Μια φτωχογειτονιά της μεγαλούπολης, με σπίτια… του ενός δωματίου. Κάμαρες φτωχικές -κουζίνα, καθιστικό, κρεβατοκάμαρα, όλα σε ένα δωμάτιο- γύρω από μια αυλή, εκεί που υπήρχε και η μοναδική κοινόχρηστη τουαλέτα. Ο ένας πάνω στον άλλο… σαν τις σαρδέλες. Το χνώτο του ενός σμίγει με αυτό του άλλου. Ντουβάρια παγωμένα αλλά καρδιές ζεστές, παρ’ όλες τις διαφωνίες και τις προστριβές που φέρνει η φτώχεια και η παντελής έλλειψη προσωπικού χώρου.
…
Μπορεί να φαντάζει αυτή η εικόνα μακρινή, μα δεν είναι. Δεν άλλαξαν πολλά. Οι αυλές έγιναν πολυκατοικίες.
…
Δες τε την πρόσοψη μιας πολυκατοικίας. Τεράστια σιφονιέρα με μικρά συρτάρια! Μια αυλή κάθετη κι αυτή. Ακόμα και τα προβλήματα της κοινής συμβίωσης, οι αιτίες, οι καβγάδες δεν διαφέρουν! Ούτε οι άνθρωποι άλλαξαν, ίδιοι πάντα. Φοβισμένοι, ανασφαλείς, εκπαιδευμένοι από την ώρα που γεννιούνται να υπομένουν καρτερικά, να υποτάσσονται σε οτιδήποτε, χωρίς να διεκδικούν ούτε τα αυτονόητα! Ξέχασαν να θυμώνουν, μα κι αν το κάνουν, είναι μόνο με τον διπλανό τους, για τα μικρά, τα ασήμαντα που απειλούν το μικρό εγώ τους. Μόνο αυτά μπορούν να αντιμετωπίσουν.
«Το εμείς», άγνωστη λέξη, προκαλεί δέος! Η λέξη «φοβάμαι» είναι η πιο συχνή σε χρήση!
…
Σε μια τέτοια «σιφονιέρα» -από τις πρώτες, τις οριζόντιες- γεννήθηκε η Λήδα. Η κεντρική ηρωίδα της Μαίρης Βούλγαρη, στο βιβλίο της «Μαθήματα Αγάπης». Ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε τον Απρίλη του 2010 από τις εκδόσεις Μπατσιούλας.
Κόρη ενός ηλεκτρολόγου, του Γιώργου, και μιας υπηρέτριας, της Χρυσούλας, άφησε τις πρώτες ανάσες της στο μικροσκοπικό φτωχικό καμαράκι μιας από τις εκατοντάδες αυλές που υπήρχαν τότε -τον Ιούλη του ’46- στην Αθήνα. Με το μικρό κορίτσι, αντίθετα απ’ ότι θα περίμενε κάποιος, δεν ασχολήθηκε ουσιαστικά κανείς. Λες και τους ήταν βάρος. Λες και δεν ήταν σάρκα από την σάρκα τους. Μόνο του μεγάλωνε νομίζοντας ότι ήταν αόρατο έτσι όπως δεν του έδιναν σημασία. Ούτε δυο χρόνια δεν έμεινε σε αυτή την αυλή… μιας και οι γονείς της το διάλυσαν το τσαρδί, τραβώντας ο καθένας τον δικό του δρόμο, ενώ το παιδί έμεινε αμανάτι στην μάνα της μάνας του, στην κυρά Φώτω. Άλλη μαυρίλα κι εκεί… φτώχεια, τσιγκουνιά και μουρμούρα… όσο για σημασία;… καμία! Αόρατο ήταν και εδώ!
Όλα αυτά όμως, μέχρι τον Σεπτέμβρη του ’48, που την συνάντησαν και την πήραν υπό την προστασία τους η θεία Αθηνά -αδερφή της κυρά Φώτως- και ο θείος Δημήτρης. Δύο άγγελοι που έδωσαν στο πανέμορφο ξανθό κοριτσάκι ό,τι είχε στερηθεί μέχρι εκείνη την στιγμή… όχι μόνο υλικά αγαθά (ήταν ευκατάστατοι οι θείοι), αλλά κυρίως μια αγκαλιά, πολύ πολύ αγάπη και κατανόηση! Κοντά τους ένιωσε να αποκτά ανθρώπινη υπόσταση… δεν ήταν πια αόρατη! Εκείνο το ζευγάρι ήταν οι πρώτοι της δάσκαλοι. Από αυτούς πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωής που της τα δίδαξαν με τις πράξεις, το παράδειγμα τους και τα πρώτα «Μαθήματα Αγάπης» που της τα πρόσφεραν με την χρυσή τους καρδιά. Έτσι στο λεξιλόγιο της η λέξεις Μαμά και Μπαμπάς αντικαταστάθηκαν από τις Θεία και Θείος, οι οποίες στάθηκαν απείρως πιο άξιες και πιο ουσιώδεις.
Μαζί τους έζησε αξέχαστα ευτυχισμένα χρόνια μέχρι την ηλικία των δώδεκα ετών, όπου…
Α! δεν θα σας μαρτυρήσω όλη την υπόθεση του βιβλίου. Όταν με το καλό το πάρετε στα χέρια σας -μην το καθυστερήσετε- και βυθιστείτε στον κόσμο της Μαίρης Βούλγαρη, θα μάθετε όλες τις λεπτομέρειες από την συγκλονιστική ζωή αυτής της απίστευτης μουσίτσας -όπως την αποκαλούσε η θεία Αθηνά-, της Λήδας.
Το «Μαθήματα Αγάπης»… το βιβλίο με την ζωή της Λήδας… ένα βιβλίο αληθινό, γραμμένο από την ίδια την ζωή και δοσμένο σε εμάς μέσα από την πένα μιας ιδιαιτέρως ταλαντούχας συγγραφέως… τι να σας πρωτογράψω; Ας αρχίσω με τον δωρικό, λιτό και απέριττο τρόπο γραφής της…
…
Αποφεύγω επίσης την περιττή φιλολογία, σκόπιμα, καλώς ή κακώς, κρίνοντας εξ ιδίων. Με ενοχλεί η απεραντολογία και η αμπελοφιλοσοφία, όταν διαβάζω και όλο γυρίζω σελίδες μέχρι να φτάσω στην καρδιά του θέματος, εκεί που αρχίζει η δική μου συμμετοχή.
…
…και εκεί που θα περίμενε κανείς ένα τέτοιο κείμενο να είναι στεγνό, βαρετό και με υψηλό ιξώδες ανάγνωσης, αποδεικνύεται ακριβώς το αντίθετο… ζουμερό, δροσερό, ενδιαφέρον από το εξώφυλλο -κυριολεκτικά- έως το οπισθόφυλλο και με την ανάγνωση να ρέει αβίαστα και κελαρυστά χωρίς να «κολλάει» ούτε σε ένα τόσο δα σημείο μέσα στις 648 σελίδες που το απαρτίζουν!
Σαν ένα λεωφορείο μοιάζει η εξιστόρηση της ζωής της Λήδας που ανεβαίνουν επιβάτες – άλλοι για λίγο, άλλοι για πολύ, άλλοι σημαντικοί, άλλοι ασήμαντοι, άλλοι που εμφανίστηκαν τυχαία και άλλοι που θαρρείς ότι κάποιος τους ανέβασε για να φέρουν εις πέρας μια συγκεκριμένη αποστολή. Ένα λεωφορείο που οδηγεί η Τύχη η οποία παραδίδει για ελάχιστα δευτερόλεπτα το τιμόνι σε μερικούς από αυτούς που ανεβαίνουν σε αυτό, ίσα ίσα για να του αλλάξουν λίγο την πορεία που εκείνη επιλέγει… πως αλλιώς; στην τύχη! Ο αναγνώστης συνταξιδιώτης της ηρωίδας κάθεται σε μια θέση κοντά στον οδηγό και πότε κοιτά έξω από το παράθυρο -σε αυτά που αντιμετωπίζει το νεαρό κορίτσι- και πότε μέσα -αναλύοντας τους χαρακτήρες και τις πράξεις των συνταξιδιωτών της.
Όσο για την Λήδα; Απερίγραπτη περσόνα! Αγωνίστρια από τα γεννοφάσκια της, αντιμετωπίζει τις δυσκολίες που συναντά συχνά πυκνά στην τρικυμιώδη ζωή της με πείσμα, θάρρος, περηφάνια και ευγένεια έτσι όπως μόνο ένας ενήλικας και καλής πάστας άνθρωπος θα μπορούσε να κάνει. Παράδειγμα προς προβληματισμό, και γιατί όχι και προς μίμηση, από τον αναγνώστη που «βιώνει», μαζί της, απίστευτες καταστάσεις.
Οι δε αλήθειες από τα κακώς κείμενα της ελληνικής πραγματικότητας του τότε -ξεκινά το ΄46 και φτάνει έως το ’65- είναι διαχρονικές σε τέτοιο βαθμό που σου προκαλούν από έντονο μειδίαμα έως και θυμό. Πλούσιο, δε, σε ηθογραφικά στοιχεία από την μεταπολεμική Ελλάδα -με κύριο χώρο αναφοράς την Αθήνα- και γραμμένο σε πολυτονικό σύστημα, έχει άλλο ένα στοιχείο που σε κάνει να το λατρέψεις και να το συμπεριλάβεις στην λίστα με τα καλύτερα βιβλία που έχεις διαβάσει. Α! να μην το ξεχάσω… έπεται και η συνέχεια του… ευτυχώς για όλους μας! 🙂
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Τίποτα δεν είναι τυχαίο! Η σκηνοθέτης έχει πάντα τον πρώτο λόγο και αυτή είναι μόνο η ζωή. Ποιος γράφει όμως το σενάριο; Αλήθεια, πού βρίσκει τόση φαντασία, τόση ευρηματικότητα;
Ήξερε πως θα τον αναγνώριζε με μια μάτια μέσα στο πλήθος. Μα και εκείνος θα την γνώριζε· θα ανταμώνανε, σαν παλιοί γνώριμοι από μιαν άλλη ζωή πού αγαπήθηκαν με πάθος και έπρεπε να βρεθούν ξανά. Μεταφυσική αναζήτηση, μιας καρμικής σχέσης, μιας συνέχειας που κάποτε, δυστυχώς ή ευτυχώς θα επιβεβαιωνόταν. Ήταν αυτός που έψαχνε, όπως ακριβώς τον είχε φαντασθεί, στα κοριτσίστικα όνειρα της, για να ζήσει μαζί του το παραμύθι της μεγάλης, της μοναδικής αγάπης κι αν ήταν, γιατί όχι, να πέθαινε για αυτήν! Πρώτος την αναγνώρισε ο Άγγελος, με μια και μόνο ματιά και από ’κείνη τη μέρα έγινε η σκιά της. Πώς να πιστέψει πως μετά από τόση αναμονή το ζούσε αληθινά και δεν ήταν μια ψευδαίσθηση του παραμυθιού που έφτιαξε μόνη της; Μπορεί να ήταν ένα όμορφο ψέμα· ή μήπως είχε την δύναμη να πραγματοποιεί τις ευχές της;