Μέσα δεκαετίας του ’50. Πρωτομαγιά.
Η Παναγιώτα και ο άντρας της -όπως όλοι ανεξαιρέτως οι συγχωριανοί τους- ανέβηκαν στα κάρα και πήγαν στις όχθες του ποταμιού, για το καθιερωμένο ετήσιο υπαίθριο γλέντι. Φαγητό, τραγούδι, χορός και αργότερα… ερωτικές περιπτύξεις κοντά στα τρεχούμενα νερά, με την φύση να απομονώνει κάπως το ένα ζευγάρι από τα άλλα, αγκαλιάζοντάς τους όλους ταυτόχρονα και κάνοντας γόνιμο τον καρπό των συνευρέσεων.
…
Οκτώ μήνες αργότερα με την κοιλιά στο στόμα βλαστήμαγε την ώρα και τη στιγμή και την άνοιξη και τον ήλιο και το ποτάμι και τον άντρα της και τον εαυτό της. Απ’ τους πρώτους μήνες της εγκυμοσύνης άρχιζαν οι ζαλάδες, οι εμετοί και οι κομμάρες, δεν μπορούσε να κάνει ούτε τις εύκολες δουλειές του σπιτιού.
Όταν ήταν έγκυος στην κόρη της αλλά και στα δυο της αγόρια δεν είχε αλλάξει τίποτα τους εννιά μήνες που τα κουβαλούσε στην κοιλιά της. Μέχρι την τελευταία στιγμή ακολουθούσε τον άντρα της στα χωράφια.
…
Όμως ετούτη η φορά ήταν διαφορετική. Ο τέταρτος αυτός βλαστός θα την παίδευε, μέχρι να ξεκινήσει ως αυτόνομη οντότητα το ταξίδι του στον κόσμο. Μετά θα παιδευόταν κι εκείνο… η φτώχεια της οικογένειας θα αποτελούσε τον καταλυτικό παράγοντα για το πως θα περνούσε τα χρόνια μέχρι να μεγαλώσει, αλλά και πενιχρό εφαλτήριο για μια καλύτερη ζωή αργότερα ως γυναίκα ή άντρας, ανάλογα με το φύλο του.
Όταν δε, έφτασε η ώρα της γέννας, έκπληξη μεγάλη περίμενε τους δύο γονείς αλλά και έναν πλούσιο άτεκνο συντοπίτη τους με τον οποίο είχαν συμφωνήσει να υιοθετήσει το νεογέννητο· να μην περάσει κι αυτό την μαύρη ζωή που περνούσαν εκείνοι… Η Παναγιώτα έφερε στο κόσμο όχι ένα, αλλά δύο παιδιά… δίδυμα! Δύο ψυχές που μεγάλωναν μαζί μέρα τη μέρα στην κοιλιά της μάνας τους. Πως να τα χωρίσεις; Πως να διαλέξεις ποιο θα έχει την εύκολη και ποιο τη δύσκολη ζωή;
Ο επίδοξος θετός πατέρας θέλησε να υιοθετήσει και τα δύο παιδιά, ώστε να μην χωριστούν τ’ αδέρφια και να μην χρειαστεί οι γονείς να πάρουν τέτοιο κρίμα στο λαιμό τους. Τελικά αποφάσισαν να μην δώσουν κανένα από τα δύο νεογέννητα αγοράκια και ο Θεός βοηθός… κάπως θα τα βόλευαν… πέντε παιδιά πλέον και δύο μεγάλοι. Εφτά στόματα… δεν ήταν κι εύκολο!
Στο ένα παιδί έδωσαν το όνομα του Άι-Γιώργη και στο άλλο του Άι-Δημήτρη. Ετούτο, το δεύτερο, ήταν αλλιώτικο τόσο από τον δίδυμο όσο και από τα άλλα του αδέρφια. Από μικρό ακόμα, έβαλε ένα και μοναδικό στόχο στη ζωή του… να αποκτήσει χρήματα!
Τα χρόνια περνούσαν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο -μάλλον με τον άλλο, τον δύσκολο, τον γεμάτο κόπο και στενοχώριες- κι έφτασε ο καιρός που ο Γιώργος Παπαδόπουλος ηγήθηκε της επανάστασής του, βάζοντας την χώρα στο γύψο για να την θεραπεύσει από τις βλάβες εσωτερικών αλλά και εξωτερικών εχθρών…
Ο φόβος φώλιασε -όπως σε χιλιάδες άλλα- στο σπιτικό της οικογένειας. Ο πατέρας, παλιός δηλωμένος αριστερός από τον καιρό του πολέμου, είχε κάθε λόγο να είναι ανήσυχος για το τι επιφύλασσε το μέλλον τόσο σε εκείνον όσο και σε ολόκληρη τη φαμίλια του. Ο χρόνος όμως δεν σταματά ούτε μπροστά σε “επαναστάσεις”. Σταδιακά οι τρεις γιοί του έφυγαν για την Αθήνα. Πρώτα ο μεγάλος και κατόπιν τα δίδυμα· να σπουδάσουν μια τέχνη και φυσικά να δουλέψουν. Ο πατέρας μόνο την ευχή του είχε να τους δώσει. Όταν όμως ο Δημήτρης επέστρεψε κάποια Χριστούγεννα στο χωριό, στρατιώτης δεν είχε πάει ακόμη, όλα άλλαξαν…
Σε τρεις χώρες κυλά ο ποταμός Έβρος. Σε αυτούς τους τρεις τόσο ίδιους αλλά και τόσο διαφορετικούς τόπους κυλά και η ιστορία μας. Μια ιστορία πρώτιστα επιβίωσης και κατόπιν αγάπης. Επιβίωσης με όποιο τρόπο επιλέγει ο καθένας από τους ήρωές της και αγάπης με την μορφή και την ένταση που την βιώνει κάθε μια ξεχωριστά από τις καρδιές που χτυπούν στα σώματά τους.
Ένα σμάρι μικρών -αλλά άξιων προσεκτικής μελέτης και ανάλυσης- γεγονότων είναι το μυθιστόρημα «Κόκκινο φεγγάρι πάνω απ’ το ποτάμι» του Γιώργου Πολυχρονίδη. Γεγονότων που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αγγίζουν τον κεντρικό του ήρωα, την τραγική -κατ’ εμέ- φιγούρα, του Δημήτρη.
Του Δημήτρη που ξόδεψε όλη του την ζωή και την ενέργεια για το “Έχειν”. Του δύστυχου αυτού ανθρώπου, που όταν τελικά κατάλαβε ποια είναι η ουσία των πραγμάτων, ήταν -αλίμονο- πολύ αργά. Ήταν παιδί μιας πάμφτωχης οικογένειας που από τύχη έγινε ζάμπλουτο. Έζησε όμως, σε σχέση με τα άλλα του αδέρφια, την πιο κενή, την πιο δυστυχισμένη ζωή. Στέκομαι σε αυτόν γιατί η κατάληξη του βίου του -και της ιστορίας μας- είναι τόσο συγκλονιστική που κραυγάζει μέσα από τις τελευταίες σελίδες του βιβλίου.
Κάθε ήρωας του εξαιρετικού αυτού μυθιστορήματος χρήζει την προσοχή μας. Καθένας από αυτούς έχει κάτι να μας πει και έτσι να διευρύνει λίγο ή πολύ τους ορίζοντες του μυαλού μας.
Το «Κόκκινο φεγγάρι πάνω απ’ το ποτάμι» είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ελληνικά μυθιστορήματα που έχω διαβάσει. Το ότι το διάβασα απνευστί πιστεύω ότι εννοείται από τα προαναφερόμενα.
Κλείνοντας αυτό το κείμενο, οφείλω δύο πράγματα. Πρώτον να τονίσω με έντονα, κεφαλαία γράμματα την λέξη ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ στη φράση “Πρέπει να το διαβάσετε οπωσδήποτε”. Δεύτερον να δώσω τα θερμά μου συγχαρητήρια στον Γιώργο Πολυχρονίδη, μαζί με τις ευχαριστίες μου για το υπέροχο αυτό ταξίδι. Κύριε Πολυχρονίδη, το πνευματικό σας αυτό “παιδί” είναι ένα πολύτιμο κόσμημα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας και κάθε βιβλιοθήκης που θα το φιλοξενεί στα ράφια της.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Ο Δημήτρης, ο τελευταίος γιος μιας εφταμελούς φτωχικής οικογένειας, που ζει στα σύνορα, σ’ ένα χωριό δίπλα στον ποταμό Έβρο, γεννημένος στα μέσα της δεκαετίας του ’50 έχει βάλει ένα στόχο στη ζωή του: Να ξεπεράσει τη μοίρα του και να γίνει πλούσιος.
Η Αθήνα μπορεί να είναι η ευκαιρία, οπότε κατεβαίνει στην πρωτεύουσα για σπουδές και να βρει δουλειά. Προσπαθεί, ελπίζει, δεν παραιτείται, αλλά σύντομα θα ανακαλύψει πως δεν είναι εύκολο.
Βάζει στην τρύπια βαλίτσα του στιγμές που έζησε, λίγες ρομαντικές και αρκετές απόρριψης και επιστρέφει στο χωριό του, για λίγο.
Κι αυτό το λίγο γίνεται πολύ, διότι εκεί τον περιμένει η ανέλπιστη ευκαιρία. Ο ντροπαλός, φιλόδοξος Δημητράκης θα γίνει ο πάμπλουτος κύριος Δημήτρης από τη μια μέρα στην άλλη.
Τότε, θα έρθει και ο έρωτας ανορθόδοξος αλλά καταλυτικός.