Βρισκόμαστε στην Πορτογαλία των μέσων του 17ου αιώνα. Στην Ευρώπη μαίνεται ο Τριαντακονταετής πόλεμος (1618 – 1648). Η χώρα δράττοντας την ευκαιρία, ξεκινά ένοπλο αγώνα για την ανεξαρτησία της από την Ισπανία. Εν μέσω πολέμου, και πιο συγκεκριμένα το 1640, στην πόλη Μπέζα της επαρχίας Αλεντέζου, γεννήθηκε η Μαριάνα Αλκοφοράντου. Η γυναίκα που έμελε να γίνει η πιο διάσημη Πορτογαλίδα μοναχή όλων των εποχών. Η γυναίκα – μύθος που απεικόνισαν σε πίνακες τους ο Ματίς, ο Μοντιλιάνι, ο Μπρακ και πολλοί άλλοι.
Τα παιδικά χρόνια της Μαριάνας, ήταν ευτυχισμένα, γεμάτα σκανταλιές αλλά και παιδικές αγωνίες, μιας και δεν είχε σοβαρά προβλήματα μεγαλώνοντας σε ένα πλούσιο σπίτι με δύο γονείς που την λάτρευαν. Όμως ένα δυσάρεστο γι’ αυτήν γεγονός, στα 11 της, επηρεάζει άσχημα τον εσωτερικό της κόσμο και την κάνει να φέρεται περίεργα και επικίνδυνα για την σωματική της ακεραιότητα. Ο πατέρας της αποφασίζει τότε να την «κλείσει» στη μονή Κονσεϊσάου όπου θα γινόταν μοναχή, θα συνέχιζε την εκπαίδευση της και θα περνούσε όλη την υπόλοιπή ζωή της.
Το 1651 πέρασε η Μαριάνα την πύλη της μονής και μέχρι το 1666 ζούσε εκεί κλεισμένη στην μονή και στον εαυτό της χωρίς να καταφέρει να βρει καμία χαρά στον τόπο που πλέον ήταν το σπίτι της. Και εκεί που όλα της φάνταζαν γκρίζα, γνώρισε τον Νοέλ Μπουτόν. Ένα Γάλλο μισθοφόρο λοχαγό τον οποίο ερωτεύθηκε με όλη την δύναμη της καρδιάς της και σύναψε μαζί του παράνομη σχέση. Το ότι ήταν κόρη πλούσιας οικογένειας της έδεινε το δικαίωμα ο προσωπικός της χώρος στο Κονσεϊσάου να μην είναι ένα μικρό και λιτό κελί, αλλά ένα πολυτελές διαμέρισμα, μέσα στα όρια βέβαια της μονής. Αυτό το γεγονός διευκόλυνε τις συνευρέσεις της (με την βιβλική και μη έννοια του όρου) με τον Γάλλο λοχαγό. Κάποια στιγμή όμως η παράνομη σχέση τους μαθεύτηκε, ξέσπασε σκάνδαλο και ο Μπουτόν διατάχθηκε να επιστρέψει στη Γαλλία.
Απελπισμένη τότε η Μαριάνα -ακροβατώντας μεταξύ λογικού και παραλόγου- του γράφει πέντε παθιασμένες ερωτικές επιστολές τις οποίες καταφέρνει να του στείλει. Ο Γάλλος λοχαγός λαμβάνει τις επιστολές αλλά δεν τρέφει τα ίδια αισθήματα με αυτά της Πορτογαλίδας μοναχής. Απόδειξη, μεταξύ άλλων, και το ότι επέτρεψε να εκδοθούν σε βιβλίο –το 1669- τα γράμματα της, τα οποία προορίζονταν μόνο για τα δικά του μάτια.
Αυτές οι επιστολές, αλλά και ολόκληρή η ζωή της Μαριάνας Αλκοφοράντου, αποτέλεσαν την πηγή έμπνευσης της –πορτογαλικής καταγωγής- συγγραφέως Κάθριν Βαζ για το βιβλίο της «Mariana», που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στο Λονδίνο το 1997. Το βιβλίο αυτό, σε μετάφραση της Βασιλικής Κοκκίνου, κυκλοφόρησε στην Ελλάδα, από τις εκδόσεις Ψυχογιός, τον Δεκέμβρη του 1998, με τίτλο «Μαριάνα».
Αν και πρόκειται για ιστορικό μυθιστόρημα το σύνολο των γεγονότων που παρουσιάζονται στις σελίδες του είναι αληθινά. Αυτό οφείλεται στην μεγάλη έρευνα που διεξήγαγε η συγγραφέας του, η οποία έφτασε μέχρι την μονή Κονσεϊσάου στην Πορτογαλία, που στις μέρες μας είναι μουσείο.
Το βιβλίο εκπέμπει μια γοητεία που καθηλώνει τον αναγνώστη. Τον οδηγεί σε ένα κόσμο τελείως διαφορετικό από τον δικό μας, τόσο λόγω χρόνου όσο και λόγω τόπου που δρουν οι ήρωες του. Όλα είναι διαφορετικά, από τα πιο απλά -όπως το φαγητό- έως τα πιο πολύπλοκα -όπως τα ήθη και έθιμα- των Πορτογάλων του 17ου αιώνα. Κάθε σελίδα είναι και ένας περίπατος σε τόπο εντελώς άγνωστο και διαφορετικό από αυτόν που ζούμε. Ένα τόπο που υπήρξε όμως μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια του.
Ιδιαίτερη γοητεία, όμως, ασκεί στον αναγνώστη και ο χαρακτήρας της Μαριάνας. Αναγκάστηκε όπως χιλιάδες άλλες κοπέλες της εποχής της να κλειστεί σε ένα μοναστήρι. Αυτή ήταν μια πρακτική που εφαρμόζονταν τότε για διάφορους λόγους. Καταρχήν στα μοναστήρια οι κοπέλες ήταν ασφαλείς. Έπειτα ήταν τα μοναδικά μέρη που μπορούσαν να λάβουν μόρφωση. Και το κυριότερο, ως μοναχές, δεν μπορούσαν να κληρονομήσουν τους γονείς τους, και έτσι η πατρική περιουσία έμενε αδιαίρετη. Κλείστηκε εκεί λοιπόν, χωρίς την θέληση της και παρόλο που η καρδιά της πέταξε έξω από τα όρια της μονής ακολουθώντας τον αγαπημένο της, το σώμα της έμεινε μέχρι τον θάνατο της -το 1723- σε ηλικία 83 ετών πίσω από τους τοίχους του Κονσεϊσάου. Κατάφερε, παρ’ όλες τις αντίξοες συνθήκες, να σπάσει τα δεσμά που της επεφύλασσε η μοίρα και να ζήσει, κάτι που πολλοί ελεύθεροι άνθρωποι δεν αξιώνονται –η δεν έχουν την δύναμη- να ζήσουν, τον απόλυτο έρωτα.
Διαβάζοντας το βιβλίο και μαθαίνοντας για την ζωή της γυναίκας αυτής θύμωσα πολλές φορές μαζί της. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί επέμενε σε μια αγάπη που δεν είχε ανταπόκριση από τον Μπουτόν και σε καμιά περίπτωση δεν του άξιζε. Όμως, σκέφτομαι ότι, ο κάθε ένας από εμάς έχει δικαίωμα να διαθέσει τον εαυτό του και την καρδιά του όπως και όπου αυτός νομίζει. Αυτό έκανε και η Μαριάνα. Αγάπησε τον Μπουτόν με όλη της την δύναμη μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής της. Τα τελευταία της λόγια άλλωστε το αποδεικνύουν περίτρανα: «Σ’ αγαπώ. Σ’ αγαπώ ακόμα. Θα σ’ αγαπώ πάντα. Εκτιμώ κάθε χαρά και κάθε πίκρα που μου δίνει η αγάπη σου».
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Στην Πορτογαλία του 17ου αιώνα, η όμορφη Μαριάνα υποχρεώνεται από τον πατέρα της, έναν ισχυρό ευγενή, να κλειστεί σε μοναστήρι. Όμως εκείνη λαχταράει την ελευθερία της αληθινής ζωής.
Όταν μετά από πολλά χρόνια ένα γαλλικό σύνταγμα έρχεται στην πόλη, το βλέμμα της Μαριάνας πέφτει αμέσως στον όμορφο λοχαγό Νοέλ Μπουτόν και γρήγορα κανονίζουν μια συνάντηση. Γεμάτη από την πρώτη αληθινή χαρά της ζωής της δε δίνει σημασία στο σκάνδαλο που προκαλεί ο ερωτικός της δεσμός. Όταν όμως αρχίζουν τα σχόλια στο μοναστήρι και στο σύνταγμα, ο Μπουτόν διατάσσεται να επιστρέψει στη Γαλλία. Η Μαριάνα συντετριμμένη, του γράφει υπέροχα παθιασμένα γράμματα ελπίζοντας πως θα τον κάνει να ξαναγυρίσει. Πρόκειται για τις πασίγνωστες επιστολές της Πορτογαλίδας μοναχής που έθρεψαν γενιές και γενιές νεαρών ερωτευμένων και εκδόθηκαν για πρώτη φορά το 1669.
Με όμορφη γραφή, με έμφαση στη λεπτομέρεια και κοφτερή ματιά για το ασυνήθιστο, η Μαριάνα φέρνει από την Πορτογαλία του 17ου αιώνα στην ταραχώδη ζωή μας μια καυτή μαρτυρία για τη θαυματουργή δύναμη της αγάπης.