Το 1996 κυκλοφόρησε για πρώτη φορά από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Ακολούθησαν συνεχείς ανατυπώσεις και πέντε χρόνια μετά την παρθενική του εμφάνιση, το 2001, τιμήθηκε με το βραβείο Ιπεκτσί. Ο λόγος για το μυθιστόρημα «Σαν το μετάξι» της Λίας Μεγάλου Σεφεριάδη. Ας γυρίσουμε όμως το εξώφυλλο για να ξεκινήσουμε το ταξίδι μας…
Η διαδρομή μας ξεκινά από τις Κυκλάδες, το Μοναστήρι και την Κωνσταντινούπολη. Μέρη στα οποία απλώνονται οι μακριές ρίζες του οικογενειακού δέντρου της αφηγήτριας και μιας εκ των χαρακτήρων του βιβλίου. Ανθρώπινες παρουσίες από τις οποίες προέρχεται το DNA της, με ιστορίες που τις έχει καλύψει το πέπλο της λήθης. Ένα πέπλο που αραιώνει όταν φτάνουμε στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας, λίγο πριν την Καταστροφή του ’22, στον παππού Αντώνη και στη γιαγιά Μαρία.
Ο παππούς είχε καταταγεί στις δυνάμεις του ελληνικού στρατού. Παρόλο όμως που βρέθηκαν με την γιαγιά λίγο πριν εισβάλουν οι τσέτες στην Σμύρνη, η ειμαρμένη θέλησε να τους χωρίσει χωρίς να ξέρει ο ένας την τύχη του αλλουνού. Η Μαρία φτάνει όπως όπως στον Πειραιά και από εκεί ξεκινά ο Γολγοθάς της προσφυγικής ζωής. Φτωχή, χωρίς κάποιο στήριγμα, με μοναδικό της εφόδιο τις γνώσεις μοδιστρικής, καταφέρνει να επιβιώσει τους πρώτους μήνες και να βρει καταφύγιο σε ένα κουρείο… Εκεί ζούσε, εκεί κοιμόταν τα βράδυα και εκεί, όταν ήρθε η ευλογημένη ώρα, γέννησε τα δίδυμα… Ο ερχομός των παιδιών συνοδεύτηκε από την υποχρεωτική μετεγκατάσταση σε ένα δωματιάκι πίσω από τον Άγιο Βασίλη. Δεν ήταν δυνατόν τα μωρά να μεγαλώσουν σε ένα κουρείο!
Κουτσά στραβά τα βόλευε, μέχρι που η τύχη έφερε μπροστά της ένα μακρινό θείο. Πρόσφυγας κι αυτός, αλλά πιο δικτυωμένος, την βοήθησε να βρει ένα σπιτάκι στην Νέα Ιωνία…
…
Δεν ξέρω τι διασυνδέσεις βρήκε και της πήρε ένα σπίτι στη Νέα Ιωνία. Μόνο δύο τετράγωνα ήταν χτισμένα με πέτρες, τα υπόλοιπα ήταν πλίνθινα. Η γιαγιά μου στάθηκε τυχερή και πήρε πέτρινο, με μεγάλο οικόπεδο, δέκα επί έντεκα. Το σπίτι αποτελούνταν από ένα δωμάτιο, μια κουζίνα και το αποχωρητήριο. Μόλις πάτησε το πόδι της μέσα, γονάτισε, φίλησε το πάτωμα κι έκανε το σταυρό της. Τα μικρά ήταν δεν ήταν δυο χρονώ.
…
Τα τζιγέρια της όπως τα έλεγε. Η Αντωνία και ο Στάθης. Η Μαρία έστησε με χίλιους κόπους ένα νοικοκυριό, κυριολεκτικά από το μηδέν, ράβοντας πολλές φορές μέχρι τις δύο τα ξημερώματα.
Εντωμεταξύ, ο Αντώνης ο άντρας της, κατάφερε κι αυτός να γλυτώσει από τους τσέτες και να έρθει στην Ελλάδα χωρίς να γνωρίζει ότι η γυναίκα του είχε σωθεί, ότι ήταν έγκυος όταν χάθηκαν και ότι πλέον είχε γεννήσει τα δύο του παιδιά. Οι δρόμοι τους κάποια στιγμή έσμιξαν, αλλά ήταν τέτοια η κατάσταση που θα ήταν καλύτερα για την Μαρία να συνέχιζε να τον έχει για χαμένο. Ο Αντώνης, είχε ξαναπαντρευτεί και μάλιστα είχε αποκτήσει με την δεύτερη γυναίκα του και δύο κοριτσάκια! Την αβάσταχτη αυτή κατάσταση για όλους μπορεί να σκέφτηκε ο Θεός και τον πήρε γρήγορα κοντά του.
Έτσι η Μαρία συνέχισε να φορά τα μαύρα πένθιμα ρούχα, όντας σίγουρη αυτή τη φορά ότι ο άντρας της είχε αποδημήσει εις Κύριον. Σκούντα βρόντα η ζωή κυλούσε, οι μέρες γίνονταν μήνες και οι μήνες χρόνια. Η Μαρία συνέχιζε να ράβει, η Αντωνία ασχολιόταν όλο και περισσότερο με το νοικοκυριό του σπιτιού και ο Στάθης πήγαινε στο δημοτικό σχολείο, έχοντας ήδη δείξει την λατρεία του για την μουσική. Γι’ αυτόν το τραγούδι ήταν σαν το οξυγόνο. Κάλλιο να του στερούσες τον αέρα παρά τα τραγούδια που όλη μέρα ταξίδευαν από την καρδιά στα χείλη του, πολλές φορές και εν μέσω μαθήματος, στο σχολειό!
Στα δεκατέσσερα χρόνια τους, η Αντωνία μπήκε εσωτερική υπηρεσία σε ένα αρχοντικό σπίτι στην Κυψέλη, ο Στάθης έχοντας τελειώσει το σχολείο δούλευε ήδη μεροκάματο σε διάφορες δουλειές και η Μαρία συνέχιζε να ράβει και να καμαρώνει τα δύο της βλαστάρια, που έγιναν πια δέντρα κι άρχισαν να απλώνουν τα κλαριά τους. Εδώ όμως, ήρθε η ώρα να τους αφήσουμε… θα τους ξανασυναντήσετε και θα μάθετε την συνέχεια της ιστορίας τους, όταν με το καλό διαβάσετε το «Σαν το μετάξι» της Λίας Μεγάλου Σεφεριάδη.
Κεντρικό πρόσωπο στην πλοκή είναι ο Στάθης. Ένα λαϊκό παιδί που με την τέχνη του -έπαιζε μπουζούκι και συνέθετε τραγούδια- κατέκτησε το κοινό εντός αλλά και εκτός συνόρων. Η χάρη του έφτασε μέχρι την Αμερική και την Νότιο Αφρική. Μέσα από αυτόν τον ήρωα η Λία Μεγάλου Σεφεριάδη μας οδηγεί τόσο σε διαδρομές πάνω στο λαϊκό πεντάγραμμο όσο και σε διαδρομές στην Ελλάδα του 20ου αιώνα.
Ο τρόπος γραφής της συγγραφέως, άμεσα αναγνωρίσιμος και απόλυτα εθιστικός σε υποχρεώνει να διαβάσεις το βιβλίο κάνοντας τις λιγότερες κατά το δυνατόν παύσεις. Καθημερινός, όπως και οι ήρωές της, ζωντανεύει στον αναγνώστη όχι μόνο τα πρόσωπα και τους τόπους αλλά ολόκληρη την ιστορία ενός λαού, του λαού μας! Πιάνοντας το νήμα πριν την Μικρασιατική Καταστροφή μας συνοδεύει μέχρι τις μέρες μας, σε ένα ταξίδι διάρκειας ενός αιώνα.
Όπως και στα άλλα βιβλία της, χαρακτηριστική είναι η κρυστάλλινη διερευνητική ματιά της που εντοπίζει τα σημαντικά μέσα από τον σωρό, σχολιάζοντας και καυτηριάζοντας καταστάσεις – γεγονότα από την ιστορία του έθνους και από την συμπεριφορά των Ελλήνων στο χρονικό διάστημα που αναφέρεται το βιβλίο της.
Όντας σίγουρος ότι θα απολαύσετε κάθε του σελίδα και θα μάθετε πολλά και διάφορα από την ανάγνωση του, σας το προτείνω ανεπιφύλακτα και σας εύχομαι να βρεθείτε με το «Σαν το μετάξι» της Λίας Μεγάλου Σεφεριάδη, όσο γίνεται πιο γρήγορα στα χέρια σας. Καλή ανάγνωση!
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Κυκλάδες, Μοναστήρι, Κωνσταντινούπολη, Αϊδίνι, Καταστροφή, Πειραιάς, Νέα Ιωνία, Ευρώπη, Αφρική, Αμερική. Οι ρίζες και η ζωή ενός λαϊκού καλλιτέχνη, μια ζωή πλούσια σε περιπέτειες, σε αγώνες, σε μουσική, σε έρωτες, σε «νύχτες μαγικές κι ονειρεμένες». Φόντο ανάγλυφο σε όλο το βιβλίο η Ιστορία, που σφραγίζει με το βάρος της τη ζωή των καθημερινών ανθρώπων, την πορεία ενός λαού.