Εκδόσεις Ψυχογιός, 2020
Σελ. 400
Η κουκουβάγια ταυτίστηκε από την αρχαιότητα με το άγγελμα του θανάτου, ήταν ένα προμήνυμα πως κάτι κακό θα έρθει. Η κουκουβάγια, είναι ένα νεκροπούλι, ένα νυκτόβιο πτηνό που συνδέθηκε με το αίσθημα του φόβου, παρά το γεγονός πως θεωρείται πολύ χρήσιμο πουλί ακριβώς επειδή καταναλώνει αρκετά ποντίκια. Ο φόβος αυτός ίσως να γιγαντώνεται από τα πελώρια μάτια της που λάμπουν μέσα στη νύχτα, από το αθόρυβο της πέταγμα και το άγριο παρουσιαστικό της. Οι κραυγές της κουκουβάγιας και η τσιριχτή της φωνή στα αυτιά πολλών συμβολίζουν τον επερχόμενο θάνατο, το απόκοσμο και το σκοτεινό. Συνδέθηκε διαχρονικά με το άγνωστο και το σκοτεινό, η ύπαρξή της διαποτίστηκε από διάφορους λαϊκούς μύθους.
Τρεις κουκουβάγιες τραγουδούσανε ένα πρωί, κι αυτό πα να πει πως όπου να ‘ναι η Μερσέδες θα πεθάνει. Οι τρεις κουκουβάγιες γι’ αυτήν έρχονταν, να την βρουν και να την πάρουν…
Ένας άνδρας που τον φώναζαν Νεαρό ή Ναύτη είχε μια εξωφρενική και αλλόκοτη ιδέα: να ρίχνει καναρόσπορους στους δρόμους του Σαν Σαλβαδόρ μέχρι το σπίτι του, για να προσελκύσει τις κουκουβάγιες… Άφηνε καναρόσπορο και στην στέγη του σπιτιού του, για δόλωμα, για τις κουκουβάγιες, αλλά το τρώγανε τα περιστέρια και τα ποντίκια. Όμως ο Ναύτης περίμενε τις κουκουβάγιες, μήπως μπορέσει να τις ακολουθήσει, για να βρει αυτό που του πήρανε: την αγαπημένη του, την Μερσέδες. Όμως μια μέρα έριξε τόσο βροχή, ήταν τέτοια η νεροποντή και τόσο σοβαρές οι πλημμύρες, που ο ποταμός Ασελουότε ξεχείλισε και μπήκε στην πόλη του Σαν Σαλβαδόρ και πλημμύρησε όλα τα καταστήματα και έτσι δεν εύρισκε ο Ναύτης καναρόσπορο. Ψάχνοντας για καναρόσπορο βρήκε ένα μοναδικό μαγαζί που είχε, ήταν το μαγαζί της δόνιας Γκρεγόρια Μέντες. Βρίσκοντας την Γκρεγόρια του έδωσε ταυτόχρονα με τον καναρόσπορο και μια ζωή…
Όλο το βιβλίο, με την ποιητική γραφή του Χόρχε Γκαλάν, είναι γεμάτο τέτοιες ιστορίες, θρύλους και μύθους.
Μια ιστορία ενός άνδρα, του Νεαρού ή Ναύτη, που διηγείται παράξενες ιστορίες.
Μια ιστορία ενός ανθρώπου που ήρθε απ’ την ομίχλη.
Μια ιστορία ενός στρατιωτικού δικτάτορα, του Μαξιμιλιάνου Ερνάντες Μαρτίνες, φίλο του Ναύτη.
Μια ιστορία μιας πανέμορφης γυναίκας της Μερσέδες, που τραγουδούσε όμορφα, στα κιόσκια του Πάρκου Λιμπερτάδ και που τραγουδούσε σαν δαιμονισμένη ένα τραγούδι για μια γυναίκα τόσο ελεύθερη που δε στέριωνε πουθενά, που πήγαινε μόνο όπου την πήγαινε ο γερο-βοριάς.
Μια ιστορία ενός νεαρού που άκουγε συνέχεια καμπάνες.
Μια ιστορία για τη γυναίκα με το κάρο, το κάρο και το κατάστημα δημητριακών, την δόνια Γκρεγόρια Μέντες.
Μια ιστορία για την Τρελή του Παραθύρου, την Γκλόρια Κεσάδα, φίλη της Γκρεγόρια Μέντες.
Μια ιστορία για την Μπλάνκα, περιστασιακή φίλη του Ναύτη.
Μια ιστορία για ένα πιλότο, για το τσίρκο Paraiso, για ένα μποξέρ που αντιμετώπισε επτά αντιπάλους συνέχεια, για τους τραγουδιστές του θείου Μαουρίτσιο, για τα ταξίδια με το τρένο, για τη θάλασσα, για το ηφαίστειο, για τις φυτείες του καφέ, για τα χρυσά νομίσματα.
Μια ιστορία για ένα άνθρωπο που αρρώστησε και όλα τα έβλεπε γκρίζα, άσπρα και μαύρα. Ασπρόμαυρες μέρες ενός ανθρώπου.
Μια ιστορία για ένα θλιμμένο και λυπητερό τραγούδι της Εντίτ Πιαφ και για το διάσημο μπολέρο του Γκονσάλο Κουριέλ, Veredatropical, που λέει κάπου: «Λιώνει η ψυχή μου περιμένοντας».
Μια ιστορία για ένα αγοράκι με το όνομα Αντρές Ασένσιο, που ετοίμαζε ένα υπέρτατο θαύμα, να περπατήσει πάνω στα νερά του ποταμού Ασελουάτε!!!
Μια ιστορία για ένα αναφιλητό που δεν μπορούσε κανείς να ξέρει από πού ερχόταν, αν ερχόταν απ’ τους ζωντανούς ή από τους πεθαμένους…
Μια παράξενη ιστορία για ένα όνειρο, για ένα ταξίδι, για μια κατάρα, για ένα άδειο φέρετρο, για την μαύρη μαγεία.
Μια ιστορία για τον κίτρινο πυρετό και την ευλογιά στο Σαν Σαλβαδόρ, που σκότωσε πολύ κόσμο.
Μια ιστορία που η κυβέρνηση του δικτάτορα Μαξιμιλιάνο, για να …απωθήσει την ευλογιά, διέταξε να τυλίξουν τις δημόσιες λάμπες με μπλε χαρτί και επέβαλε ποινή μετανοίας στις πόρνες της πόλης, τις οποίες υποχρέωσε να φτιάξουν ένα χαλί από πριονίδι ή αλάτι ή πέταλα λουλουδιών, στους δρόμους του κέντρου της πόλης, που θα περνούσε ο Επιτάφιος!!! (όπως σήμερα η χλωροκίνη του Τραμπ, θα απωθήσει τον κορωνοιό…)
Μια ιστορία ενός από τους τέσσερις λόφους που δεσπόζουν στην πόλη του Σαν Σαλβαδόρ, του Σαν Χασίντο, που ήταν πάντα γκρίζος, εξαιτίας της ομίχλης.
Μια ιστορία για τη φύση του ανθρώπου που είναι ίδια με του κτήνους: σκοτώνει για να επιβιώσει.
Μια ιστορία για την απεργία των κατεβασμένων χεριών.
Μια ιστορία που τα σκυλιά σταμάτησαν να ουρλιάζουν, γιατί ούρλιαζαν από τον πόνο οι άνθρωποι.
Μια ιστορία που οι γύπες, τα όρνια και τα σκυλιά τρώγανε ανθρώπους πεσμένους σε λίμνες από αίμα. Μια ιστορία που το αίμα έκαψε τη γη.
Μια ιστορία για τον Φελισιάνο Άμα, που ήταν κάσικος ενός εξαντλημένου λαού, φτιαγμένου από παράξενα όνειρα, που μπερδεύονταν με αναμνήσεις, πάντα φριχτές.
Μια ιστορία για ένα επαναστατημένο άνθρωπο, που κοίταζε πάντα μακριά ή άκουγε κάποιες φωνές που ήταν πάνω από πεντακοσίων χρόνων, εκείνες των προγόνων του, εκείνες που, πριν από αυτόν, είχαν οδηγήσει το λαό του.
Μια ιστορία για τους ιθαγενείς και μη ιθαγενείς αγρότες, που δούλευαν στις φυτείες του καφέ των γαιοκτημόνων και δεν ήταν ούτε σκιές, ούτε βόδια, ούτε λήθη, ούτε θλίψη, ούτε παιδιά με όψη γέρων: ήταν άνθρωποι.
Μια ιστορία για τον θρηνητικό ήχο του ανέμου, τον ήχο της θάλασσας, το υγρό σκοτάδι της ομίχλης, την βαριά, μεταλλική, έντονη μυρωδιά του αίματος.
Μια ιστορία για χωριά που είχαν πνιγεί στο αίμα, που είχαν γίνει σκιές. Που δεν ακουγόταν τίποτα…
Μια ιστορία που τα σπίτια γέμισαν σιωπή. Και απουσία.
Μια ιστορία που η πόλη είχε βυθιστεί σε μια σιωπή που ήταν τόσο ηχηρή ώστε ήταν αδύνατο να κοιμηθούν οι κάτοικοί της.
Μια ιστορία για μια εξέγερση αγροτών, που την κατέπνιξε ο στρατός του δικτάτορα Μαξιμιλιάνο.
Μια ιστορία που η δόνηση του ήχου από τις μπότες των στρατιωτών μόλυνε τον αέρα, τα φύλλα και οι καρποί των δέντρων έπεφταν στο χώμα, η γη έτρεμε και προκαλούσε ανεπαίσθητους σεισμούς.
Μια ιστορία για σκλάβους και αφεντικά.
Μια ιστορία για τον τραγικό θάνατο τριών στελεχών του Κομμουνιστικού κόμματος του Ελ Σαλβαδόρ, την 1η Φεβρουαρίου του 1932, των: Φαραμπούντο Μαρτί (που έμελλε να γίνει γνωστός ως Φαραμπούντο), Αλφόνσο Λούνα και Μάριο Σαπάτα.
Μια ιστορία με ανέμους, κυκλώνες, σκιές, ομίχλες, βροχές.
Μια ιστορία γεμάτη όνειρα, οράματα, φαντάσματα, θαύματα, αναμνήσεις, αρρώστιες, απελπισία, κακό και θάνατο.
Μια ιστορία για ερημωμένα, καταραμένα, υπερφυσικά μέρη.
Μια ιστορία που το σκοτάδι ήταν τόσο πυκνό γύρω στις δέκα το πρωί.
Μια ιστορία για το πιο παράξενο σκοτάδι και την πιο παράξενη σιωπή.
Μια ιστορία για τις αναμνήσεις που είναι το πιο σκληρό ξύλο αυτού του κόσμου…
Μια ιστορία γεμάτο θανάτους.
Μια προσωπική ιστορία.
Η ιστορία μιας πόλης.
Η ιστορία μιας ολόκληρης χώρας.
Παράξενες και σκοτεινές ιστορίες. Ιστορίες φρίκης, ζοφερές και καταραμένες. Ιστορίες για ανθρώπους που ζουν περιμένοντας κάποιον ή ακόμα χειρότερα, άνθρωποι που ζουν με κάποιον για να μην είναι μόνοι και δεν ξέρουν πια τι να περιμένουν, αλλά έχουν χάσει κάθε ελπίδα στην κωλοζωή…
Μια ιστορία για αυτά τα χρόνια που δεν ήταν δικά μας…
Δεν υπάρχει τίποτα σε αυτές τις ιστορίες του αφηγητή του βιβλίου που να μη φαίνεται επινόηση, καθαρή παραληρηματική φαντασία ή μήπως ο γέρος άνεμος σωπαίνει όταν ο αφηγητής μιλάει, άρα όσα λέει πρέπει να ‘ναι αλήθεια;
Τίτλοι τέλους γι’ αυτές τις ιστορίες, αυτού του μαγικού μυθιστορήματος…
Ήρθε η ώρα να σας πω και εγώ, ο αναγνώστης αυτού του βιβλίου, μια ιστορία…
Ο ΧΟΡΧΕ ΓΚΑΛΑΝ γεννήθηκε το 1973 στο Σαν Σαλβαδόρ του Ελ Σαλβαδόρ. Ως ποιητής και συγγραφέας έχει τιμηθεί με πολυάριθμα λογοτεχνικά βραβεία τόσο στη χώρα του όσο και διεθνώς, όπως το Premio Nacional de Novela Corta (Εθνικό Βραβείο Διηγήματος). Το 2016 τιμήθηκε με το Βραβείο της Βασιλικής Ισπανικής Ακαδημίας για το μυθιστόρημά του ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ.
Τραχανάς Κώστας