Εκδόσεις Opera, 2020
Σελ. 318
Τους κουβαλάμε
τους νεκρούς μας
Σαν πολύτιμες πέτρες
Σαν θηλιές
Ή
σαν ζώα νεκρά…
Αφήστε τους νεκρούς μας στη γαλήνη τους.
Νύχτες με γκρίζο φεγγάρι και αύρες που συναντιούνται, μενεξεδιά ξημερώματα.
Όλη η ιστορία είναι πολύ απλή, τόσο απλή, που αν την αφηγηθεί κανείς έτσι, σχεδόν μοιάζει σαν μια από εκείνες τις ιστορίες που ακούμε κατά τύχη σε μια άσχετη συζήτηση ή σαν ένα οποιαδήποτε τίτλο εφημερίδας που, ελλείψει περισσοτέρων πληροφοριών, περνάει γρήγορα στη λήθη, καθώς επικαλύπτεται από τον επόμενο. Είναι απλή, όπως είναι τα πράγματα που συμβαίνουν δίχως προθεσμίες και διαδικασίες, ή όπως πέφτει η πέτρα στο νερό της λίμνης: πτώση, κρούση, κυματισμός, ηρεμία.
Δράση, αντίδραση. Φυσική. Η ζωή και ο θάνατος.
Και μερικές φορές συμβαίνουν πράγματα που έχουν τέτοιο αντίτυπο πάνω μας που έχουν σημασία αυτά καθαυτά, επειδή έχουν τόσο βάρος και τόσο ανθρώπινη διάσταση, που ο εγκέφαλος είναι ικανός να τα αντιληφθεί μόνον ως ένα κλειστό σύνολο. Έπειτα ο χρόνος αναλαμβάνει να μας δείξει πως, παρά τη σφοδρότητα της πρόσκρουσης, αυτό που πραγματικά έχει σημασία δεν είναι τόσο το χτύπημα όσο το ωστικό κύμα, αυτό που επανατοποθετεί τα πιόνια πάνω στη σκακιέρα της ζωής και αλλάζει το τοπίο που μέχρι τότε θεωρούσαμε αμετάβλητο…
Οι δυσκολίες στην επικοινωνία και οι τραυματικές οικογενειακές σχέσεις αποτελούν το βασικό θεματικό άξονα του βιβλίου. Μια οικογενειακή συνάντηση, παραμονή Πρωτοχρονιάς του 2014, στην Βαρκελώνη. Μια βραδιά ήσυχη με το φαγητό της, μια βραδιά με χαλαρή κουβέντα και ήρεμο χρόνο, με τις δώδεκα ρώγες σταφύλια, τα τέσσερα τέταρτα, τις προπόσεις, τα φιλιά, τις αγκαλιές.
Μια οικογένεια σύγχρονη και πολύ ανοιχτή. Μια οικογένεια τόσο ζωηρή, τόσο απρόβλεπτη κι αλλοπαρμένη. Μια οικογένεια με λίγα φώτα και πολλές σκιές. Μια οικογένεια που θα γίνει αυτή τη βραδιά μια μικρή ακτή όπου θα ξεβραστούν τα συντρίμμια διαφόρων ναυαγίων, μπαούλα φορτωμένα μυστικά, βρεγμένα ρούχα και μπουκάλια γεμάτα μηνύματα… Και με όλους τους επιζώντες τους… Η νύχτα θα είναι ζωηρή…
Μα σαν ξεσπάσει η μπόρα, με τη βροχή των αποκαλύψεων, όλα στροβιλίζονταν στου ποταμού τις δίνες και τέλος παρασύρθηκαν απ΄ τη μεγάλη κατεβασιά… Μια οικογένεια με λίγη σοβαρότητα, μια τόσο… τόσο… τόσο αποδομημένη οικογένεια, που η νύχτα της Πρωτοχρονιάς τους φέρει όλα όσα τους περιμένουν ακόμα κι αν αδειάσει το σάκο με τις εκπλήξεις της πάνω στη μεγάλη οθόνη του ραντάρ, που είναι το τραπέζι του φαγητού, της μαμάς.
Μια οικογένεια, κοινή ιστορία, κοινότητα. Όλα αυτά: αυτό το τραπέζι, η μαμά, ο θείος, αυτή η μεγάλη αδελφή, αυτή η μεσαία αδελφή με τη σύντροφό της, το πορτρέτο της γιαγιάς πάνω από τον καναπέ, τα πιάτα με τις κόκκινες χαρτοπετσέτες σαν σημαδούρες σε γυάλινη θάλασσα, τα ποτήρια του νερού και του κρασιού… Όλα αυτά είναι η ασημένια κλωστή που κρατά τον πιο μικρό αδελφό, τον Φερ, τον αφηγητή του μυθιστορήματος, δεμένο σε μια πραγματικότητα που κινείται παράλληλα με εκείνη που πριν μερικά χρόνια αποφάσισε να παραμερίσει για να πάψει να τον πονάει, η απώλεια του Αντρές.
Μια μητέρα, η Αμάλια, ο αδελφός της Εντουάρντο, τα τρία παιδιά της Αμάλια: η Σύλβια, η Έμμα και ο Φερ(νάντο), η ερωτική φίλη της Έμμα, η Όλγα και μία θέση κενή, μια πετσέτα και ένα σερβίτσιο επί πλέον, στο γιορτινό τραπέζι, την «Καρέκλα των Απουσιών», για αυτούς που λείπουν, που απουσιάζουν (την Σάρα, την γιαγιά Εστέρ)…
Η μητέρα, η Αμάλια, έζησε μια ζωή, περίπου πενήντα χρόνια, με τον άντρα της, ο οποίος την χώρισε και τώρα η μητέρα χωρίς φόβο, νιώθει άνετα, ανεξάρτητα και ελεύθερα, που μπορεί να κάνει ερωτήσεις, να συμπεριφέρεται κοριτσίστικα, να συνωμοτεί κρυφά, να κάνει σκανδαλιές με τη φίλη της την Ίνγκριντ, να κάνουν μαζί γιόγκα, μασάζ, διαλογισμό, ταξίδια, που φλυαρεί ανόητα, που είναι αφελής αλλά πρόσχαρη, που κάνει τρέλες, που παραληρεί, που μπερδεύεται από μόνη της και βυθίζεται ολοένα και περισσότερο σ’ εκείνα τα σουρεαλιστικά της τέλματα, με αρειανή λογική, που μαγειρεύει, που πλέκει μια κουβέρτα, για τον Φερ, με τις βελόνες συνεχώς στα χέρια, που ζει τη μοναξιά της, σε ένα μικρό σπίτι, με τον σκύλο της, τη Σίρλεϊ.
Ο πρασινομάτης Φερ, που τα μάτια του μοιάζουν με γερμανικά δάση, γεμάτα κενά που δεν τα βλέπει ποτέ ο ήλιος, που ασχολείται με τον υποτιτλισμό ταινιών, τη μετάφραση σεναρίων, τη μεταγλώττιση και εκφώνηση διαφημίσεων, που είναι γκέϊ, που χώρισε πριν τέσσερα χρόνια με τον Αντρές, που ζούσαν σαν ζευγάρι και μετά τον χωρισμό ο Φερ αποφεύγει τη ζωή, δεν μπορεί να βρει την γαλήνη, που κρύβεται επειδή φοβάται τόσο πολύ ότι θα πονέσει για την απώλεια, που δεν κάνει ερωτήσεις και δεν κατεβαίνει από τον φάρο του στη γη, που πρέπει να φωτίσει λίγο περισσότερο τα κενά των ματιών του, που ζει με τον σκύλο του Μαξ, ένα γερμανικό μολοσσό, που αποτελεί τον τοίχο των δακρύων όπου οι γυναίκες αυτής της οικογένειας προσέρχονται για να βγάλουν τα εσώψυχά τους όποτε το έχουν ανάγκη, το εξασκημένο αυτί που ξέρει να τις ακούει, που του μένει πολύς δρόμος ακόμα να περπατήσει, που η ζωή δεν τελείωσε για αυτόν, που τώρα γράφει μια λίστα με τα «γιατί», που έχει την μητέρα του και τις αδελφές του και όλες τις απουσίες.
Η μεγάλη αδελφή, η Σύλβια, η ατσαλένια, η αυταρχική, που παίζει το ρόλο του άφαντου πατέρα και της αφελούς μητέρας, που παίζει τον ρόλο της μητέρας της μητέρας της, που μετατράπηκε σε ένα είδος λύκαινας, που υπερασπιζόταν και ασκούσε έλεγχο στους δικούς της μέχρι ασφυξίας, που αλλάζει εταιρείες, που ανελίσσεται, που διευθύνει και δίνει εντολές, που η απουσία παιδιού την έχει μετατρέψει με τον καιρό σε μια μηχανή εργασίας και επίτευξης στόχων και βρήκε στον Πίτερ τον καθρέφτη του εαυτού της: έναν άντρα που αρκούνταν στο να υπάρχει και που, όπως κι εκείνη, ζούσε περισσότερο με το κεφάλι παρά με την καρδιά, που κρύβει η Σύλβια, εδώ και πολύ καιρό, ένα ναρκοπέδιο, που δεν μπορεί κανείς να ανιχνεύσει…
Η λεσβία Έμμα και η νέα ερωτική της φίλη, η Όλγα, η πληγή της Έμμα λέγεται Σάρα, η Έμμα που δεν μπορεί να ενώσει τα κομμάτια της μετά τον θάνατο της Σάρας, που δεν μπορεί να βάλει τάξη στην αταξία της, τώρα με την εγκυμοσύνη της Έμμα και της Όλγα, που χαμογελούν η Έμμα και η Όλγα σαν κοριτσάκια κι ανταλλάσσουν κλεφτές ματιές, που τα μάτια της Έμμας λάμπουν και η Όλγα είναι περιχαρής…
Ο θείος Εντουάρντο με το μεταδοτικό του γέλιο, που είναι έξυπνος, καλοσυνάτος, που ξέρει να απολαμβάνει τη ζωή ως θριαμβευτής, που ξελογιάζεται με τις γυναίκες και έχει ένα σωρό ερωμένες, αγαπητικές, φιλενάδες, που ανοίγει ένα σωρό εταιρείες και είναι μπερδεμένος σε ένα σωρό επιχειρήσεις. Ένας γητευτής φιδιών…
Η προσωπική βίωση των θεμάτων με τα οποία καταπιάνεται, ο Αλεξάντρο Παλόμας και ο καθένας από τους ήρωές του με τις ιστορίες που τον έχουν σημαδέψει, κάνει το βιβλίο να διαβάζεται σαν μυθιστόρημα, γεμάτο ζωντανούς χαρακτήρες που πασχίζουν να επικοινωνήσουν, έστω κι αν δεν το καταφέρνουν πάντοτε. Όμως είναι ακριβώς η πάλη με τις αντιξοότητες βαριών απωλειών, που κάνει το βιβλίο αυτό τόσο φωτεινό και αισιόδοξο: “Ό,τι κι αν έρθει, δέξου το με ευγνωμοσύνη:/ Είναι ένας οδηγός που έχει έρθει από μακριά”, λέει ο ποιητής Ρουμί, και δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε έχοντας διαβάσει την ιστορία της απίστευτης θέλησης με την οποία η Έμμα έστησε πάλι τη ζωή της, μετά το ατύχημα της Σάρας.
Αυτό το τρυφερό, γλυκό, συγκινητικό αφοπλιστικό βιβλίο προσφέρει μια μοναδική και συγχρόνως πανανθρώπινη ματιά στο ερώτημα τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος και μέλος μιας ειλικρινούς και αγαπημένης οικογένειας. Το μυθιστόρημα είναι μια σπουδή πάνω στον πόνο της απώλειας, τις απουσίες και την φίλη-μνήμη, που ενεργεί ιαματικά και πειστικά.
Ένα βιβλίο για την οικογένεια, την μητέρα που σέβεται τους απόντες της (τον άντρα της, τον Αντρέ, την Σάρα, την γιαγιά Εστέρ) και τους βρίσκει μια θέση στην πραγματικότητα, το πιο τρομερό πράγμα που είναι οι απουσίες, τα μυστικά της οικογένειας, τις οικογενειακές ιστορίες, τις ζωές γεμάτες σιωπές, τις σχέσεις γεμάτες κενά, τα αισθήματα τόσο βαθιά καταχωνιασμένα που καταλήγουν οιονεί ανύπαρκτα, ο πόνος που γίνεται απόγνωση, σχεδόν τρέλα, τα «γιατί» της γιαγιάς Εστέρ, την γιαγιά με το αβίαστο, μεταδοτικό της γέλιο, την Σάρα που δεν θα τηλεφωνήσει, που όλοι στην οικογένεια έχουνε την καρέκλα τους για τις απουσίες, τα μάτια που μιλούν περισσότερο από τα χείλη, που δεν μπορείς να βρεις γαλήνη όσο αποφεύγεις τη ζωή, ο πόνος του χωρισμού, το παρελθόν που απλώνει την σκιά του, τις αφόρητες αποκαλύψεις, τις ανατροπές, τις εξομολογήσεις, τις απορίες, τις ερωτήσεις, τις απαντήσεις, τις απουσίες και απώλειες, τις σιωπές, τα κενά, την μοναξιά, την συντροφικότητα, την νοσταλγία, τον χρόνο, την φίλη-μνήμη, την αγάπη, την διαφορετικότητα, τον Άλλο, την ομοφυλοφιλία, την…
Το έργο «Μία Μητέρα» αποτελεί ένα συγκινητικό χρονικό μίας οικογενειακής συμφιλίωσης και την αναγνώριση και αποδοχή των απωλειών, που επιφέρουν την καταλλαγή και την κατάλυση των δεσμών του χρόνου και του πόνου.
«Δεν υπάρχουν μενεξεδιά ξημερώματα δίχως μάτια που να τα καθρεφτίζουν, ούτε μακριοί δρόμοι δίχως πόδια που να τους περπατούν.»
Πρόκειται για Αριστούργημα.
Ο Alejandro Palomas (Βαρκελώνη, 1967), με πατέρα Ισπανό και μητέρα Χιλιανή, έλαβε το πτυχίο του στην Αγγλική Φιλολογία από το Universidadde Barcelona και το μεταπτυχιακό του στην Ποίηση από το New College στο San Francisco. Διδάσκει δημιουργική γραφή, έχει μεταφράσει στα ισπανικά σημαντικούς ξένους λογοτέχνες και συνεργάζεται με διάφορα λογοτεχνικά μέσα επικοινωνίας. Έχουν εκδοθεί, έως σήμερα, δεκαοκτώ μυθιστορήματα τα οποία έχουν μεταφραστεί σε οκτώ γλώσσες. Έλαβε, ανάμεσα σε άλλα, τρία βραβεία για το έργο νεανικής λογοτεχνίας «Unhijo» («Ένας γιος», 2014, συνέχεια του οποίου αποτελεί το βιβλίο «Unsecreto», 2019) και το Premio Nadal για το έργο του «Unamor» («Μία αγάπη», 2018, τελευταίο έργο της τριλογίας «Unamadre», «Unperro», «Unamor»).
Τραχανάς Κώστας