Στις εννέα Ιουλίου, Τετάρτη, ο Σπύρος Μαλταμπές της άγγιξε το χέρι, στις δεκαεπτά Ιουλίου, την επόμενη Πέμπτη δηλαδή, της το ‘σφιξε κιόλας, όχι το δεξί αυτή τη φορά, το άλλο, το χάιδεψε αργά, το ξανάσφιξε, έτριψε εκεί που διχαλώνουν δύο δύο τα δάχτυλα. Μαζεύτηκε κι αυτή σαν σαλιγκαράκι, ένιωσε ένα κάψιμο παντού κι αμέσως μετά την καρδιά της, δίχως ήχο, να σκάει σαν ρόδι και τα ρουμπινάκια να διαγράφουν τόξα, να ξανασκοντάφτουν στους ώμους της και πάνω του, να αναπηδούν στις πλάκες του αγίου, σαν πυγολαμπίδες. Πέθανα φαίνεται, της ήρθε στο νου χωρίς να φοβάται ή να μετανοεί.
…
Δεν πέθανε η Όρσα μας, απλά ερωτεύτηκε. Ερωτεύτηκε για πρώτη φορά και ερωτεύτηκε με κάθε πόρο της ύπαρξής της. Το ίδιο βέβαια συνέβη και στον Σπύρο, που στα μάτια της Όρσας βρήκε το απάνεμο λιμάνι που ποθεί να βρει κάθε άντρας, πόσω μάλλον ένας ναυτικός -σαν εκείνον- που γνωρίζει από πρώτο χέρι τι εστί ανοιχτή θάλασσα. Στα είκοσί της η Όρσα, στα εικοσιέξι του ο Σπύρος. Στην κατάλληλη δηλαδή ηλικία και οι δυό για να ξεκινήσουν τη δική τους οικογένεια. Πόσω μάλλον δε αφού τους ενώνει ένας τέτοιος μεγάλος έρωτας. Τι γνώμη όμως θα έχει γι αυτό η Μίνα; ο καπετάνιος του πατρικού της σπιτιού, η μάνα της. Ο πατέρας της, καπετάνιος του νερού, των ωκεανών που όργωνε, ήταν διαρκώς απών.
Η Μίνα ήταν σκληρή γυναίκα, άσσος στις επενδύσεις -οι λίρες από τον μισθό του καπετάνιου γίνονταν ακίνητα- και κέρβερος στο σπιτικό της. Για τα δυό κορίτσια, την πρωτότοκη Όρσα και την δεύτερη την Μόσχα, είχε μεγάλα σχέδια στα οποία μάλλον δεν θα χωρούσε ο Σπύρος. Ειδικά αφού για την Όρσα είχε βάλει στο μάτι τον Νίκο, γόνο αρχοντικής και γεμάτης παρά οικογένειας της Άνδρου. Όχι ότι εκείνοι δεν είχαν τον τρόπο τους (καμιά από τις θυγατέρες της δεν θα στερούνταν το οτιδήποτε, όποιον και να παντρεύονταν) αλλά αυτό που μέτραγε για την Μίνα ήταν το πορτοφόλι και όχι η καρδιά.
Η Μόσχα, τρία χρόνια μικρότερη της Όρσας, δεν θα αργούσε κι εκείνη να παντρευτεί. Πρώτα όμως έπρεπε η Μίνα να ξεμπερδέψει με την μεγάλη, γιατί κάτι είχε ψυχανεμιστεί ότι συμβαίνει στην ζωή και την καρδιά της κόρης της. Και να, το μαντάτο δεν άργησε να φτάσει. Ο Σπύρος έστειλε τον θείο του, τον Αιμίλιο Μπάλα, να φέρει το φλέγον θέμα με τρόπο, η Μίνα όμως το ξέκοψε κατηγορηματικά!
…
Αφηνιασμένη η μάνα της είχε περάσει στη δράση, ούτε περίστροφο να κρατούσε και να σημάδευε, είχε ακινητοποιήσει τον Μπάλα και του ζητούσε από πάνω και την κοπριά του περιστεριώνα να την σκορπίσει στις γαριφαλιές της.
– Μη σ’ τη φάνε πάλι οι γειτόνισσές σου.
Ακίνητη πίσω από τη δίφυλλη δρύινη πόρτα της σάλας, η Όρσα βαστούσε την αναπνοή της, τα άκουγε και δεν μπορούσε και να κλάψει.
…
Η μοίρα της εικοσάχρονης κοπέλας ορισμένη από τη μάνα της. Να παντρευτεί κάποιον που δεν θέλει, να κάνει παιδιά και να ζήσει ως τα στερνά της στην Μικρά Αγγλία, έτσι όπως αποκαλούσαν την Άνδρο οι ντόπιοι εφοπλιστάδες που είχαν τα γραφεία τους στην άλλη, τη μεγάλη.
Εικοσιεφτά Δεκεμβρίου 1929, η Όρσα και ο Νίκος έσονται εις σάρκαν μια σύμφωνα με τις επιθυμίες της Μίνας και την ευλογία του μητροπολίτη Σύρου, Τήνου, Άνδρου. Λίγο καιρό αργότερα φτάνει και το πρώτο παιδί. Ο πολυπόθητος γιος. Η Όρσα όμως εξ’ αιτίας της γέννας παρουσίασε αναιμία και κρίθηκε σκόπιμο να μεταφερθεί στην Αθήνα και να νοσηλευτεί σε μια κλινική στα Μελίσσια. Όταν με το καλό επέστρεψε στο νησί την περίμενε εκεί μια μεγάλη έκπληξη. Η αδελφή της η Μοσχούλα είχε βρει τον εκλεκτό της καρδιάς της και είχε αρραβωνιαστεί. Με ποιόν; Με τον Σπύρο. Με τον Σπύρο τον Μαλταμπέ. Με τον Σπύρο της! Με τον ίδιο άνθρωπο στον οποίο η μητέρα της είχε κατηγορηματικά και αμετάκλητα αρνηθεί το χέρι της.
Η συνέχεια; Πως θα μπορούσε να υπάρξει ευτυχισμένη συνέχεια για ανθρώπους των οποίων οι ζωές έχουν μπλεχτεί τόσο πολύ και έχουν σταθεί άδικες ακολουθώντας την νομή των συμφερόντων και όχι της καρδιάς; Η τραγική κατάληξη αυτής της ιστορίας είναι κάτι που θα μάθετε όταν διαβάσετε το «Μικρά Αγγλία» της Ιωάννας Καρυστιανής. Κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 1997 από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Είναι ένα πολύ όμορφο μυθιστόρημα με εξαιρετική πλοκή και ήρωες με ξεχωριστούς και ιδιαίτερους χαρακτήρες. Μοναδικό του μειονέκτημα ο τρόπος γραφής της συγγραφέως. Θαρρώ ότι όταν το έπλαθε είχε περίσσια κομμάτων και έλλειμμα τελειών. Αν ο αναγνώστης ακολουθήσει πιστά τα σημεία στίξης θα αναγκαστεί αρκετές φορές να ξαναδιαβάσει τις παραγράφους για να καταλάβει την εξέλιξη της ιστορίας. Αν όμως αντικαταστήσει πολλά από τα κόμματα που θα βρει με τελείες τότε η αφήγηση θα κυλήσει αβίαστα και ο ίδιος θα περιπλανηθεί στον μαγευτικό κόσμο της «Μικράς Αγγλίας». Επειδή πιστεύω ότι αξίζει να το διαβάσετε σας προτείνω να εφαρμόσετε την παραπάνω τακτική.
Οφείλω να σημειώσω ότι, το αξιόλογο αυτό μυθιστόρημα μεταφέρθηκε το 2013 στην μεγάλη οθόνη με σκηνοθέτη τον Παντελή Βούλγαρη. Τόσο ο ταλαντούχος σκηνοθέτης όσο και οι ερμηνείες των ηθοποιών, μετουσίωσαν τον γραπτό λόγο σε μια υπέροχη κινηματογραφική ταινία που σε καθηλώνει. Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους βρίσκονται: η Πηνελόπη Τσιλίκα (Όρσα), η Σοφία Κόκκαλη (Μόσχα), η Αννέζα Παπαδοπούλου (Μίνα), ο Ανδρέας Κωνσταντίνου (Σπύρος) και ο Μάξιμος Μουμούρης (Νίκος).
Όποιο κι από τα δύο δεν έχετε απολαύσει πιστεύω ότι χάνετε. Το καθένα, το βιβλίο ή η ταινία, για τους δικούς του λόγους θα πάρει μια θέση στη καρδιά σας. Δείτε την και διαβάστε το!
Δείτε τη σελίδα της Ματιάς που είναι αφιερωμένη στην ταινία «Μικρά Αγγλία», κάνοντας κλικ εδώ!
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Η ιστορία διαθέτει ναυτικό φυλλάδιο και ταξιδεύει επί μία εικοσαετία μεταφέροντας θαλασσοφαγωμένους άντρες και θαλασσοφαγωμένες γυναίκες στους μεγάλους ή ασήμαντους πλόες της ζωής, από τη Σουραμπάγια στα βυσσινοχώραφα της Άνδρου, από ένα ντοματοπίλαφο στο Μπουένος Άιρες κι από τις συμμαχικές νηοπομπές κατά τη διάρκεια του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου στη Ρίβα και στο λευκό διώροφο των Σαλταφέρων με το τσιγκούνικο ταβάνι, που σαν απλωμένο τουλπάνι έσταζε τους ήχους του απάνω σπιτιού και μαζί τους ήχους του έρωτα στο πανομοιότυπο κάτω σπίτι, είκοσι τέσσερις λεπτές κυπαρισσοσανίδες που ρήμαξαν ζωές.