γκάι δεν είχε τη στόφα του ναυτικού. Με απλά λόγια η θάλασσα τον αρρώσταινε και εκείνος την μίσησε για να ανταποδώσει τα “αισθήματά” της προς αυτόν. Αντίθετα, τα δύο του αδέρφια, είχαν βρει τον παράδεισο τους! Η λύση, για τον Γκάι, δόθηκε από έναν επιβάτη του πλοίου, τον κύριο Μπίτι, ο οποίος του πρόσφερε μια θέση μαθητευόμενου γραμματέα στον εμπορικό σταθμό της Εταιρίας στην Βομβάη. Με την άφιξη τους εκεί το μαρτύριο του Γκάι θα λάβαινε τέλος και είναι αμφίβολο αν θα ξανανέβαινε σε πλοίο ακόμα κι αν εκείνο ήταν χιλιοδεμένο σε κάποιο λιμάνι.
Οι δίδυμοι, ο Τομ και ο Γκάι, που ήταν αχώριστοι, για τα μάτια -και όχι μόνο- της νεαρής κόρης του κυρίου Μπίτι (ταξίδευε με τις τρεις κόρες του και την σύζυγο για να αναλάβει το γραφείο στη Βομβάη) δώσανε την θέση της αγάπης που ένιωθαν ο ένας για τον άλλο στο μίσος· ιδιαίτερα ο Γκάι που ήταν ερωτευμένος με την Καρολάιν, της οποίας τα κάλλη τρυγούσε ο Τομ κρυφά από όλους, σχεδόν, επάνω στο πλοίο. Πριν φτάσουν στο ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας, είχαν ήδη μονομαχήσει προσπαθώντας να δώσουν μία μακάβρια λύση στο πρόβλημα.
Την λύση τελικά έδωσε ο πατέρας τους: Ο Φύλακας της Υόρκης συνέχισε για Βομβάη με τους Μπίτι και τον Γκάι, ενώ το Σεραφείμ ξεκίνησε την έρευνα για τον Τζανγκίρι, με τον Τομ και τον Ντόριαν. Για να πετύχει τον σκοπό του, ο Χένρι, έδωσε στο πλοίο του τον διπλό ρόλο του δολώματος και του κυνηγού! Με τα αμύθητα πλούτη τα όποια υποτίθεται ότι μετέφερε -έτσι διέδωσαν στο λιμάνι που έπιασαν- θα κέντριζε την απληστία των πειρατών και με τα κανόνια που όντως μετέφερε, θα έβαζε τέλος στη δράση τους.
Και το δόλωμα έπιασε… οι πειρατές τους έστησαν παγίδα, από την οποία όμως καμία από τις δύο πλευρές δεν επικράτησε. Το Σεραφείμ έπαθε σημαντικές ζημιές, ενώ οι πειρατές το έσκασαν με την ουρά στα σκέλια. Το τραγικό είναι ότι από ένα γύρισμα της τύχης, ο Ντόριαν πιάστηκε αιχμάλωτος του Τζανγκίρι, χωρίς όμως ο πειρατής να γνωρίζει ποιανού γιος είναι ο μικρός. Ο Χένρι και ο Τομ τότε έδωσαν όρκο ότι θα αναζητούσαν τον Ντόριαν μέχρι να τον σώσουν όσο καιρό και να χρειαζόταν, φτάνοντας ακόμα και μέχρι την άκρη της γης!
Και η περιπέτεια άρχισε… η συνέχεια επί των σελίδων…
Ο Γουίλμπουρ Σμιθ είναι αριστοτέχνης στα μυθιστορήματα περιπέτειας. Το «Μουσώνας» είναι ένα ακόμα έργο του που θα ενθουσιάσει και τον πιο δύσκολο αναγνώστη από τις πρώτες κιόλας γραμμές του. Η πλοκή εξαιρετική! Οι περιγραφές μοναδικές! Οι χαρακτήρες ολοζώντανοι! Η γλώσσα κελαρυστή! Το σύνολο; Μαγευτικό!
Απλά διαβάστε το! Θα κλέψει την καρδιά σας και θα το έχετε στο νου σας πολύ πολύ καιρό μετά το τέλος της ανάγνωσης του. Θα το λατρέψετε! 🙂
[grbk https://www.greekbooks.gr/wilbur-smith-goilbor-smith.person%5DΑπό το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Είναι η αυγή του 18ου αιώνα. Στις εσχατιές του γνωστού κόσμου, η πανίσχυρη Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών υφίσταται μεγάλες απώλειες από επιθέσεις πειρατών στα πλοία της.
Μετά από τέσσερα χρόνια αποχής από την ενεργό δράση, ο έμπειρος θαλασσοπόρος σερ Χένρι Κόρτνεϊ σαλπάρει για το τελευταίο και πιο δύσκολο ταξίδι του. Έχει αναλάβει να εξουδετερώσει τους πειρατές, μια αποστολή στο όνομα της Αυτοκρατορίας και του Στέμματος, που θα του φέρει τη δόξα ή το θάνατο.
Ωστόσο, αυτή τη φορά δε ρισκάρει μόνο τη δική του ζωή αλλά και τις τύχες των παιδιών του. Οι τέσσερις γιοι του, αν και πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους, είναι όλοι τους παιδιά του κινδύνου. Τους χωρίζουν αντιζηλίες, φιλοδοξίες και πάθη, αλλά διαπνέονται από την ίδια ασυγκράτητη ορμή. Και καθώς οι άνεμοι της περιπέτειας αρχίζουν να φυσούν, ρίχνονται ατρόμητοι στη δράση, σφυρηλατώντας ο καθένας με το δικό του τρόπο το πεπρωμένο των Κόρτνεϊ…
Μετά τους Κουρσάρους, μια ακόμη γενιά των θρυλικών Κόρτνεϊ χαρίζει τη δική της πορεία, σε μια συναρπαστική ιστορία για την ανδρεία και τον έρωτα, την οργή και το πάθος, την ειρήνη και τον πόλεμο.