Υπάρχουν πολλοί τρόποι να γράψει κάποιος σε χαρτί. Μόνο ένας όμως από αυτούς αφήνει μια χαρακτηριστική αίσθηση και οσμή. Είναι η γραφή με μολύβι Φάμπερ. Με ένα τέτοιο μολύβι ξεκίνησε την συγγραφική της μακρά πορεία η αγαπημένη ταλαντούχα και δημοφιλής συγγραφέας Άλκη Ζέη. Το πιο πρόσφατο δημιούργημά της -δέκατο πέμπτο στη σειρά, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο το 2013- είναι η ιστορία της και φέρει τον τίτλο, ποιόν άλλον, «Με μολύβι Φάμπερ νούμερο δύο», τιμώντας έτσι το ξεκίνημά της. Στις σελίδες του βιβλίου ξετυλίγεται η ζωή όχι μόνο της ίδιας αλλά και των ανθρώπων με τους οποίους συναντήθηκε ή συμπορεύτηκε για μικρό ή μεγάλο διάστημα. Μια ζωή που ξεκίνησε από την οδό Κέας στην πλατεία Κολιάτσου. Εκεί γεννήθηκε η Άλκη Ζέη και έζησε τα πρώτα πρώτα χρόνια της ζωής της.
Τη ζωή μας στην οδό Κέας δεν μπορεί να την θυμάμαι γιατί φύγαμε από κει όταν εγώ ήμουνα δύο χρονών. Η αδελφή μου που έχει ως τα τώρα μνήμη ελέφαντα μου περιγράφει με λεπτομέρειες το σπίτι μας. Θυμάται πως δεν μπορούσε να με υποφέρει, όχι γιατί έκλαιγα, μα γιατί μέσα στο δωμάτιό της μπήκε μια κούνια μ’ ένα ξένο πλάσμα. Θυμάται ακόμα πως όταν με κάθιζαν σ’ ένα ψηλό καρεκλάκι και ήμουνα ξυπόλυτη, ερχόταν και μου δάγκωνε το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού, εγώ τσίριζα κι όταν έμπαινε η μαμά και με ρώταγε τι έχω, εκείνη απαντούσε πως ήμουνα απλούστατα κλαψιάρικο μωρό. Η μαμά όμως την παραφύλαξε, είδε τι έκανε, της έβγαλε τότε το παπούτσι, της δάγκωσε δυνατά το μεγάλο δάχτυλο κι από τότε η αδελφή μου έκοψε τη συνήθεια γιατί… μπορούσε να της έχει μείνει ως τώρα.
Είναι δυόμισι ετών η Άλκη όταν η μητέρα της αρρωσταίνει από φυματίωση και εισάγεται σε σανατόριο στην Πάρνηθα. Ο πατέρας της παραμένει στην Αθήνα ενώ τα δύο παιδιά τα παίρνει ο εξαιρετικά καλλιεργημένος και βαθιά φιλοσοφημένος παππούς τους στην Σάμο. Εκεί περνούν τα πιο όμορφα και ξέγνοιαστα χρόνια της παιδικής τους ηλικίας, κοντά στον αγαπημένο παππού που ξεχειλίζει από αγάπη και γνώσεις. Ένα μέρος από τις περιπέτειές τους στο νησί του Πυθαγόρα έχει γίνει γνωστό, σε εμάς τους φανατικούς αναγνώστες της, ήδη από το υπέροχο «Το καπλάνι της βιτρίνας».
Λίγα χρόνια αργότερα η μητέρα της θεραπεύεται και τα κορίτσια επιστρέφουν στην Αθήνα. Η Λενούλα, η αδελφή της, εγγράφεται στη δευτέρα δημοτικού ενώ η Άλκη στην πρώτη. Το νέο σπιτικό στήνεται προσωρινά στο Μαρούσι, λόγω του καθαρού αέρα που έχει ακόμα ανάγκη η μητέρα της, ενώ μετά την πλήρη αποκατάσταση της υγείας της επιστρέφουν στο κέντρο της Αθήνας. Τα καλοκαίρια τα περνούν στο Ελληνικό. Η πολυαγαπημένη τους Σάμος όλο και απομακρύνεται στο παρελθόν. Ευτυχώς όμως στην Αττική ζουν πολλές θείες και θείοι με τους οποίους έχουν ζεστές σχέσεις και συχνές επαφές. Ξεχωριστή βέβαια αγάπη τρέφει η Άλκη για τον θείο της τον Πλάτωνα ο οποίος λίγο καιρό αργότερα παντρεύεται με την αγαπημένη του Διδώ… Την γνωστή τοις πάσι Διδώ Σωτηρίου.
Αυτή η θείτσα όσο διάσημη και να ‘γινε μετά, η μεγάλη Διδώ Σωτηρίου, παρέμεινε πάντα για μας η θείτσα μας που έπαιξε μεγάλο ρόλο στη ζωή όλων μας, μικρών και μεγάλων.
Όσο για τον Πλάτωνα, μείνανε μαζί χέρι χέρι ώσπου εκείνος έφυγε στα ογδόντα του χρόνια.
Η ζωή όμως για όλους τους ανθρώπους έχει και δυσάρεστες στιγμές. Ξαφνικά μια μέρα στο σπίτι έρχεται ένα τηλεγράφημα… ο παππούς έχει φύγει απ’ τη ζωή. Ο πρώτος θάνατος που βιώνει η Άλκη είναι αυτός του πιο αγαπημένου της προσώπου. Η ζωή όμως συνεχίζεται και μιάς και μιλάμε για αγαπημένα πρόσωπα, ένα από αυτά είναι και η Ζωρζ Σαρή. Τα καλοκαίρια η Ζωρζ παραθερίζει με τους γονείς της στο Καβούρι, όμως ο πατέρας της Άλκη δεν της επιτρέπει να πάρει το λεωφορείο -όπως κάνουν άλλες φίλες τους- και να επισκεφθεί την Ζωρζ. Τα δε μεσημέρια…
Εγώ πάλι τις ατέλειωτες μεσημεριανές ώρες πήγαινα στην κουζίνα. Είχαμε μια υπηρέτρια, τη Θοδώρα, λίγο πιο μεγάλη από μας, πολύ όμορφη, με μεγάλα κατάμαυρα μάτια και δυο πλεξούδες στεφάνι γύρω γύρω στο κεφάλι. Με περίμενε με ανυπομονησία. Είχε πλύνει γρήγορα γρήγορα τα πιάτα και ήθελε να της γράψω γράμμα στον αγαπημένο της στη Σάμο.
Έπαιρνα μια κόλλα αλληλογραφίας με γραμμές και το καλά ξυσμένο μολύβι μου Φάμπερ νούμερο δύο, καθόμουνα στο μαρμάρινο τραπέζι της κουζίνας, κι εκεί άρχισε η περιπέτεια της γραφής που κρατάει ως σήμερα.
Κάπου εδώ όμως θα σταματήσουμε να ξετυλίγουμε το νήμα της αφήγησης, θα το στερεώσουμε να, σε αυτό εδώ το καρφάκι… να το βρείτε όταν με το καλό -μην καθυστερείτε καθόλου- βρεθείτε με το «με μολύβι Φάμπερ νούμερο δύο» της Άλκη Ζέη ανά χείρας.
Αυτό το υπέροχο ταξίδι πλαισιώνεται από φωτογραφίες που συμπληρώνουν το κείμενο και μεταφέρουν όχι μόνο την εικόνα των ανθρώπων τους οποίους συναντάς σε αυτό, αλλά και το άρωμα της εποχής στην οποία αυτοί οι άνθρωποι ζούσαν. Το βιβλίο ξεκινά με την γέννηση της Άλκη και σταματά την ημέρα του γάμου της. Εξάλλου όπως γράφει και η ίδια τα σημαντικά γεγονότα που συνέβησαν στη ζωή της από εκεί και πέρα τα έχει μεταφέρει ήδη στα μυθιστορήματά της. Το «με μολύβι Φάμπερ νούμερο δύο» έχει ιδιαίτερη αξία για όλους εμάς που λατρεύουμε την Άλκη Ζέη και τα γραπτά της. Δεν είναι απλά ένα βιβλίο γραμμένο από την αγαπημένη μας συγγραφέα. Είναι το βιβλίο ενός μεγάλου κομματιού της ζωής της και ένας συνδετικός κρίκος κάποιων από τα βιβλία της. Κι όπως λέει η ίδια…
Τώρα όμως δεν γράφω μυθιστόρημα. Γράφω από τη ζωή μου όσα θυμάμαι, γιατί δεν έχουν περάσει μόνο δεκατέσσερα χρόνια, μα πολλά, πάρα πολλά.
Η Άλκη έζησε σε δύσκολα χρόνια αλλά έζησε μια πλούσια σε εμπειρίες και γνωριμίες ζωή. Στο διάβα της βρέθηκαν διάσημοι έως μυθικοί σύγχρονοι Έλληνες όπως ο Κάρολος Κουν, ο Μάνος Χατζηδάκις, ο Αντρέας Εμπειρίκος, η Μελίνα Μερκούρη, φυσικά η Διδώ Σωτηρίου αλλά και πολυαγαπημένη της (και πολυαγαπημένη μας) ταλαντούχα συγγραφέας και ηθοποιός Ζωρζ Σαρή. Με την πάντα δροσερή και εθιστική γραφή της συνδέοντας το τότε με το τώρα και ζωντανεύοντας μπροστά στα μάτια σου κομμάτια της δικής της πορείας αλλά και της ιστορίας της Ελλάδας, η Άλκη Ζέη δημιούργησε άλλο ένα λογοτεχνικό κόσμημα.
Θα το αγαπήσουν τόσο αυτοί που μεγάλωσαν με τα βιβλία της, όσο και εκείνοι που γνώρισαν την πένα της πρόσφατα. Είναι ένα από τα καλύτερα και πιο ενδιαφέροντα βιβλία που έχουν κυκλοφορήσει. Ο τρόπος της να πλέκει πράγματα που ήδη έχεις διαβάσει σε άλλα αναγνώσματά της, είναι μαγικός όχι μόνο στην μεταφορά των γεγονότων αλλά και -ιδιαίτερα- στην κρίση και στον σχολιασμό τους. Όντας σίγουρος ότι θα το λατρέψετε, από την πρώτη κιόλας σελίδα, σας προτείνω να το αναζητήσετε στα βιβλιοπωλεία άμεσα! Καλή ανάγνωση!
Από το οπισθόφυλλο σας μεταφέρουμε:
Μνήμη και πολλή αγάπη χρειάστηκε για να γράψω την ιστορία της ζωής μου. Στο μυθιστόρημα μπορείς να λες ό,τι φαντάζεσαι, να κινείς τους ήρωές σου όπως θέλεις, να τους βάζεις να λένε ό,τι σκέφτεσαι εσύ. Όταν όμως τα πρόσωπα είναι αληθινά, δεν γίνεται ούτε τοσοδά να λαθέψεις, μια και κανείς τους δεν μπορεί πια να σε επιβεβαιώσει ή να σε διαψεύσει. Ευτυχώς που υπάρχει η αδελφή μου και η μνήμη της είναι αλάνθαστη και η ζωή της μπλέκεται με τη δική μου. Μόλις διάβασε αυτά που έγραψα μου είπε: «Έτσι ζήσαμε, έτσι ήταν αυτοί που γνωρίσαμε και αγαπήσαμε». «Τώρα» της λέω, «που ξαναθυμήθηκες την ιστορία μας θα ‘θελες να είχαμε ζήσει μια άλλη ζωή;» «Με τίποτα» μου αποκρίθηκε αυθόρμητα. «Με τίποτα» συμπλήρωσα κι εγώ.