Πυρόι – Κύπρος
Την απλωσιά του κάμπου, που ο ήλιος ψήνει με τις ακτίνες του, διασχίζει μια μικρή ομάδα καβαλάρηδων…
…
Η ξεφρενιασμένη καβαλαρία φαίνεται κάποιον πήρε στο κατόπι. Μέσα σε μια οργίλη μάνητα πάσχουν να τον προλάβουν. Σαν τους Εγγλέζους εκείνους βασιλόπαιδες που εξορμούν με ένα τσούρμο πρωτομάστορες του κυνηγιού και κάμποσους πανταχού παρόντες αυλοκόλακες μέσα στα δάση. Ένα μανιασμένο σκυλολόι από λαγωνικά και ανθρώπους εφορμούν κατά του θηράματος. Ένας ολάκερος στρατός εξουθενώνεται και σπαταλιέται για μιας καμωματούσας αλεπούς την ουρά. Αλεπού ήταν και το θήραμα των καβαλαραίων μας. Ο Νικόλας ο Παττούρας, μπαμπέσης κλέφτης και λήσταρχος που χρόνια τυραννούσε τα αρπακτικά της αστυνομίας. Φτεροπόδαρος και πολυμήχανος πάντα γλιστρούσε σαν χέλι. Φιδίσιο κορμί και μυαλό, σατανάνθρωπος σωστός. Άριστος λωποδύτης και σεϊτάνης. Δεν είχε μόνιμη κατοικία και κάθε ξέχωρη μέρα διανυχτέρευε και σε μια διαφορετική αλεπότρυπα. Έτρωγε κρέας ψητό, χωμένο μέσα στη γης πάνω σε υπόγεια ανθρακιά. «Οφτό», όπως λέμε στην Κύπρο, «οπτό» όπως έλεγαν οι αρχαίοι πρόγονοί μας. Φυσικά κρέας κλεμμένο από κοπάδια με γιδοπρόβατα, λάφυρο από τα γιουρούσια που έκανε πού και πού με τα πρωτοπαλίκαρά του.
…
Ο Παττούρας έπρεπε να πεθάνει. Η εξουσία επεδίωκε τον θάνατό του ώστε να αποτελέσει παράδειγμα -προς αποφυγήν βέβαια- για όλο τον λαό. Ο αδάμαστος Νικολός δεν σεβόταν τον νόμο. Γι’ αυτό το λόγο και δεν μπορούσε να κυκλοφορεί ελεύθερος. Έπρεπε να εκλείψει. Τελικά όμως δεν ήταν το χέρι του νόμου που του αφαίρεσε τη ζωή… το φονικό το έκαναν άνθρωποι του ιδίου με αυτόν φυράματος. Ξεκαθάρισμα λογαριασμών είπαν.
Γεγονός όμως είναι ότι τότε, στα 1895, ο λήσταρχος που ενέπαιζε το κράτος, άφησε πίσω του τρία μικρά αγόρια και ένα αγέννητο μωρό στην κοιλιά της εγκύου γυναίκας του, της Ειρήνης. Της Ειρήνης που δεν έμεινε για πολύ καιρό μακριά από τον άντρα της. Όταν έφτασε η ώρα της να γεννήσει, δεν τα κατάφερε και έτρεξε να τον συναντήσει μακριά από του κόσμου τις αγωνίες και τον πόνο.
Μαζί της, έτσι το θέλησε η μοίρα, πήρε και την ψυχούλα του νεογέννητου κοριτσιού τους. Έτσι, στον μάταιο τούτο κόσμο, έμειναν πεντάρφανα τα τρία μικρά αγόρια. Ο μεσαίος σε ηλικία, ο τετράχρονος Μήτας, είναι ο κεντρικός ήρωας του Παντελή Στεφάνου στο μυθιστόρημά του «Λιοντόκαρδος ο Κυπριώτης».
Ο μεγάλος -οκτώ ετών- υιοθετήθηκε από την αδερφή της μητέρας τους, όχι για να ανατραφεί σωστά αλλά για να βοηθάει στις κάθε είδους δουλειές της οικογένειάς της. Ο μικρός, στα τρία του μόλις χρόνια, μπήκε στη δούλεψη μιας Εγγλέζας στην Χώρα, που θα τον χρησιμοποιούσε για τα μικροθελήματα. Ο δε Μήτας, αποφάσισε να πάει σε ένα θείο του που ήταν παπάς. Εκεί πίστευε ότι θα έβρισκε αγάπη. Τι στην πραγματικότητα βρήκε; Αγάπη πάντως δεν το λες αυτό…
…
– Μπασταρδόσκυλο. Χάσου από μπροστά μου βρομισμένο μυξιάρικο. Στο μαύρο ανάθεμα να πας. Έχω εφτά στόματα να ταΐσω. Μπελάδες άλλους δεν θέλω πάνω στο κεφάλι μου.
Ο αριθμός εφτά είναι ιερός και ο παπάς ίσως να μην ήθελε να δειχτεί ιερόσυλος. Ο μικρός έβαλε τα κλάματα και με γοερά αναφιλητά και πλατιές δρασκελιές πέρασε το μισάνοιχτο ξωπόρτι και τράβηξε για το πουθενά. Τα δάκρυά του έγιναν πλέον μια υγρεμένη στάμνα, που, όποτε διψούσε, έμπηγε καρφωτά μέσα τα μούτρα του και ρουφούσε άτσαλα σαν γίδι.
…
Αυτή ήταν η αρχή της νέας ζωής του Μήτα. Της ζωής του ορφανού δίχως μάνα, δίχως κύρη, δίχως χάδι και στοργή. Η καλή μέρα από το πρωί δεν φαίνεται; Ε, το ίδιο σας διαβεβαιώνω ισχύει και για την κακή! Το τι τράβηξε αυτή η ψυχή ούτε που το φαντάζεστε. Το μαρτυρικό του βίο μπορείτε να τον μάθετε διαβάζοντας το «Λιοντόκαρδος ο Κυπριώτης», του Παντελή Στεφάνου.
Πείνα, απελπισία, φόβο, απογοήτευση, όλα τα γνώρισε στον υπέρτατο βαθμό. Μπορεί να μην κατάφερε να μάθει γράμματα αλλά έμαθε -στην εντέλεια- την τέχνη του τσοπάνη. Βέβαια στην ζωή του δεν του ήρθαν όλα ανάποδα… Να, για παράδειγμα, η Σοφία του. Η κοπέλα που του έστειλε ο Θεός για να διαλύσει τα σκοτάδια της μοναξιάς του. Μαζί έστησαν ένα σπιτικό -σαν αυτό που κανένας από τους δύο δεν γνώρισε σαν παιδί- και απέκτησαν και πέντε βλαστάρια· δύο κορίτσια και τρία αγόρια! Περισσότερα, ως είθισται, επί των σελίδων του μυθιστορήματος…
Ο Λιοντόκαρδος, του Παντελή Στεφάνου, είναι ένας ήρωας. Όχι από τους ήρωες που γράφει η ιστορία αλλά από τους ήρωες της καθημερινότητας, της βιοπάλης, που δίχως αυτούς δεν θα υπήρχε ιστορία. Τους αγωνιστές που χωρίς να περάσει το όνομα τους στην αιωνιότητα, πάνε ολάκερη την ανθρωπότητα ένα βήμα παρακάτω· με την δουλειά και κυρίως με τα παιδιά που φέρνουν στο κόσμο.
Ευκολοδιάβαστο, με την ανάγνωση να κυλά αβίαστα και με μια γλώσσα πανέμορφη, θα σας χαρίσει πολλές ώρες απολαυστικής ανάγνωσης. Θα σας εντυπωσιάσει με τις ολοζώντανες περιγραφές και θα σας αγγίξει ευαίσθητες χορδές με τον διδακτικό του χαρακτήρα…
…
Εκτός από τον κύρη και τη μάνα σου κανένας δε νογεί τον πόνο σου. Μόνο αυτοί πονοκεφαλιάζουν και παραλοΐζονται ζαλισμένοι απ’ το παίδεμα και τ’ αφανέρωτα νιώσματα της ζωής σου. Παραζαλισμένοι γέρνουν την τραχηλιά στο μαγουλούδι και ύπνος δεν τους πιάνει απ’ τη στόχαση και το μαράζι που σβουρίζει ωσάν γαυριασμένο δρολάπι μες στην κεφάλα τους. Κι αποθαμένοι ακόμα παιδεύονται για την προκοπή του παιδιού τους. Κι άμα πονεί αυτό, πονούν κι ετούτοι, γιατί είναι σάρκα απ’ τη σάρκα τους και ψυχή απ’ την ψυχή τους. Είναι οι ίδιοι λουφασμένοι σ’ άλλα σώματα πιο νέα. Και παρατείνονται οι ψυχές τους μες στους αιώνες με του παιδομανιού τους τον αβγατισμό.
…
Εξαίσιο καθ’ όλα! Συγχαρητήρια κύριε Στεφάνου και ευχαριστώ για το μοναδικό αυτό “ταξίδι”!