Εκδόσεις Opera, 2020
Σελ. 368
Η λέξη guerra (πόλεμος) αρχίζει να χρησιμοποιείται στο έτος 1000. Προέρχεται από την πρωτογερμανική Werra, Wirre. Αυτή ήταν η κραυγή με την οποία ρίχνονταν στη μάχη οι πρωτόγονοι Γερμανοί. Μια κραυγή που πρέπει να τρόμαζε τους στρατούς με τους οποίους πολεμούσαν. Τόσο πολύ, ώστε όχι μόνο τα ισπανικά αλλά και άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες την πρόσθεσαν στα λεξικά τους. Από αυτήν, βέβαια, προέρχεται η γαλλική guerre, η αγγλική war, η πορτογαλική guerra κι ένα σωρό άλλες.
Ο πόλεμος είναι ένα βρομερό σκουπίδι. Ο πόλεμος είναι σκατά. Αλλά συναρπαστικά σκατά. Κρύβουν κάτι συναρπαστικό. Μοιάζει με αντίφαση. Ο πόλεμος είναι επινόηση του ανθρώπου. Μία από τις αρχαιότερες και μακροβιότερες επινοήσεις μας. Και αποκλειστικής χρήσεως, συν τοις άλλοις. Άγνωστη σε όλα τα άλλα πλάσματα που κατοικούν στον πλανήτη. Τα ζώα ενός είδους μπορεί να μάχονται εναντίον ζώων άλλου είδους. Μπορεί να συμβαίνει. Συμβαίνει. Αυτό, όμως, έχει να κάνει με την ανάγκη τροφής ή επιβίωσης. Ακόμα και τα φυτά μπορεί ν’ αγωνίζονται εναντίον άλλου είδους φυτών για να κερδίσουν ένα χώρο πιο ευνοϊκό ώστε ν’ αναπτυχθούν και να πολλαπλασιαστούν επιτυχώς. Αλλά δεν πολεμούν μεταξύ ομοίων. Ποτέ. Αν ο πόλεμος μεταξύ ομοίων δεν υπάρχει στον υπόλοιπο ζωικό κόσμο και στον φυτικό, ένας από τους θεμελιώδεις λόγους που μπορούν να τον εξηγήσουν πρέπει να ‘χει να κάνει με το γεγονός ότι τα ανθρώπινα όντα δεν στέργουν να αναγνωρίσουν ως ομοίους τα ανθρώπινα όντα που δεν είναι ακριβώς όμοιά τους. Έτσι όπως ένας Σύρος δεν είναι όμοιος με ένα Γάλλο, ένας Ολλανδός δεν είναι το ίδιο μ’ έναν Γερμανό, κι ένας Αργεντινός ποτέ των ποτών δε θα μπορούσε ν’ ανήκει στο ίδιο είδος με έναν Άγγλο.
Σεν-Ναζέρ, πόλη της Βρετάνης, στις εκβολές του Ποταμού Λίγηρα, μεγάλο Γαλλικό λιμάνι στον Ατλαντικό με σημαντικά ναυπηγεία. Tο Σάββατο 28 Mαρτίου 1942, στο Σεν-Ναζέρ, ξέσπασε μία απ’ τις σκληρότερες μάχες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου: η Επιχείρηση Chariot (καρότσι).
Ο Βρετανός Πρωθυπουργός σερ Ουίνστον Τσώρτσιλ αποφάσισε πως ήταν ώρα να δώσει ένα εντυπωσιακό χτύπημα στους ναζί, που θα ανύψωνε το πεσμένο ηθικό του λαού του. Αυτό ήταν η Επιχείρηση Chariot. Μια οιονεί ηθική μάχη. Ο Τσώρτσιλ αποφάσισε να συγκεντρώσει σε έναν άνθρωπο τη λήψη όλων των στρατιωτικών αποφάσεων και αυτός ήταν ο Λόρδος Μαουντμάτεν. Έλαβαν μέρος στην επιχείρηση 611 Βρετανοί στρατιώτες και κομάντο, ενώ τα ναυπηγία φύλαγαν 6.000 Γερμανοί. Οι Βρετανοί κομάντο ήταν αντάρτες και η Επιχείρηση Chariot ήταν ένα κεραυνοβόλο αντάρτικο χτύπημα.
Ήταν μια αυτοκτονική επιχείρηση. Μια μάχη που δεν κράτησε παρά λίγες ώρες αλλά άφησε πίσω της αναρίθμητους νεκρούς. Ο αριθμός των νεκρών Βρετανών είναι ακριβής: εκατόν εξήντα εννέα και δεκαοκτώ Γάλλοι. Δεν είναι γνωστό πόσοι Γερμανοί σκοτώθηκαν. Κάποιοι μιλάνε για 280, άλλοι για 400. Αλλά κανείς δεν ξέρει με ακρίβεια. Δεν μαθεύτηκε ποτέ.
Βρετανοί καταδρομείς επιτέθηκαν στο γαλλικό λιμάνι όπου οι γερμανοί κατακτητές είχαν εγκαταστήσει τη μεγαλύτερη βάση υποβρυχίων τους στον Ατλαντικό Ωκεανό, ένα χαλύβδινο τερατούργημα, σχεδιασμένο για την αιωνιότητα του Τρίτου Ράιχ. Κάτι σαν τετράγωνο κλουβί, τριακόσια μέτρα μήκος, εκατόν είκοσι μέτρα πλάτος και δεκαοκτώ μέτρα ύψος Η στέγη του είχε πέντε μέτρα πάχος. Συνολικά μια γκρίζα, συμπαγής μάζα τετρακοσίων ογδόντα χιλιάδων κυβικών μέτρων σίδερο και μπετόν.
Ένα τερατούργημα. Ένα κτίσμα ακατάρριπτο. Κτίστηκε τον Ιούλιο του 1941 για να ναυλοχεί και να επισκευάζει τα Γερμανικά υποβρύχια (U-boots), που ρήμαζαν τις ακτές του Ηνωμένου Βασιλείου.
Εναντίον του, ένα παλιό αντιτορπιλικό, το HMS Campbeltown, ένα γέρικο αμερικανικό αντιτορπιλικό, εντεταλμένο να προσκρούσει και να εκραγεί πάνω στην κεντρική του δεξαμενή Λουί Ζουμπέρ. Το αντιτορπιλικό ήταν γεμάτο με εκρηκτικά (4.100 κιλά amatol, τεράστια εκρηκτική ύλη) και συνοδευόταν από άλλα 12 μικρά πλοία. Την εκρηκτική ύλη ο υπολοχαγός Τίμπιτς την είχε τοποθετήσει σε 24 τσιμεντένια κελιά στο αμπάρι του αντιτορπιλικού. Το να μετατρέψεις άνδρες σε ανθρώπινες ασπίδες μιας πλωτής βόμβας είναι σκληρή ιδέα. Όμως οι 611 άνδρες θα πήγαιναν. Γιατί η πατρίδα και γιατί η ελευθερία και γιατί δεν ήταν τίποτα δειλοί και γιατί, πάνω απ’ όλα, ήταν νέοι, και οι νέοι δε λογαριάζουν και πολύ τον θάνατο. Και γιατί έτσι.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, προβάλλονται στην Αργεντινή τα επεισόδια της ασπρόμαυρης τηλεοπτικής σειράς Μάχη. Εκεί, ο μικρός Φεδερίκο Ζανμέρ (ο συγγραφέας) παρακολουθεί, μαζί με τον πατέρα του, στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τις περιπέτειες μιας αμερικανικής περιπόλου, η οποία, μετά την απόβαση των Συμμάχων στη Νορμανδία, έχει ξεμείνει στην Ευρώπη και εξοντώνει όποιους Γερμανούς πετυχαίνει στο δρόμο της. Οι τοποθεσίες όπου διαδραματιζόταν ήταν κάμποι ή δάση ή χωριουδάκια της Γαλλίας. Επικεφαλής της περιπόλου ήταν ο λοχίας Τσιπ Σόντερς. Αυτή η ανάμνηση απ’ τα παιδικά του χρόνια ακολουθεί τον συγγραφέα σ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής του στο Σεν-Ναζέρ, όπου και έγραψε αυτό το βιβλίο.
Η ιδέα του πολέμου ως τρόπου επικράτησης του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο συναντιέται με την εξιστόρηση των γεγονότων αυτής της 28ης Μαρτίου 1942, σ’ ένα μυθιστόρημα που αποτελείται από τόσα κεφάλαια όσα και οι πεσόντες βρετανοί και γάλλοι μαχητές.
Ένα σπαρακτικό βιβλίο για τον ηρωισμό, τη βαρβαρότητα, την επιβίωση, το θάνατο. Ένας βαθύς αντιπολεμικός στοχασμός. Διαβάστε το.
Ο Φεδερίκο Ζανμέρ (Federico Jeanmaire) γεννήθηκε το 1957 στην επαρχία του Βαραδέρο, κοντά στο Μπουένος Άιρες (Αργεντινή). Σπούδασε φιλολογία και εργάστηκε ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μπουένος Άιρες. Έχει εκδώσει πολλά βραβευμένα μυθιστορήματα (βραβείο Ricardo Rojas, βραβείο Emecé). Το Απ’ τον αέρα πιο ελαφριά τιμήθηκε με το εξέχον βραβείο Clarín. Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες.
Τραχανάς Κώστας