Εκδόσεις Ψυχογιός, 2016
Σελ. 266
Σαν κιτρινισμένες λήψεις Polaroid, τα αφηγηματικά στιγμιότυπα που απαρτίζουν το βιβλίο «Λέγε με Καΐρα» του Δημήτρη Στεφανάκη είναι μια νοσταλγική επιστροφή στο παρελθόν της Ελλάδας του ‘60 και του ‘70.
Τα παιδικά μας μάτια δεν τα χάνουμε ποτέ. Και ό,τι φωτογραφίσαμε μ’ αυτά μένει ανεξίτηλο στη μνήμη μας με τρόπο που να μην μπορεί οποιαδήποτε διόρθωση κάνουν εκ των υστέρων οι παραστάσεις της ενήλικης ζωής μας να επηρεάσει τις πρώτες εκείνες μαγικές εικόνες. Με τις αναμνήσεις της γεύσης και της όσφρησης ο Δημήτρης Στεφανάκης ανασυνθέτει τον κόσμο της παιδικής του ηλικίας.
Τόσα χρόνια πέρασαν και ξαναβλέπει ο συγγραφέας την αλάνα που παίζανε παιδιά κι όχι τις πολυκατοικίες στα θεμέλια των οποίων αναπαύεται τώρα η δόξα των ποδοσφαιρικών αγώνων Πάνω και Κάτω Γειτονιάς, βλέπει ζωντανό τον κυρ-Γεωργάκη, τη γιαγιά Όλγα, τον πατέρα του, τη μάνα του, τον θείο Χαρίλαο, τη Λεμονού, τον Αντώναρο, τον φαντάρο της κυρα-Λουκίας, τον κύριο Νικολάου, τον μαυραγορίτη Φώντα, τους μπαξεβάνιδες της Σμυρνιάς, τις ιερόδουλες της Καίρα (παρωνύμιο και υποκοριστικό της Γαλάτεια Παρησιάδου).
Ξαναβλέπει πάνω από όλα το δεκάχρονο αγόρι που μιλάει μέσα του, που θυμάται μέσα του. Θα ξαναδεί τοπία, ανθρώπους και ιστορίες με τα παιδικά του μάτια, που δεν έκλεισαν ποτέ, μα συνεχίζουν να κοιτάζουν τον κόσμο από μια γωνιά της ψυχής του. Ο χρόνος τα πήρε όλα μαζί του κι άφησε μόνο τις αναμνήσεις. Η προσφυγή στα οικεία βιώματα του παρελθόντος γίνεται ένα ατέλειωτο μοιρολόι για αυτή τη χαμένη ζωή…
Το σκηνικό της παιδικής ηλικίας του συγγραφέα (δεκαετίες του ‘60 και ‘70) είναι ένας τόπος αγνώριστος με τη φημισμένη ταβέρνα του παππού του Ατρέμου (η ταβέρνα αυτή ήταν τόπος συνάντησης για πολιτικούς, καλλιτέχνες, διανοούμενους, ηθοποιούς, τραγουδιστές, μέχρι και ανθρώπους του περιθωρίου), τα θρυλικά Πουτανάδικα να δεσπόζουν πάνω από την παλιά γειτονιά με τα διάσπαρτα πενήντα σπίτια και τους χωματόδρομους, το όνειδος της «Συνοικίας του Διαβόλου», ένας πρότυπος συνοικισμός πορνείας, που δεν έκανε κουμάντο άντρας, απλά το πηδάλιο το κρατούσε μια γυναίκα οραματίστρια, ικανή και δαιμόνια, που την αποθανάτισε η ποίηση (Ο Βάρναλης, ο ποιητής των «Μοιραίων», ο ερωτευμένος ποιητής με τη ματρόνα, της έγραψε την ποιητική συλλογή «Λέγε με Καΐρα»: «Ω Καΐρα, δεν μας έμαθε κανείς τα βάσανά του κόσμου. Τι νόημα έχει η τέχνη μας αν δεν μπορεί τον λαουτζίκο να χορτάσει ψωμί;», το μπαρμπέρικο του κυρ-Αχιλλέα, το τρίκυκλο του θείου Χαρίλαου, την κυριακάτικη εκδρομή στο Μάτι, την Προβόλα που κυνηγούσανε την μπάλα, την οργάνωση του Μπούλη που θα ανέτρεπε τη Χούντα, τα Πουτανάδικα που αναδείχτηκαν σε κέντρο αντιστασιακού αγώνα κάτω από τη μύτη των Γερμανών, την επιχείρηση εκκαθάρισης των Πουτανάδικων ύστερα από πενήντα χρόνια λειτουργίας. Την εξαφάνιση της Καΐρας…
Ανέμελα τοπία και αγαπημένα πρόσωπα που σάρωσε ο χρόνος… Είναι αλήθεια πως η σκέψη των νεκρών μας προκαλεί αμηχανία. Η ζωή είναι ωραία και μας προσκαλεί να χαρούμε. Από την άλλοι, οι πεθαμένοι απαιτούν ένα μερίδιο θλίψης και συγκίνησης…
Τα τοπία, τα γεγονότα και οι άνθρωποι του Δημήτρη Στεφανάκη, γίνονται όλα ποιητικές εικόνες, που μέσα τους κρατούν σιωπή και φως. Ξορκίζουν τη φθορά και την εγκατάλειψη. Μετουσιώνει ο συγγραφέας την φθορά σε ομορφιά. Τίποτα δεν ωραιοποιεί. Όσο και ο ζόφος επικρατεί, ο συγγραφέας κρατάει μέσα του ένα κομμάτι παιδικό. Απλά εξυψώνει στο βλέμμα μας την ιστορία που έζησε άλλοτε. Έκανε αριστοτεχνικά ένα βήμα πίσω στην «παλιά» Ελλάδα.
Η ιστορία της Καΐρα συγκροτείται μεθοδικά, σπυρί σπυρί, σαν να προκύπτει από τις επίπονες προσπάθειες ενός μυρμηγκιού. Είναι μια σπουδή πάνω στα ανθρώπινα πάθη που μετατρέπεται με άνεση σε ένα γκροτέσκο ταξίδι στον υπόκοσμο, στην πορνεία, στους αδικημένους και στη φτωχολογιά της δεκαετίας του ‘60. Η λογοτεχνία που θέλει να εκφράσει τη βαθύτερη ανθρώπινη περιπέτεια οφείλει να τρυπώνει παντού. Και στα Πουτανάδικα και στα σκυλάδικα και στις εκκλησίες με την ίδια ευλάβεια.
Ο Δημήτρης Στεφανάκης είναι ένας σημαντικός συγγραφέας της σύγχρονης λογοτεχνίας, με σαγηνευτική πένα. Μια γραφή αισθαντική και τρυφερή, συγκινητική και οικεία. Ένας τέλειος συνδυασμός ταλέντου, χιούμορ κι ευκολίας στη σύνθεση. Ο τόνος, η κύμανση, η διαφορετική όραση, η μίξη τραγικού και κωμικού, η γλώσσα, εκείνη η ενδονοσοκομειακή λοίμωξη που κυκλοφορεί ανάμεσα στις λέξεις, αθέατη και μοιραία και τις κάνει, ή όχι, να φωσφορίζουν. Μας ταξιδεύει σε βάθη και ύψη, αυτός είναι ο κόσμος και οι συνθήκες που απομονώνει ο συγγραφέας, ο οποίος καταγράφει το παρόν, επιστρέφει στο παρελθόν και ψάχνει το μέλλον των ηρώων του.
Ένα οδοιπορικό της μνήμης στην εποχή που νομίζαμε πως θα αλλάζαμε τον κόσμο… Πιστεύουμε πως οι αληθινές ιστορίες είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσες από οποιαδήποτε βιβλίο μυθοπλασίας… Πρόκειται για Αριστούργημα.
Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤΕΦΑΝΑΚΗΣ γεννήθηκε το 1961. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Έχει μεταφράσει έργα των Σολ Μπέλοου, Ε. Μ. Φόρστερ, Γιόζεφ Μπρόντσκι, Προσπέρ Μεριμέ, Ονορέ ντε Μπαλζάκ κ.ά. Το βιβλίο του ΜΕΡΕΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ, εκδόθηκε στα γαλλικά με εξαιρετική επιτυχία και βραβεύτηκε με το Prix Mediterranée Étranger. Κυκλοφορεί επίσης στα ισπανικά και τα αραβικά. Ο Δημήτρης Στεφανάκης τιμήθηκε με το Διεθνές Βραβείο Καβάφη 2011 και ήταν υποψήφιος για το Prix du Livre Européen 2011. Από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ κυκλοφορούν επίσης τα μυθιστορήματά του ΦΙΛΜ ΝΟΥΑΡ, το οποίο μεταφράστηκε στα γαλλικά (υποψήφιο για το Prix Balkanika 2013), ΑΡΙΑ – Ο ΚΟΣΜΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΗ, που μεταφράζεται στα αραβικά, ΣΥΛΛΑΒΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ, Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΕΩΝ, το δοκίμιο ΠΩΣ Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΟΥ ΑΛΛΑΖΕΙ ΤΗ ΖΩΗ και το ΛΕΓΕ ΜΕ ΚΑΪΡΑ. Ο Έλληνας συγγραφέας τιμήθηκε για το έργο του με τα διάσημα του Ιππότη Γραμμάτων και Τεχνών του Γαλλικού Kράτους.
[grbk https://www.greekbooks.gr/stefanakis-dimitris.person%5DΑπό το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Τοπίο αγνώριστο πια η παιδική μου ηλικία με τη φημισμένη ταβέρνα του Ατρέμου και τα θρυλικά Πουτανάδικα να δεσπόζουν πάνω απ’ την παλιά γειτονιά με τα διάσπαρτα σπίτια και τους χωματόδρομους. Ο χρόνος τα πήρε όλα μαζί του κι άφησε μόνο αναμνήσεις: Το μυστήριο της Καΐρας, την ανεκδιήγητη οργάνωση του Μπούλη που θα ανέτρεπε τη Χούντα, τη μορφή του παππού, μυθική, τρυφερή, οικεία. Τόσα χρόνια στρίβω τη γωνία και νομίζω κάθε φορά πως θα ξαναδώ την αλάνα όπου παίζαμε παιδιά κι όχι τις πολυκατοικίες, στα θεμέλια των οποίων αναπαύεται η δόξα των ποδοσφαιρικών αγώνων της Πάνω και Κάτω Γειτονιάς…