Εκδόσεις Ψυχογιός, 2020
Σελ. 502
Ο θάνατος αγαπημένου μας προσώπου είναι για τον άνθρωπο το πιο πικρό πράγμα. Η εξωτερίκευση του πόνου και η αντίδραση κατά της συμφοράς, δημιούργησε τα μοιρολόγια. Τα μοιρολόγια είναι νεκρώσιμα τραγούδια και μεταθανάτιοι ύμνοι για τη ζωή και τα έργα των νεκρών. Ο θρήνος, πρόδρομος του μοιρολογιού, είναι αρχαιότατο ελληνικό έθιμο. Ο Όμηρος αναφέρει ότι τον νεκρό Έκτορα θρηνούσαν «αοιδοί θρήνων έξαρχοι». Τα μοιρολόγια δημιουργήθηκαν κυρίως από μαυροφορεμένες γυναίκες στην Ήπειρο, στην Κρήτη και στη Μάνη. Μοιρολογίστρες είναι οι γερόντισσες,, που φορούν τον πόνο των άλλων σαν ένδυμα ραμμένο ακριβώς στα μέτρα τους. Είναι αυτές που κλαίνε σκυμμένες πάνω από τις σορούς, που λύνουν τις κοτσίδες τους και τραβούν τα μαλλιά τους. Είναι αυτές που διαφυλάσσουν τις ιστορίες της ζωής των νεκρών, αυτές που μετά το θάνατο μας τραγουδούν τη ζωή μας όλη. Είναι οι μανάδες, οι γιαγιάδες και οι προγιαγιάδες του χωριού, λυγισμένες από τους κανόνες, παραμορφωμένες από τη δυστυχία, ζαρωμένες από τα γηρατειά, εξαντλημένες από τη δουλειά και τη βρόμα…
Το βιβλίο «Μοιρολόι» της Κάρεν Κέλερ έχει τη μορφή μοιρολογιού και για αυτό και αποτελείται από 128 στροφές.
Είναι το Κορίτσι, χωρίς κανονικό όνομα, που διηγείται στο ύφος του μοιρολογιού την ζωή της. Μέσα της είναι όλα δυνατά, είναι πλέον ξεκάθαρο. Το δικό της μοιρολόι πρέπει να το τραγουδήσει αυτή η ίδια στον εαυτό της. Δεν μπορεί να περιμένει ώσπου να πεθάνει -μιας και, αλλιώς, δε θα έχει υπάρξει στη ζωή.
Το Κορίτσι ζει σε ένα απομονωμένο χωριό, Το Όμορφο Χωριό. Το χωριό είναι μικρό κι έχει παντού μάτια. Τούτο το χωριό έχει χίλια μάτια και πεντακόσιες -μείον τρεις- νεκρές καρδιές. Τούτο το χωριό δεν είναι η πύλη της Κόλασης, είναι η ίδια η Κόλαση.
Το Κορίτσι βρέθηκε μωρό, μέσα σε ένα κουτί από μπανάνες και τυλιγμένο σε εφημερίδες, μια θυελλώδη χειμωνιάτικη νύχτα με βροχή και αέρα, μπροστά στο ιερό του χωριού και ο ιεροπατέρας, ο Ευρετής, ο Πράχαν, έγινε ο πατέρας και η μάνα του κοριτσιού. Ο ιεροπατέρας και αυτή. Μένουνε στο ιερό και φυλάνε τον χρόνο, την καρδιά, τη συνείδηση του χωριού. Σε αυτούς τους δυο συναντιούνται τα πάντα: οι θεοί, οι άνθρωποι, το παλιό, το νέο. Η θυσία και η εξιλέωση.
Όλοι στο χωριό το κοροϊδεύουν αυτό το ορφανό από αντίκρυ, αυτό το έκθετο, αυτό το αποπαίδι, αυτό το γρουσούζικο κορίτσι, αυτό το σακάτικο, αυτό το έκτρωμα της φύσης, αυτό το μούλικο, αυτό το γαϊδουρόσπερμα, αυτό το γαϊδουροπούτανο, αυτό το κουτσάλογο, αυτή την κατσικοπόδαρη, αυτό το γέννημα της Κόλασης. Την φτύνουν και την σπρώχνουν. Ο ιεροπατέρας, που την αποκαλεί: το Κορίτσι μου, την συμβουλεύει: «Κι αν σε χτυπούν ακόμα και σε απειλούν με πόλεμο, εσύ τον ορθό δρόμο να διαλέξεις». Και το μικρό ορφανό τα υπομένει όλα αγόγγυστα.
Είναι η ιστορία ενός Κοριτσιού που αναμετρήθηκε με το πεπρωμένο του. Αυτό το Κορίτσι αφηγείται και αφήνεται στις επιθυμίες του, νιώθει ότι πρέπει να τιθασεύσει τις ανάγκες του και να παραχωρήσει έδαφος στους 30 νόμους (που είχαν οριστεί από το Συμβούλιο των Πρεσβύτερων και είναι πανάρχαιοι) του απομονωμένου χωριού και του καταραμένου φονιαδοχώρι. Έζησε και μεγάλωσε στο χωριό και βοηθούσε σε όλες τις δουλειές (κόβει ξύλα, φτιάχνει μελίσσια, προετοιμάζει αγρούς, φτιάχνει τον κήπο, τινάζει χαλιά, μαγειρεύει, πλένει, ράβει, κεντάει, υφαίνει) για τον Ευρετή της και όποιο χωριανό ζητούσε βοήθεια, χωρίς να εναντιώνεται σε κανέναν, υποτασσόμενη στα κοινωνικά προστάγματα και στα έθιμα της εποχής. Βρίσκει το χαμόγελο στα μικρά πράγματα…
Η σιωπηλή της εικόνα, το ότι δεν μιλά, δεν έχει λέξεις, δεν εξηγεί, δεν αναλύει, σωπαίνει, είναι ένα είδος αντίστασης του κοριτσιού. Δεν της άρεσε να αντιτάσσεται, να εναντιώνεται, όλη της τη ζωή τρέχει να κρυφτεί από το χωριό, όλη της τη ζωή ρίχνει κάτω το κεφάλι, ώστε να γίνεται αόρατη για το χωριό. Αλλά έτσι ήταν η κοινωνία τότε, στα απομακρυσμένα ορεινά χωριά, ειδικά απέναντι στη γυναίκα και στα έκθετα. Οι απελπισμένοι μιλάνε με τη σιωπή. Έβλεπε το ψέμα, την προσποίηση, τις ψεύτικες αντιλήψεις, την υπεροχή των παραδοσιακών νόμων και κανόνων, την αλλοπρόσαλλη ηγεσία, την Φοβέρα, τον πάσσαλο, το Ευχόδεντρο, την Κοραβέλ-ιερό βιβλίο, το αναχωρητήριο, το βιβλιόσπιτο, το ψεύτικο χρονικό, τους Πρεσβύτερους, ενώ αυτή ήταν ένα αυθεντικό, σιωπηλό κορίτσι, εργατική και ταπεινή, χωρίς υποκρισίες και εγωισμούς, που υπέμενε τη μοχθηρία των γυναικών του χωριού με στωικότητα. Έγινε θύτης και θύμα μαζί, αυτής της σκληρής κοινωνίας, που συνθλίβει χωρίς έλεος. Η κοινωνία την αντιμετωπίζει πολύ σκληρά, γιατί είναι διαφορετική από τα πρότυπα της κοινότητας, την εκδικείται και την λοιδορεί. Και όμως, όταν ήρθε η στιγμή να αντικρίσει τα ακρότατα όρια της ύπαρξής της, θα εκραγεί και δεν θα διστάσει να αποφασίσει την υπέρβαση των νόμων και των κανόνων και να φτάσει στη ρήξη και στη σύγκρουση με την καθυστερημένη κοινότητα.
Αν υπάρχει κάτι που επαληθεύει την αυθεντικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, δεν είναι άλλο από τα βάσανα και τις κακουχίες. Κι αν υπάρχει κάτι που ακυρώνει την ανθρώπινη ζωή, δεν είναι άλλο από τα βάσανα, που οι άνθρωποι προκαλούν σε συνανθρώπους τους. Όλοι οι χωριανοί την αποφεύγουν και τα παιδιά την πετροβολούν, της πετάνε βρομιές και την βρίζουν ότι: έχει το σημάδι του Φοβέρα στο πόδι, έχει τον πάσσαλο στη συνείδησή της, έχει την αμαρτία στο αίμα της, πούλησε τα μαλλιά της στον Διάβολο, είναι μάγισσας γέννημα, είναι φόνισσα μωρών, είναι τσούλα. Τι συμβαίνει όμως όταν κάποιος βασανίζεται όντας εντελώς αθώος; Όταν βρεθεί στη δίνη συμπτώσεων και γεγονότων που τον καθιστούν έκτρωμα της φύσης, περιθωριοποιημένη, έρμαιο της μοίρας; Πώς μπορείς να ζεις σε αυτό το χωριό-Κόλαση, πώς μπορείς να είσαι εκεί και να είσαι άνθρωπος καλοπροαίρετος, πώς μπορείς να ζεις σε τούτο το χωριό και να μην γίνεις μοχθηρός; Μετά την βροχή δεν ξαναβγαίνει ο ήλιος;
Σε αυτή την περίκλειστη και μοχθηρή κοινωνία, μέσα στη μέγγενη της αυστηρότητας και των κοινωνικών στερεοτύπων, το κορίτσι θα συναντήσει την αγάπη. Θα μπορέσει να περάσει μια αχτίδα φως της ανεπιτήδευτης αγάπης. Υπάρχει πάντα η χαραμάδα της αληθινής αγάπης στη ζωή, αλλιώς ο κόσμος του κοριτσιού θα ήταν σκέτη κόλαση. Όμως αυτή η παράνομη και ανεπίτρεπτη, για το χωριό, αγάπη, αναγγέλλει τα σκοτεινά γεγονότα που έρχονταν. Η αγάπη του κοριτσιού και του ιεροσπουδαστή Γιαέλ είναι φτιαγμένη από το φως της σελήνης, αλλά αυτή η αγάπη είναι καταδικασμένη να έχει πολύ σκοτάδι, όταν οι περιστάσεις δεν τις αφήνουν να ανθήσουν…
Το Κορίτσι-Αλίνα, που βρίσκεται σε μια απόσταση από τους ανθρώπους και από την κοινωνία, η οποία κοινωνία της απαγορεύει να διαβάζει, να μιλάει, να χορεύει, να τραγουδάει, που της σακάτεψαν το ποδάρι, θα την αναγκάσουν να γίνει αντικοινωνική, ενώ αυτή δε θέλει πια να έχει σκυφτή πλάτη, να μην σέρνει το πόδι, θέλει να στέκεται ολόρθη, να μην χρειάζεται πια να εξαφανίζει τον εαυτό της, θέλει να λέει αυτό που σκέπτεται, θέλει να είναι ακριβώς αυτό που είναι, θέλει να είναι ξεχωριστή, θέλει να ζήσει, να αγαπήσει, να γράφει, να διαβάζει, να κάνει τέσσερα παιδιά, να έχει κανονικό όνομα (όπως την είπε Αλίνα, ο Γιαέλ), να μην είναι η ψυχή της μαύρη, να μάθει να καπνίζει, να φοράει παντελόνια, να απελευθερωθεί, να έχει ελεύθερο πνεύμα, να μην έχει δικό της θεό, να ανοίξει τα φτερά της για νέους τόπους…
Ένα βιβλίο-μοιρολόι για τον ρατσισμό, για τον Άλλο, για το ξέσπασμά μας σε όποιον δείχνει πιο αδύνατος, για τον αποκλεισμό των γυναικών από τη γνώση και την μόρφωση, για την αρσενική αρχή που υπερτερεί της θηλυκής, για τις περίκλειστες και οπισθοδρομικές ορεινές κοινωνίες, για αυτούς που αποκτηνώνονται, για τα βάσανα των ανθρώπων, για τις μοιρολογίστρες, για την υποκρισία, για την ειλικρίνεια, για το ψέμα, για την αλήθεια, για τον φόβο, για το φως, για το σκοτάδι, για το κακό, για το άδικο, για το οδυνηρό, για την αγάπη, για την ελευθερία, για τις ανθρώπινες αξίες, για την θυσία και την εξιλέωση.
Το συστήνω ανεπιφύλακτα για τις σκληρές νύχτες της καραντίνας.
Η Κάρεν Κέλερ σπούδασε θέατρο και εργάστηκε στον χώρο αυτό 12 χρόνια. Σήμερα ζει στο Αμβούργο και γράφει θεατρικά έργα, σενάρια και μυθιστορήματα. Το 2018 κέρδισε την υποτροφία εργασίας του German Literature Fund για το «Μοιρολόι», το οποίο βρέθηκε στη μακρά λίστα των υποψηφιοτήτων για το German Book Prize 2019. Η Κάρεν επισκέπτεται πολύ συχνά την Ελλάδα, την οποία υπεραγαπά.
Τραχανάς Κώστας