Εκδόσεις Λιβάνης, 2019
Σελ. 399
Το 1910 η Ιαπωνία προσαρτά την Κορέα. Το 1931 η Ιαπωνία εισβάλλει και κατακτά τη Μαντζουρία. Το 1941 η Ιαπωνία επιτίθεται στο Περλ Χάρμπορ.
Κάποιοι ιστορικοί πιστεύουν ότι 50.000-200.000 Κορεάτισσες, γυναίκες και κορίτσια, απήχθησαν, εξαπατήθηκαν ή πουλήθηκαν ως σκλάβες του σεξ από και για τους Ιάπωνες στρατιώτες κατά τη διάρκεια της ιαπωνικής κατοχής της Κορέας. Οι γυναίκες αυτές μεταφέρθηκαν στην Μαντζουρία από τους Ιάπωνες κατακτητές ως «γυναίκες ανακούφισης», για τους άντρες του ιαπωνικού στρατού.
Νησί Τζέτζου, καλοκαίρι 1943.
Η Χάνα δεκαέξι χρονών, βοηθάει την μητέρα της, στο νησί Τζέτζου της Κορέας, για να ζήσουν. Είναι και οι δυο χενιό, «γυναίκες της θάλασσας», δηλαδή κάνουν καταδύσεις σε ένα μικρό όρμο κρυμμένο από τον κεντρικό δρόμο που οδηγεί στην πόλη. Ο πατέρας της Χάνα είναι ψαράς. Οργώνει τη Νότια Θάλασσα μαζί με συγχωριανούς του, αποφεύγοντας τα ιαπωνικά αλιευτικά που λεηλατούν τα παράλια της Κορέας για αγαθά τα οποία παίρνουν μαζί τους στην Ιαπωνία.
Στο νησί της Χάνα οι καταδύσεις είναι δουλειά των γυναικών. Το κορμί τους αντέχει τα παγωμένα βάθη του ωκεανού καλύτερα απ’ ό,τι των αντρών. Μπορούν να κρατάνε την αναπνοή τους για περισσότερη ώρα, να καταδύονται πιο βαθιά και να διατηρούν πιο ψηλή θερμοκρασία του σώματός στους, κι έτσι οι γυναίκες του Τζέτζου απολαμβάνουν για αιώνες μια σπάνια ανεξαρτησία σε μια πατριαρχική κοινωνία, όπως είναι η Κορέα. Έτσι αυτές οι γυναίκες βγάζουνε το ψωμί τους από τις καταδύσεις στη θάλασσα και από τις πωλήσεις μετά στην αγορά.
Η Χάνα από μικρή ηλικία έμαθε να αποσπά από τα βαθιά νερά του ωκεανού τις αλιώτιδες, ένα «αφτί της θάλασσας», από τους βράχους του βυθού. Η μάνα της μόνο μια εντολή της έχει δώσει όταν κάνουν τις καταδύσεις: Να κοιτάζεις πάντα προς την παραλία όταν βγαίνεις στην επιφάνεια να πάρεις ανάσακαι να ψάχνεις την μικρή αδελφή σου, την Έμι. Μην το ξεχάσεις ποτέ. Όσο τη βλέπεις είσαι ασφαλής.
Η μικρή αδελφή της Χάνα καθόταν στην ακτή και φύλαγε τους κουβάδες που περιείχαν την ψαριά της ημέρας. Η μικρή αδελφή ήταν πολύ μικρή για να βουτάει μαζί τους. Τώρα αυτή η Χάνα ήταν η προστάτιδα της Έμι. Η Χάνα είναι αυτή πλέον που φροντίζει να είναι η αδελφή της πάντα ασφαλής. Το μικρό κοριτσάκι έγινε η άγκυρα της Χάνα, η άγκυρα της στην ακτή και στη ζωή. Η Χάνα ξέρει ότι το να προστατεύει την αδελφή της σημαίνει να την κρατάει μακριά από τους Γιαπωνέζους στρατιώτες. Είναι ένα μάθημα που η μητέρα της της είχε δώσει σε όλους τους τόνους: Μην τους αφήσεις ποτέ να σε δουν! Και, το κυριότερο, μην κάνεις ποτέ το λάθος να βρεθείς μόνη με κάποιον από αυτούς!
Τα προειδοποιητικά λόγια της μητέρας είναι εμποτισμένα από έναν δυσοίωνο φόβο, και στα δεκαέξι της χρόνια η Χάνα νιώθει τυχερή που δεν έχει συμβεί ποτέ αυτό. Κάτι που έμελλε να αλλάξει μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα…
Είναι αργά το απόγευμα, όταν η Χάνα βλέπει για πρώτη φορά τον δεκανέα Μοριμότο. Η Χάνα βγαίνει στην επιφάνεια του νερού για να αναπνεύσει και κοιτάζει στην παραλία. Η αδελφή της η Έμι, κάθεται οκλαδόν στην άμμο, σκιάζοντας τα μάτια της καθώς κοιτάζει πέρα στη θάλασσα, προς τη Χάνα και τη μητέρα τους. Η Χάνα μόλις έχει βρει μια μεγάλη αχιβάδα και είναι έτοιμη να φωνάξει στην εννιάχρονη αδελφή της για να εκφράσει τον ενθουσιασμό της, όταν παρατηρεί ένα Γιαπωνέζο στρατιώτη να κατευθύνεται προς το μέρος της αδελφής της στην παραλία. Μια κορυφογραμμή από βράχους κρύβει την αδελφή της από το οπτικό πεδίο του Γιαπωνέζου, αλλά σε λίγο θα πέσει πάνω της, και τότε σίγουρα θα την αρπάξει… Είναι δουλειά της Χάνα να προστατεύσει τη μικρή της αδελφή. Έχει δώσει μια υπόσχεση στη μητέρα της και σκοπεύει να την τηρήσει.
Η Χάνα βουτάει κάτω από τα κύματα και κολυμπάει με όλη της τη δύναμη προς την παραλία. Το μόνο που μπορεί να ελπίζει είναι ότι θα φτάσει στην αδελφή της πριν από τον στρατιώτη. Αν καταφέρει να του αποσπάσει την προσοχή για όσο χρειαστεί, ίσως η αδελφή της μπορέσει να ξεγλιστρήσει και να κρυφτεί στο διπλανό κολπίσκο, και μετά η Χάνα μπορεί να του ξεφύγει βουτώντας πάλι στον ωκεανό. Ο στρατιώτης δεν θα μπορούσε να την ακολουθήσει μέσα στο νερό…
Τα βράχια κρύβουν ακόμα την Έμι και η Χάνα προλαβαίνει να βγει στην παραλία, ρίχνεται πάνω της και τη σωριάζει κάτω, την σπρώχνει μέσα στην άμμο, για να την κρύψει από τα μάτια του στρατιώτη, καλύπτει το στόμα της αδελφής της με το χέρι της, για να πνίξει την κραυγή της. Θα πρέπει να δραπετεύσουν και οι δυο προς τον ωκεανό, αλλά η αδελφή της δεν μπορεί να κολυμπήσει για πολύ. Τώρα η Χάνα βλέπει ότι δεν έχει σχέδιο διαφυγής. Δεν έχει ελπίδα σωτηρίας. Τώρα ο στρατιώτης την βλέπει. Το βλέμμα του άντρα είναι κοφτερό κι εκείνη νιώθει να τη σκίζει όπως διατρέχει το κορμί της. Το βλέμμα του κατεβαίνει στο στήθος της. Το λευκό βαμβακερό πουκάμισό της για τις καταδύσεις είναι λεπτό, και σπεύδει να καλύψει τα στήθη με τα μαλλιά της.
-Τι μου κρύβεις; ρωτάει ο στρατιώτης.
-Τίποτα, αποκρίνεται βιαστικά η Χάνα.
Αυτή και η αδελφή της είναι ολομόναχες με τούτο τον στρατιώτη. Καθώς στρέφεται ξανά προς αυτόν, βλέπει άλλους δύο στρατιώτες. Έρχονται προς το μέρος της. Τα λόγια της μητέρας της ηχούν στο μυαλό της: Το κυριότερο, μην κάνεις ποτέ το λάθος να βρεθείς μόνη με κάποιον από αυτούς. Η Χάνα δεν θα σωθεί, ό,τι κι αν απαντήσει τώρα. Δεν έχει καμία δύναμη ούτε δικαίωνα αντίστασης στους στρατιώτες του αυτοκράτορα. Μπορούν να της κάνουν ό,τι θέλουν. Οι στρατιώτες αρπάζουν τη Χάνα απ’ τα μπράτσα και τη σέρνουν πίσω από το δεκανέα Μοριμότο. Εκείνη δεν ουρλιάζει για να μην εμφανιστεί η αδελφή της και την πάρουν και αυτή. Και η Χάνα δεν σκοπεύει να αθετήσει την υπόσχεσή της να την κρατήσει ασφαλή…
Νησί Τζέτζου, Δεκέμβριος 2011
Η εβδομηνταεφτάχρονη Έμι κάνει κατάδυση στον βαθύ ωκεανό. Δεν σκέφτεται τίποτα. Μη θυμάσαι, λέει. Είναι πολύ επώδυνο να θυμάται το παρελθόν, για αυτό απωθεί την ανάμνηση…
«Η μητέρα της άναψε μια λάμπα πετρελαίου, άνοιξε την τσάντα της και έβγαλε ένα λουλούδι. Ήταν ένα λευκό χρυσάνθεμο, σύμβολο πένθους για τους Κορεάτες. Ο πατέρας της σήκωσε τη λάμπα και την κράτησε ψηλά, φωτίζοντας το λευκό άνθος κόντρα στον ομιχλώδη αστροφώτιστο ουρανό».
Μια συγκλονιστική και συγκινητική ιστορία, γραμμένη με λυρισμό και ρεαλισμό, τόσο δυνατή που καθηλώνει. Διαβάστε τη.
Η Μέρι Λιν Μπρακτ είναι Αμερικανίδα συγγραφέας κορεατικής καταγωγής, που ζει στο Λονδίνο. Έχει λάβει πτυχίο Δημιουργικής Γραφής από το Κολέγιο Μπέρκμπεκ του Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Μεγάλωσε στους κόλπους μιας μεγάλης κοινότητας εκπατρισμένων γυναικών που ενηλικιώθηκαν στη μεταπολεμική Νότια Κορέα. Το 2002 επισκέφθηκε το χωριό στο οποίο γεννήθηκε η μητέρα της και στη διάρκεια αυτού του ταξιδιού έμαθε για πρώτη φορά για τις «γυναίκες ανακούφισης», οι οποίες αρπάχτηκαν διά της βίας και εγκλωβίστηκαν σε οίκους ανοχής για τους άντρες του ιαπωνικού στρατού. Το Λευκό Χρυσάνθεμο είναι το πρώτο της μυθιστόρημα και τιμήθηκε με τα βραβεία Writers’ Guild της Μεγάλης Βρετανίας και Prix Coup de Cœur Saint – Mauren Poche 2018.
Τραχανάς Κώστας