Να ξεκινήσουμε ως είθισται από τις συστάσεις. Από δω η Μάρα, η κυρία της Βιέννης. Επώνυμο θα μου πείτε δεν έχει; Πως δεν έχει! Έχει και όχι μόνο ένα… Μανολίτση ή Γενίτσαρη ή Καπετανέα ή Καρακώστα ή Μανιατέα ή Σαντάλ. Απίστευτο; Κι όμως δεν είναι τόσο απίστευτο όσο είναι η ιστορία αυτής της ξεχωριστής γυναίκας…
Κόρη της Μανιάτισσας Ασπασίας Καπετανέα, η Μάρα γεννήθηκε σε ένα παραθαλάσσιο χωριό της Κατερίνης τον καιρό του εμφυλίου πολέμου, κοντά στα μέσα του προηγούμενου αιώνα. Η μάνα της σκληρή και παμπόνηρη, ενώ ο πραγματικός της πατέρας άφαντος στα βουνά, να υπηρετεί τα πιστεύω του όντας στις τάξεις των αριστερών.
Όπως συμβαίνει με την συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων, η ζωή της Μάρας δεν ήταν ένας ευθύς δρόμος: «…μοιάζει η ζωή μου με στρογγυλή πλατεία με πολλούς δρόμους, παίρνω τον έναν και τον αφήνω παρακάτω, γυρνάω πίσω και παίρνω τον άλλον και πάλι τον αφήνω για να πάρω τον άλλον και πάει λέγοντας, η ίδια ιστορία, πάω κι έρχομαι στη στρογγυλή πλατεία…».
Η ηθική και το πείσμα της την οδήγησαν από το φτωχικό χωριό της Κατερίνης, στην Αθήνα -όπου άλλαξε σελίδα στην ζωή της-, στην Βιέννη -όπου έζησε τον μεγάλο έρωτα- και τελικά στις Η.Π.Α. -όπου βρήκε το απάνεμο λιμάνι στην αγκαλιά ενός άντρα και τριών παιδιών. Και αν σας φαίνεται αυτή η εξέλιξη της ζωής της γραμμική, είναι γιατί δεν ξέρετε όλες τις λεπτομέρειες αλλά και το τι συνέβη αφού είχε απαγκιάσει στην οικογένεια της στο Μαϊάμι.
Η απίστευτη ιστορία αυτής της εκπληκτικής γυναίκας σας περιμένει στα βιβλιοπωλεία. Φέρει τον τίτλο «Μάρα – Η κυρία της Βιέννης», είναι γραμμένη από τον ταλαντούχο συγγραφέα Γιώργο Φυτιλή και κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2009 από τις εκδόσεις Μπατσιούλας.
Ό συγγραφέας μαστόρεψε έτσι το έργο του, ώστε να μοιάζει με αυτοβιογραφία και χρησιμοποίησε την κύρια πρωταγωνίστρια του -την Μάρα- ως αφηγήτρια. Ξεκινά την εξιστόρηση από τότε που η μάνα της ήταν 20 χρονών κοπέλα και αναγκασμένη από τις συνθήκες έψαχνε να βρει κάποιον να την παντρευτεί και να την πάρει μακριά από την φτώχεια και το μικρό χωριό της Μάνης.
Συνεχίζει με την περιπετειώδη ιστορία της Μάρας που την οδήγησε από το χωριό της Κατερίνης στην Αθήνα και κατόπιν στην Βιέννη όπου βρέθηκε: «…με υπηρέτρια στο σπίτι, με δεξιώσεις και σουαρέ στα καλύτερα σπίτια της Βιέννης…». Όλα όμως έχουν ένα τέλος και έτσι: «…τη μια μέρα ήμουν μέλος της υψηλής βιεννέζικης κοινωνίας και γλεντοκοπούσα από δεξίωση σε δεξίωση και από σουαρέ σε σουαρέ με τους Αυστριακούς και τους άλλους εξέχοντες και την άλλη μέρα έπρεπε να ζητήσω παραμονή και αν μου τη δίνανε!…». Ακολουθεί η φυγή στις Η.Π.Α. και κατόπιν…
Η γραφή του Γιώργου Φυτιλή ξεχειλίζει από χιούμορ, το οποίο χρησιμοποιεί ο συγγραφέας ως μέσο για να περάσει ακόμα και τα πιο σοβαρά και σημαντικά μηνύματα. Το βιβλίο είναι γεμάτο από τραγελαφικές καταστάσεις που σκιαγραφούν με πολλές λεπτομέρειες την καθημερινή ζωή της Ελλάδας, και όχι μόνο, του προηγούμενου αιώνα. Από το εκπληκτικό αυτό ανάγνωσμα δεν λείπουν όμως και οι δυνατές σκηνές που σε απορροφούν ολοκληρωτικά και σε συνταράσσουν.
Οι ήρωες του; Απίθανοι χαρακτήρες για τους οποίους θα έπαιρνες όρκο ότι είναι πραγματικοί. Ο λόγος; Απλούστατο! Κομμάτια τους έχει συναντήσει ο καθένας μας στον περίγυρο του είτε ακόμα και στον ίδιο του τον εαυτό. Απολαυστικό, διδακτικό και εν τέλει ένα άρτιο και καλογραμμένο μυθιστόρημα που αξίζει να το διαβάσετε και να το συμπεριλάβετε στην βιβλιοθήκη σας. Σπεύσατε!
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
«Γεννήθηκα σ’ ένα παραθαλάσσιο χωριό, που δεν θέλω να γράψω τ’ όνομά του, να το θυμάμαι και να το μνημονεύω, γιατί ο πατέρας που πίστεψα κι αγάπησα δεν ήταν ο δικός μου πατέρας. Είμαι μπάσταρδη.
Μάλωσα με την άπιστη μάνα μου κι έφυγα ξυπόλυτη, ανήλικη και κλαίγοντας.
Έζησα στην Αθήνα, τη Βιέννη και το Μαϊάμι, έγινα μανεκέν, σύζυγος διπλωμάτη κι εμπόρισσα αρωμάτων, όμως, οι ανατροπές που βίωσα ήταν τόσο σκληρές κι οι θύμησες της ζωής μου τόσο πικρές, που χρόνια τώρα παλεύω να τα σβήσω όλα απ’ τη μνήμη μου και να τα πετάξω στον καιάδα της ιστορίας μου.
Θέλω ν’ αδειάσω το μυαλό μου και να τα βγάλω όλα στη φόρα, μπας κι ισορροπήσω την ψυχή μου και βρω τον ίσιο δρόμο της ζωής…»
Η ιστορία τριών γυναικών, μάνας, κόρης κι εγγονής, μέσα από μια αυτοβιογραφία.
Οι γονείς μπορούν ν’ αποκληρώσουν τα παιδιά τους, όμως, θέλουν δε θέλουν, θα τους κληροδοτήσουν τα γονίδια και τα βιώματά τους. Είναι νόμος της φύσης…