Ο γνωστός Γάλλος συγγραφέας έχει γίνει διάσημος για το μεγαλειώδες έργο του που φέρει τον τίτλο «Ανθρώπινη Κωμωδία». Πρόκειται για μια συλλογή εκατό μυθιστορημάτων η οποία είναι το ένα τρίτο (!) από όσα σκόπευε να συγγράψει. Στη βάση αυτού του έργου που τιτλοφορείται «Μελέτες των Ηθών» περιλαμβάνεται το μυθιστόρημα «Η Γεροντοκόρη». Ολοκληρώθηκε το 1836 και είναι το πρώτο μυθιστόρημα που δημοσιεύθηκε σε συνέχειες σε γαλλική καθημερινή εφημερίδα.
Η ιστορία διαδραματίζεται σε μια γαλλική επαρχιακή πόλη την Αλενσόν. Η πλοκή του έργου κινείται γύρω από την δεσποινίδα Κορμόν, μια βαθύπλουτη γεροντοκόρη, και τους επίδοξους αυτής μνηστήρες. Πρώτος και καλύτερος; Ο ιππότης ντε Βαλουά της Αλενσόν…
…
Τα πάντα στο φιλάρεσκο ιππότη φανέρωναν τα ήθη του γυναικά (ladie’s man): πλενόταν τόσο προσεκτικά που τα μάγουλά του ήταν χαρά των ματιών, έμοιαζαν γυαλισμένα από ένα θαυμαστό νερό. Το μέρος του κρανίου που αρνούνταν να καλύψουν τα μαλλιά έλαμπε σαν φίλντισι. Τα φρύδια του όπως και τα μαλλιά του τον έκαναν σχεδόν νέο, έτσι ταχτικά που ήταν στρωμένα από τη χτένα. Το ήδη λευκό δέρμα του έμοιαζε να λευκαίνει κι άλλο από κάποιο μυστικό. Ενώ δεν φορούσε άρωμα, ο ιππότης ανάδιδε μια νεανική οσμή που δρόσιζε τον περίγυρό του. Τα αριστοκρατικά χέρια του, φροντισμένα σαν τα χέρια γκομενίτσας τραβούσαν το βλέμμα με τα ροζ προσεκτικά κομμένα νύχια τους.
…
Στ’ αλήθεια μοχθούσε πολύ για να κρύβει τα χρόνια του και να αρέσει στις γνωριμίες του.
…
Ένας πενηνταοκτάχρονος συνταξιούχος Άδωνις ήταν ο ιππότης ντε Βαλουά στις αρχές του 19ου αιώνα. Ο γάμος με την πλούσια γεροντοκόρη που είχε βάλει στο μάτι δεν θα του εξασφάλιζε μόνο τα προς το ζην -κάτι που με δυσκολία κατάφερνε- αλλά και την ανέλιξή του στα σκαλοπάτια της καλής κοινωνίας. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι το κάστρο που λεγόταν δεσποινίς Κορμόν θα έπεφτε εύκολα από τις γοητευτικές επιθέσεις του ιππότη. Όμως υπήρχε και ένα έτερο γεροντοπαλίκαρο και επίδοξος πολιορκητής.
Ο κύριος ντι Μπουσκέ. Γόνος παλιάς οικογένειας της Αλενσόν που έκανε μεγάλη περιουσία στο Παρίσι, από το 1793-1799) ως προμηθευτής τροφίμων του γαλλικού στρατού. Περιουσία όμως που όσο εύκολα την έκανε τόσο εύκολα και την έχασε, κυριολεκτικά εν μία νυκτί. Τελικά απέμεινε με μια ισόβια πρόσοδο που τον έσωσε από την εξαθλίωση και του επέτρεψε να αποσυρθεί στην Αλενσόν όπου συνέχισε να νιώθει ότι είναι κάποιος σημαντικός.
Εκτός όμως από τους δύο γηραιούς κυρίους, η ευκατάστατη γεροντοκόρη αποτελούσε και αντικείμενο του πόθου ενός εικοσιτριάχρονου. Του Αθανασίου Γκρανσόν, μακρινού συγγενή της που το νεαρό της ηλικίας του έντυσε τον πόθο για την εξασφάλιση μιας άνετης ζωής με τον μανδύα του ειλικρινούς έρωτα.
Πως ήταν η δεσποινίς Κορμόν;
…
Οι πατούσες της κληρονόμου ήταν χοντρές και πλατιές· η γάμπα της την οποία άφηνε συχνά να φανεί από τον τρόπο με τον οποίο, χωρίς να εννοούμε κάτι κακό, σήκωνε το φόρεμά της όταν είχε βρέξει και έβγαινε από το σπίτι της ή από τον Άγιο Λεονάρδο, δεν μπορούσε να θεωρηθεί γάμπα γυναίκας. Ήταν μια γάμπα νευρώδης, με πεταχτό και στέρεο μικρό ποντίκι, σαν ποντίκι ναύτη. Μια φαρδιά μέση, ένα πάχος παραμάνας, μπράτσα δυνατά και στρουμπουλά, χέρια κόκκινα· όλα πάνω της ταίριαζαν με τις φουσκωτές φόρμες, με την παχυλή ασπράδα των νορμαδέζικων καλλονών. Μάτια με χρώμα απροσδιόριστο και ελαφρώς γουρλωτά σε ένα πρόσωπο που η στρογγυλή του κοψιά δεν είχε καμιά αριστοκρατικότητα, ύφος προβατίσιας έκπληξης και απλοϊκότητας, που ταίριαζε άλλωστε σε μια γεροντοκόρη: αν δεν ήταν αθώα η Ρόζα, θα έμοιαζε σίγουρα για αθώα.
…
Και ήταν, και έμοιαζε, αλλά δεν ήταν αφελής. Έτσι το έργο των τριών επίδοξων μνηστήρων κάθε άλλο παρά εύκολο ήταν. Κατάφερε άραγε κάποιος από τους τρεις να σταθεί στο πλευρό της ευκατάστατης σαραντάχρονης Ρόζας Κορμόν ως σύζυγος ενώπιον Θεού και ανθρώπων; Και ποιο ρόλο έπαιξε η νεαρή σιδερώτρια Σουζάνα που ήταν το ακριβώς αντίθετο της γεροντοκόρης; Δηλαδή να την πιεις στο ποτήρι, αλλά από χρήματα… ούτε σελίνι.
Όπως και στα υπόλοιπα έργα του κλασσικού Γάλλου συγγραφέα, η κοινωνία του 19ου αιώνα βρίσκεται κάτω από το μικροσκόπιό του. Μια κοινωνία των τύπων και του φαίνεσθαι, που όπως τα μέλη της έκρυβαν την απλυσιά τους με ακριβά αρώματα, έτσι έκρυβαν και τον χαρακτήρα και τις συνθήκες ζωής τους πίσω από ένα προσωπείο, πίσω από μια κάλπικη ζωή. Η γραφή του Ονορέ Ντε Μπαλζάκ, περιγραφικότατη και μαγευτική, όχι μόνο ταξιδεύει τον αναγνώστη στη Γαλλία αυτής της εποχής αλλά τον κάνει να αισθάνεται ότι είναι ένας από τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος. Ότι κινείται μαζί με αυτούς, ότι ανασαίνει δίπλα τους, ότι όσα διαβάζει συμβαίνουν στη δική του ζωή. Καλή ανάγνωση.
Το αντίτυπο στο οποίο βασίστηκε η παρουσίαση αυτή είναι των εκδόσεων Εξάντας σε μετάφραση του Ζήση Σαρίκα και κυκλοφόρησε το 1989.