Στο μικρό πριγκιπάτο της Σουρλανδίας μια άκρως κολλητική και άμεσα εξαπλούμενη επιδημία τριγυρίζει τους κατοίκους. Όχι, δεν ψήνονται στον πυρετό, ούτε βήχουν και φτερνίζονται με μανία. Το κεφάλι και ο λαιμός τους δεν πονά, και παραίσθηση δεν έχουν καμία. Μα τότε τι; Τι συμπτώματα παρουσιάζουν οι Σουρλανδοί που πέφτουν θύματα αυτής της επιδημίας; Γελούν! Μάλιστα, γελούν! Γελούν με την καρδιά τους, γελούν με την ψυχή τους, γελούν μέχρι δακρύων, γελούν μέχρι… πτώσεως! Και τι γέλιο είναι αυτό;
…
Το γέλιο ήταν απλά… γέλιο. Και όσο περισσότερο γελούσε κανείς, τόσο πιο εύκολα το μετέδιδε στους γύρω του ώσπου και αυτοί το κολλούσαν στους παραδίπλα τους και στους γείτονες και στις οικογένειές τους. Και όλοι ήταν ευτυχισμένοι, ή τουλάχιστον έτσι φαίνονταν.
…
Και εκεί στο έτσι φαίνονταν κρύβεται όλη η αλήθεια. Οι κάτοικοι της Σουρλανδίας υπέφεραν αγόγγυστα όλους τους φόρους και τους άδικους νόμους που τους επέβαλε ο ανίκανος πρίγκιπας της χώρας τους. Ο πρίγκιπας Οράτιος Σουρ έχοντας βγάλει εκτός θρόνου τον τίμιο και ικανό αδελφό του, πήρε στα χέρια του τα ινία της χώρας και βγάζει κάθε λίγο και λιγάκι όποιον νόμο και διαταγή κατεβάσει η κεφάλα του. Ή μάλλον, του πονηρού, φιλάργυρου και υποκριτή γραμματέα του η κεφάλα. Μα, θα μου πείτε, οι Σουρλανδοί δεν το βλέπουν; Δεν αντιδρούν; Τους είπαν πως θα πρέπει να υπακούσουν για το καλό της χώρας τους. Και το πίστεψαν…
Έτσι, όπως καταλαβαίνετε κι εσείς τώρα, κανένας λόγος για γέλιο δεν υπάρχει. Κι όμως, μικροί και μεγάλοι, στους δρόμους, στα σπίτια τους και στα μαγαζιά, όπου σταθούν κι όπου βρεθούν γελούν!
Και ποιο το κακό; Τι κακό έχει το γέλιο; ίσα ίσα που είναι και μεταδοτικό. Σε ηρεμεί, σε ξαλεγράρει, σε φέρνει στα ίσια σου τέλος πάντων. Το γέλιο κακό από μόνο του δεν είναι. Γίνεται κακό όμως γι’ αυτόν που έχει τη μύγα. Ξέρετε. Αυτό που λένε «όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται». Τη μύγα εν προκειμένω την έχει ο πρίγκιπας Οράτιος που το έχει πάρει προσωπικά αυτό το γέλιο. Πιστεύει πως δεν τον σέβονται, πως δεν τον παραδέχονται για πρίγκιπα, πως τους φαίνεται αστείος, πως οι νόμοι του είναι για κλωτσιές, και ο ίδιος για τα πανηγύρια. Και έχει σε όοοοοοοολα αυτά δίκιο. Έτσι ακριβώς είναι!
Όλα τα παραπάνω ισχύουν και ένα σωρό άλλα που θα διαβάσετε στο καταπληκτικό νέο βιβλίο του Βασίλη Παπαθεοδώρου που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη τον Δεκέμβριο του 2010 με εικονογράφηση του Πέτρου Μπουλούμπαση. Το «Μια αστεία επιδημία» είναι ένα βιβλίο που το διαβάζεις γρήγορα -γιατί η περιέργεια και το ενδιαφέρον για το που θα καταλήξει είναι μεγάλο κίνητρο, γιατί κυλάει νεράκι η ανάγνωση μιας και η γλώσσα είναι ξεκούραστη και γάργαρη και οι σκηνές διαδέχονται η μια την άλλη- και απολαυστικά! Όταν τελειώσεις το βιβλίο νιώθεις σίγουρα ευχαριστημένος, δικαιωμένος και ίσως λίγο, κάπως… μαχητής. Το απόλαυσα, το ευχαριστήθηκα, το χάρηκα και… γιορτές έρχονται, αφού το χάρηκα θα το χαρίσω κιόλας! Το καλύτερο δώρο είναι το βιβλίο, και ανεκτίμητο δώρο είναι ένα καλό βιβλίο!
[ebookz https://www.kastaniotis.com/book/978-960-03-5216-0%5D
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Στο απομακρυσμένο πριγκιπάτο της Σουρλανδίας, αρχίζει ξαφνικά να εξαπλώνεται μια περίεργη επιδημία… μια επιδημία γέλιου. Οι κάτοικοι γελάνε χωρίς σταματημό και χωρίς να υπάρχει λόγος, προς μεγάλο εκνευρισμό του μοχθηρού πρίγκιπα Οράτιου. Το Παλάτι κάνει τα πάντα για να τους σταματήσει, γιατί νιώθει πως κινδυνεύει. Δεν έχει υπολογίσει όμως πως μετά τα ασταμάτητα γέλια μπορεί να έρθει και… η οργή.
Το καινούριο, ξεκαρδιστικό μυθιστόρημα για παιδιά του Βασίλη Παπαθεοδώρου είναι εμπνευσμένο από ένα πραγματικό γεγονός που συνέβη το 1962 στην Τανζανία.
Ένα μυθιστόρημα που μπορεί και να προξενήσει δάκρυα… από τα γέλια.
Ο.Κ.