Εκδόσεις Μελάνι, 2017
Σελ. 210
Οι «Ματιές ενόλω ΙΙ» περιλαμβάνουν δώδεκα δοκίμια, τα οποία δημοσιεύτηκαν τη δεκαετία 2005-2015 σε περιοδικά του κέντρου και της περιφέρειας. Πρόκειται για κείμενα που έρχονται να προσεγγίσουν αντίστοιχους ποιητές του μεταπολέμου, τρεις της πρώτης γενιάς (Σαχτούρης, Λειβαδίτης, Κωσταβάρας), τέσσερις της δεύτερης (Κέντρου-Αγαθοπούλου, Δημουλά, Λυκιαρδόπουλος, Νικηφόρου) και πέντε της γενιάς του ’70 (Γκανάς, Μαυρουδής, Μπράβος, Μαρκόπουλος, Φωστιέρης). Αντίθετα, οι «Ματιές ενόλω» του 2003 συγκέντρωναν δοκίμια των χρόνων 1996-2003 και πραγματεύονταν το έργο οχτώ μεταπολεμικών ποιητών, τριών της πρώτης γενιάς (Αναγνωστάκης, Κύρου, Θασίτης) και πέντε της δεύτερης (Χριστιανόπουλος, Ασλάνογλου, Μέσκος, Ευαγγέλου, Μάρκογλου).
Η επιλογή των δώδεκα ποιητών έχει να κάνει βέβαια με τα αναγνωστικά ενδιαφέροντα του συγγραφέα αλλά συχνά και με τα φιλολογικά.
Δεινός φιλόλογος, μεταξύ άλλων, ο Θανάσης Μαρκόπουλος δεν γράφει όπως γράφουν συνήθως οι φιλόλογοι. Αποφεύγει τις υποσημειώσεις, τον απρόσωπο και βαρύ αναλυτικό λόγο, την πάσης φύσεως μεμψιμοιρία. Το ύφος του είναι απόλυτα διαυγές, συζητητικό αλλά και πειστικό χωρίς διδακτικότητα, απλό και συγχρόνως ηδύ· τόσο απλό και τόσο ηδύ που νιώθει κανείς ότι βρίσκεται μπροστά σε ένα αίνιγμα της συγγραφικής τέχνης. Η λύση του αινίγματος δεν βρίσκεται, νομίζω, στον χώρο της ρητορικής, του συντακτικού ρυθμού ή οτιδήποτε παραπλήσιου, ούτε απλώς στο ταλέντο του Μαρκόπουλου. Η λύση βρίσκεται στην προσωπικότητα του γράφοντος: στη θέρμη, την ειλικρίνεια, τη βιωματικότητα, την όχι άκοπα κατακτημένη σοφία του. Όσο κι αν μοιάζουν παλιομοδίτικες μερικές από αυτές τις λέξεις, ισχύουν στην περίπτωσή του στο ακέραιο, και έτσι διαβάζοντάς τον επιστρέφουμε σε ορισμένες σταθερές αξίες με ανακούφιση και, θα έλεγα, με ευγνωμοσύνη. Όχι μόνο γιατί κερδίζουμε αναγνωστική απόλαυση, ποιητική γνώση, εκλεκτό στοχασμό, αλλά και γιατί αισθανόμαστε ότι αυτός που γράφει νοιάζεται για μας. Τα γραπτά του διαποτίζονται από μια διάθεση αγαπητική.
Μέσα σε λίγες, συνήθως, σελίδες μας μεταγγίζει έναν ολόκληρο ποιητικό κόσμο, και ανοίγεται σε πλήθος ευρύτερων και πάντα ερεθιστικών ερωτημάτων, που αφορούν την ποιητική μας υπόσταση, τους αδήριτους αλλά και πάντα επιδεκτικούς βελτίωσης εγκόσμιους όρους ζωής μας, καθώς και την ύπαρξή μας με την οντολογική έννοια, το νόημα της ανθρώπινης ζωής, την κοινή, θα έλεγα, μοίρα μας ως θνητών. Ο λεπτά υφασμένος ιστός των συλλογισμών του δεν παγιδεύει αλλά, παραδόξως, χειραφετεί τον αναγνώστη του. Διαβάζοντας τα κείμενά του νιώθει κανείς επιτακτική την ανάγκη να αναζητήσει τις συλλογές ποιημάτων των δώδεκα αυτών ποιητών και να τα διαβάσει για λογαριασμό του· αυτή είναι η πιο απτή, νομίζω, δικαίωση του κριτικού του εγχειρήματος.
Τα δοκίμια του βιβλίου αυτού διακρίνονται για τη φιλολογική επάρκεια, την κριτική οξυδέρκεια και την ποιητική τους ευαισθησία.
Με τις «Ματιές ενόλω ΙΙ» χρωστάμε στον Θανάση Μακρόπουλο ορισμένες από τις πιο εξαιρετικές, πνευματώδες και διεισδυτικές αναλύσεις ελληνικών ποιημάτων, αλλά και το ζωντανό παράδειγμα ενός διανοούμενου που μας προσφέρει τα δώρα του στοχασμού και της συγκίνησής του χωρίς ίχνος πόζας και ηθικολογίας. Με τη στάση του ως συγγραφέα και ως ανθρώπου μάς δείχνει ένα δύσκολο αλλά γόνιμο τρόπο να δρούμε, να γράφουμε και να υπάρχουμε.
«…Κυρίαρχο χρώμα το μαύρο, δεσπόζων χρόνος η νύχτα. Σύμπαν, ουρανός, φεγγάρι δεν έχουν κανένα νόημα και δεν προσφέρουν καμιά ελπίδα. Ο ποιητής Αντώνης Φωστιέρης αδυνατεί να χαρεί τις όμορφες μέρες και να συμφιλιωθεί με τον καιρό του μέσα σε έναν κόσμο που δεν τον γνωρίζει και νιώθει να τον απειλεί, κόσμο λυπημένο, της πλήξης και της τρέλας. Κάτι περισσότερο, επειγόμενος να ζήσει το δικό του θάνατο, επιμένει να βλέπει το σκότος ακόμα και μέσα στην έξαρση της ομορφιάς. Το μόνο που τον σώζει από το αδιέξοδο είναι η ικανότητα να μεταποιεί την απελπισία σε ποίηση, τέχνη που, όσο κι αν τη θεωρεί τελειωμένη υπόθεση, κατά βάθος πιστεύει πως δίνει όνομα στην ύπαρξή του: Λυπάμαι/ Που μάλλον μιλάω/ Μια γλώσσα νεκρή./ Δεν πιστεύω βεβαίως σε ανάσταση/ Πιστεύω/ Εν τούτοις/ Με πάθος/ Στο/ Θάνατο».
«…Συνθετική πολυμορφία, ισχυρή εικονοποιία, γοητευτικός λυρισμός, άνεση αφηγηματική, απόηχοι δημοτικοί, διαύγεια εκφραστική, τολμηρές φραστικές συνάψεις, αιφνίδιες γεφυρώσεις χώρου και χρόνου, απρόσμενες απορίες, χιούμορ και παιχνίδι συνειρμικό με την ηχητική των λέξεων, γλωσσική ευφορία, στοιχεία όλα αυτά τα οποία, ενταγμένα σε μια ροή υψηλής ρυθμικότητας, καθιστούν τον λόγο ιδιαίτερα δραστικό. Πρόκειται για τρόπους που πηγάζουν βέβαια από μια ορισμένη ιδιοσυγκρασία και παιδεία αλλά κι από μια ποιητική βούληση που προτάσσει το βίωμα, καθώς ο Μιχάλης Γκανάς φτάνει στο άστυ από την Ήπειρο, έναν τόπο με ισχυρές παραδόσεις, όπως ο Γιάννης Δάλλας, Τάσος Πορφύρης, Χριστόφορος Μηλιώνης, Νίκος Χουλιαράς, Βασίλης Γκουρογιάννης και Σωτήρης Δημητρίου…».
Θαυμάσιο βιβλίο. Πρόκειται για Αριστούργημα.
Ο Θανάσης Μαρκόπουλος γεννήθηκε το 1951 στα Κρανίδια της Κοζάνης. Σπούδασε Αρχαία Ελληνική και Νεοελληνική Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και έκανε τις μεταπτυχιακές και τις διδακτορικές του σπουδές στο ίδιο Πανεπιστήμιο. Τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντά του εστιάζονται στην ποίηση και τη μελέτη της μεταπολεμικής ελληνικής λογοτεχνίας. Ποιήματα και δοκιμιακά του κείμενα, κριτικά και φιλολογικά, δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς σε εφημερίδες και περιοδικά.
Έχει εκδώσει οχτώ συλλογές ποιημάτων, τρεις μελέτες και τέσσερα βιβλία με δοκίμια.
Τραχανάς Κώστας