Ποίηση
Εκδόσεις 24 γράμματα, Μάρτιος; 2021
Σελ. 117
«Να γράφεις ποιήματα, είναι μια μονομαχία»
Άνταμ Ζαγκαγιέφσκι
«…πληθύνων πληθυνώ τας λύπας σου και τον στεναγμόν σου…»
Ακολουθώντας την περίφημη ηρακλείτεια σκέψη, θα μπορούσαμε να πούμε πως ένας άνθρωπος ποτέ δεν μένει πραγματικά ίδιος στο πέρασμα του χρόνου. Επομένως, όσες φορές και αν εκείνος επισκεφθεί το οποιοδήποτε κείμενο, πάντοτε θα προκύπτει μία καινούργια ανάγνωση, η οποία μπορεί να συμπληρώνει ή κάποτε να ανατρέπει τις προηγούμενές της.
Βεβαίως, από τον κανόνα αυτόν δεν εξαιρείται η σπουδαία ποίηση, εφόσον ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της είναι το ανεξάντλητο της βαθιάς της ουσίας, με τις διαρκείς αιτίες και αφορμές που δίνει για συγκίνηση και στοχασμό. Με αυτές τις σκέψεις βρισκόμαστε μπροστά στο βιβλίο της ακάματης λειτουργού των γραμμάτων Χρύσας Κοντογεωργοπούλου.
Για την Κοντογεωργοπούλου η ποίηση είναι μια πηγαία και αυθόρμητη κατάθεση των συναισθημάτων της, μεταγραφή των γεγονότων του συναισθηματικού της κόσμου. Η ποιητική έκφραση συντελεί στην εντονότερη βίωση του συναισθήματος και συχνά λειτουργεί σαν εξομολόγηση και λύτρωση. Το τραγούδι της αναβλύζει από την εμπειρία της ζωής της, από το καθημερινό της βίωμα, και θίγει το ζήτημα της ποιητικής έμπνευσης, με επίκεντρο τον τόπο, τον χρόνο, την μνήμη, την ιστορία, την στιγμή, τον πόνο, την λύπη, την πίστη, τον Άλλο.
Η λιτότητα και η αίσθηση του ακαριαίου διατρέχει την ποίηση της Κοντογεωργοπούλου από την αρχή ως το τέλος. Από τη στιγμή μπορεί να αντλεί μια αίσθηση, να παραπέμπει σ΄ έναν κόσμο που βρίσκεται κάτω από αυτόν που μας δείχνει και να τον μετακινεί εκεί όπου δεν το φανταζόμαστε. Να μας μιλά για το πριν σαν να αναφέρεται στο μετά, να μας εκπλήσσει δηλαδή συνεχώς μεταφέροντας τα αυτονόητα σε άλλα πεδία. Γράφει για το λίγο σαν να είναι το παν -όμως και αυτό το «παν» το υπονομεύει. Άλλοτε πάλι παραπέμπει στην καθημερινότητα σαν να πρόκειται για την αιωνιότητα, αλλά η αιωνιότητα αυτή είναι ακυρωμένη: μέσω της αμφιλογίας, της μεταφοράς και της συναίσθησης, που την αξιοποιεί με τον δικό της ανεπανάληπτο τρόπο:
«Δεν ξέρω, αλλά απ΄την κορφή της Παντάνασσας
Πάντα γκρεμίζεται
στις εντός σου χαράδρες και
Πάντα
όρθιος σηκώνεσαι.
Το φτερό του Άγγελου/να προσέξουμε
μη
και στο τέλος του φύγει το φτερό
από τη Λύπη
Και μετά
του λείπει
και μετά του
Λύπη Ένα φτερό
Αλλά Περισσεύει ένας Άγγελος
Ένας Θεός
Ένας Άνθρωπος
Λύπη…»
Η λύπη είναι μια άλογος ψυχική συστολή. Μέσα μας υπάρχει ο συνειδητός νους και ο υποσυνείδητος νους, έλεγε η Στωική φιλοσοφία. Το κλειδί για να εξαφανισθεί η λύπη είναι συνεργασία συνειδητού-υποσυνείδητου. Ένας διάλογος που η ψυχή κάνει με τον εαυτό της, για να μπορέσει να συλλάβει ιδέες, ενώ αυτές δεν είναι δυνατόν να γίνουν αντιληπτές από τις αισθήσεις. Ο μόνος τρόπος να γνωρίζουμε είναι ο προφορικός και γραπτός λόγος. Αυτός ο εσωτερικός τρόπος αντίληψης ονομάζεται διαλογισμός και ενεργοποιεί την Νόηση…
Όπως φτεροκοπούν οι στίχοι των ποιημάτων, διαλύονται οι προτάσεις τους, οι λέξεις αποσυντίθενται σε γράμματα που χάνανε την ισορροπία τους… «μάταιες» παρενθέσεις, «λάθος» τόνοι, παύσεις, βιαστικές τελείες, κόμματα… Άδειαζαν τα φύλλα της ποιητικής συλλογής, έφευγαν τα ποιήματα, και οι βαθυστόχαστες έννοιες, και τα βαριά τα λόγια, να ελαφρώσουν ήθελαν οι σελίδες, να πετάξουν ψηλά, να φύγουν… Και απόμειναν θρυμματισμένες λέξεις, λέξεις – σπαθιά, με φτερά, λέξεις – καρφιά, στάχυα-λέξεις, αγροί με λέξεις, μεταμορφώνει η ποιήτρια τις λέξεις, «τις στροβιλίζει», «τις γκρεμίζει», παίζει ένα παιχνίδι ηχητικών συνειρμών, κάνει ηχητικές παρηχήσεις, ρηματοποιεί τα λουλούδια και τα μουσικά όργανα, κάνει τ’ άνθη ρήματα, απόμειναν τα σκόπιμα αποσιωπητικά, οι απόστροφοι, όλα τα ερωτηματικά και τα ελάχιστα θαυμαστικά. Και εκεί ανάμεσα στον σωρό, φτιάχτηκαν ξανά μαγικοί στίχοι, «παράλογες» λέξεις, περιττά συναισθήματα απελπισίας, άχρηστα κόμματα, και πολλές τελείες, η μία δίπλα στην άλλη, να δείχνουν την πορεία μιας ανολοκλήρωτης ζωής στο «Γιατί Χωρίς»…
Η ποιήτρια, στην πλούσια, ουσιαστική και εμβριθή ποιητική συλλογή της μας μιλά και μας απευθύνει τον λόγο και την βιωμένη αλήθειά της, που αποκτά συλλογικές διαστάσεις, καθώς αγγίζει το κοινό αίσθημα με ουμανιστική ευαισθησία και οικουμενικό πνεύμα. Ρίχνει το βλέμμα στο παρελθόν, σκιαγραφεί το μουντό του παρόντος και την ανησυχία της για τα μελλούμενα, ψάχνοντας οδούς διαφυγής στη μνήμη, νοσταλγεί την αγαπημένη της μητέρα, η απουσία της την πληγώνει και δεν θέλει ακόμα να πιστέψει τον θάνατό της, τον αρνείται με πάθος, όπως αρνείται κανείς αλήθειες που δεν ξέρει πώς να τις βολέψει, βοηθάει «να αλλάξει πλευρό η Ιστορία», ψιθυρίζει λέξεις, «λέξεις δεμένες με ασήμι και χρυσό σε ποίημα-δαχτυλίδι», ο χορός στο «θέατρο της θάλασσας – Teatro del Mar» απαιτεί Σιωπή από την Ηλέκτρα, Πυθαγόρεια «σιωπή», φωνές σιωπής, απαριθμεί λουλούδια μαγικά όπως η Κομβαλλαρία του Μαΐου, ακούμε το παραμύθι του Όσκαρ Ουάιλδ «Το ρόδο και το αηδόνι», αναφέρεται στον έρωτα τον λυσιμελή, μυθοπλόκο και αλγεσίδωρο του «Εσπόλιό» της, ευλογεί την Νύχτα «την ωραιότερη ώρα της μέρας», μας παραπέμπει στους αγαπημένους της ζωγράφους, μουσικούς, ηθοποιούς, συγγραφείς και ποιητές: Τένεσσι Ουίλλιαμ, Σαίξπηρ, Τσέχωφ, Γιουρσενάρ, Λόρκα, Απολλινέρ, Καραγάτση, Ελύτη, Κική Δημουλά, Μαγιακόφσκυ, Σαλβαδόρ Νταλί, Μοννέ, Πικάσσο, Βαν Γκογκ, Μποτιτσέλι, Μπετόβεν, Σοπέν, Ντε Κίρικο, Μαρία Κάλλας, κ.α., διαβάζουμε τις φανταστικές συνταγές μαγειρικής του Άγιου Ευφρόσυνου, στη φαντασία της ποιήτριας το Δάσος περπατάει, φεύγει μαζί με τα δέντρα του, μιλάει για την υψηλή ραπτική και μόδα και το πράσινο φόρεμα που έραψε με βότανα, αγριολούλουδα και θάμνους για τη φίλη της αλλά και με… «βότανα δωματίου» για την ίδια τον καιρό της καραντίνας, και καταλήγει στα Ενύπνια, στον Ύπνο, τον Όνειρο, την Ηχώ, την Πυθία, την Χίμαιρα, την ποιητική «Μούσα που παίζει τη λύρα της με χορδές τ΄ αντερά μας» (Μήνιν άειδε, θεά, Πηληϊάδεω Αχιλήος ουλομένην…), την έμπνευση, τη συγγραφική πένα, τις νέες τεχνικές του γραψίματος, τις γλωσσοπλασίες, τον Άλλο, τα «ρευστά ρολόγια», τον Χρόνο, «τον Μέγα Άχρονο», «το δάκρυ του Χριστού», «το Γαλάζιο Πουλί του ορίζοντα», «τη χρυσοχοΐα των Αζτέκων», «τους δώδεκα χαλασμένους ουρανούς», τη μουσική που καλλιεργεί το εσωτερικό κάλλος του ανθρώπου, «το μόνο της ζωής μη ταξείδιον», τη ζωή-κόσμο των ιδεών, την προδοσία-λύτρωση, τη λύπη-λείπει, τη λύπη-χαρά κ.α.
Πρόκειται για ένα βαθιά στοχαστικό, ποιητικό κείμενο, αλληγορικό με συμβολισμούς και πολλές παράλληλες αναγνώσεις. Ο αναγνώστης πρέπει να σκεφτεί πέραν από τις λέξεις. Το βιβλίο είναι ένας κωδικοποιημένος χάρτης της γλώσσας με τις λέξεις που αγαπάμε. Διαβάζοντας σε μία πρώτη ανάγνωση, μπορεί να φωτίσει μία όψη των νοημάτων του. Αποκρυπτογραφώντας το, διαφαίνεται ένα δευτερεύον κείμενο εξίσου σπουδαίο στη σύλληψή του, κρύβει έναν θησαυρό που αξίζει να ανακαλυφθεί. Η ποιητική αυτή συλλογή αποτελεί μία διέξοδο στον περιχαρακωμένο κόσμο που ζούμε, είναι ένα μικρό ταξίδι της σκέψης, μία ανάσα χωρίς μάσκες ή σκοτεινές σκέψεις.
Εν ολίγοις, Ποίηση μαγική.
Το «ΛΥΠΗ ένα φτερό» θέλει να μας κάνει να ξαναγίνουμε άνθρωποι, να αγαπήσουμε τα σημαντικά, να προσπαθήσουμε από κοινού.
Η Χρύσα Κοντογεωργοπούλου (Μαγκλίνη) γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε αρχαιολογία και ιστορία της τέχνης στη Φιλοσοφική Σχολή του Παν/μίου Αθηνών, του οποίου είναι και διδάκτωρ. Έκανε την επιμέλεια, την παραγωγή και την παρουσίαση εκπομπής στην Ελληνική Ραδιοφωνία, με θέμα τον Πολιτισμό. Έχει εκδώσει μεταφράσεις των Πιραντέλο, Λεοπάρντι και Ραντιγκέ (εκδ. Printa–Ροές). Στίχοι της μελοποιήθηκαν από τον Δημήτρη Παπαδημητρίου και άλλους συνθέτες (Το συννεφάκι, Κίρκη, Αμέθυστος…). Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές, εκ των οποίων οι δύο με επιδότηση του Ιδρύματος ΙΩ. Φ. ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ (Άνθη του Άλατος και Τ’ Άχυρο Χρυσάφι, εκδ. Μελάνι). Το ποιητικό της έργο παρουσιάστηκε στην Αμερική και την Ευρώπη. Έχει συμπεριληφθεί στην ανθολογία νέων ποιητών-γεννημένων μετά το 1965 – (επιμ. Αλ. Ζήρας, Ρ. Κακλαμανάκη, Το Εντός και Πέραν της Γλώσσας). Έχει δημοσιεύσει επίσης το επιστημονικό βιβλίο, Η Βυζαντινή Αττική. Το μονόπρακτο Άλμα Ντε Λα Ρόσα, διακρίθηκε με το β΄ βραβείο θεατρικού μονολόγου για το 2020. Εργάζεται ως Ξεναγός, με διεθνείς διακρίσεις και έμφαση σε εναλλακτικές ξεναγήσεις, με στόχο την ανάδειξη της ποιητικής σχέσης του τοπίου με τα μνημεία.