Στον πολύπαθο χώρο του βιβλίου, ξεπετάγονται κάποιες φορές “διαμάντια” συγγραφείς, που όταν διαβάσεις το έργο τους, νιώθεις ότι το “ιχώρ” της λογοτεχνίας βρίσκει νέους διαύλους για να κινηθεί. Ένας από αυτούς τους συγγραφείς είναι και ο Νίκος Αραπάκης, που έκανε -πριν λίγες μέρες, Νοέμβρης του 2008- την παρθενική του εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα, με το «Και στη μέση η θάλασσα» των εκδόσεων Μπατσιούλα.
Ο νεαρός ταλαντούχος συγγραφέας, μας μεταφέρει σε εποχές όπου το απέραντο γαλάζιο των θαλασσών διέσχιζαν καράβια καμωμένα από ξύλο. Πλεούμενα που, τιθασεύοντας τον Αίολο με τα μεγάλα τους πανιά, μετέφεραν ανθρώπους και εμπορεύματα σε κάθε γωνιά του κόσμου. Ένα από αυτά, μια όμορφη σκούνα, ήταν και ο Ιάσονας. Το καμάρι του Αβέρκιου. Ενός Ρωμανού εμπόρου που κατέφτασε στην Σαρακίνα για να μεταφέρει εμπορεύματα και να συναντήσει τον αδερφικό του φίλο Αλή. Ο δύο νέοι, ο καθένας από άλλη χώρα, με διαφορετική κουλτούρα και πίστη, συναντήθηκαν πριν χρόνια σε ένα βενετσιάνικο πανεπιστήμιο και ξεπερνώντας αυτά που τους χώριζαν, έχτισαν μια στερεή και βαθιά φιλία. Τρεις αδερφάδες ανύπαντρες έχει ο Αλή, και η τελευταία εξ αυτών, η Σεχράτ, έμελλε να ενώσει με ισχυρότερους δεσμούς τους δύο φίλους. Τα έφερε έτσι η τύχη -που άλλοτε ακολουθεί τις επιθυμίες των ανθρώπων και άλλοτε όχι- και ο Αβέρκιος ζήτησε να παντρευτεί την Σεχράτ, και έτσι εκτός από καρδιακοί φίλοι να γίνουν αδέρφια με τον Αλή. Πως όμως να ανθίσει ένας έρωτας, όταν τα μαύρα σύννεφα του πολέμου κρύβουν τον ήλιο και στις δύο χώρες; Τι μπορούν να κάνουν οι λίγοι σώφρονες, ώστε να επικρατήσει η ειρήνη, όταν θεοί και δαίμονες επιθυμούν να σύρουν την Σαρακίνα και την Ρωμανία σε μια καταστρεπτική για τις δύο χώρες πολεμική σύρραξη;
Το εξαιρετικό «Και στη μέση η θάλασσα» -πρωτότοκο “παιδί” του Νίκου Αραπάκη– μπορώ να το παρομοιάσω με ένα λογοτεχνικό περιβόλι. Ένα ολάνθιστο κήπο όπου ο αναγνώστης συναντάει χαρακτήρες ανθρώπων που θυμίζουν άλλοι λουλούδια και άλλοι ζιζάνια. Είναι μια θαυμάσια αλληγορική ιστορία, αφού κράτη Ρωμανία και Σαρακίνα δεν υπήρξαν ή καλύτερα, δεν υπήρξαν με αυτά τα ονόματα. Αλληγορική η πλοκή του βιβλίου, αλληγορικοί και κάποιοι από τους ήρωες. Η ευφυής τοποθέτηση τους και η δράση τους στο μύθο του Νίκου Αραπάκη σε κάνει να θυμηθείς μικρά κομμάτια -με ιδιαίτερη όμως σημασία- της ιστορίας του τόπου μας. Μια ευχάριστη νότα που σε κάνει να χαμογελάς με την “πονηριά” του συγγραφέα.
Ένα βιβλίο που όλα τα πρόσωπα που εμφανίζονται σε αυτό είναι κεντρικοί ήρωες. Φταίει ο τρόπος που παρουσιάζει τις ζωές τους; Το πόσο κοντά σε φέρνει σε αυτούς; Το πόσο αληθινοί είναι; Το έργο δεν είναι χτισμένο γύρω από ένα ή δύο άτομα. Είναι ένα σύμπλεγμα ζωών και χαρακτήρων όπως και η πραγματική ζωή.
Ξεχώρισα -συμπάθησα ιδιαίτερα- δύο από αυτούς. Τον Κωνσταντή και τον Μπουλέντ Καρανταΐ. Δύο ήρωες, τόσο διαφορετικούς, που αποδεικνύουν περίτρανα ότι πολλές φορές, η σοφία του απλού ανθρώπου, που έχει σπουδάσει την ζωή στο πεζοδρόμιο, είναι ασυγκρίτως ανώτερη αυτής των σπουδασμένων σε σχολειά και πανεπιστήμια. Από το στόμα του Μπουλέντ, λόγου χάρη, ακούγονται τα παρακάτω λόγια: «…Ένα θα σου πω και τελειώνω, στον πόλεμο πάντα, κι όταν λέω πάντα εννοώ πάντα, ζημιωμένοι βγαίνουνε όλοι, όλοι εκτός από κάποιους, που έχουνε συφέρο. Ποιοι είναι αυτοί, ψάχτε να τους βρείτε μονάχοι σας…»
Ένας ύμνος στην ειρήνη, στην ελευθερία, στην φιλία, στην τιμή και την αγάπη είναι το «Και στη μέση η θάλασσα» του Νίκου Αραπάκη, και φυσικά μια εκπληκτική, καλοδουλεμένη ιστορία. Πολλές φορές, διαβάζοντας το, θα δακρύσετε, θα γελάσετε, θα στενοχωρηθείτε, θα χαρείτε και θα θυμώσετε. Με λίγα λόγια θα το βιώσετε -σαν να είστε μέρος του και όχι αναγνώστης του-, έχοντας συχνά πυκνά τους παλμούς της καρδιάς ανεβασμένους από την αγωνία.
Και στο τέλος -ευχάριστο ή όχι δεν θα σας το μαρτυρήσω- θα μείνετε με την προσμονή του δευτερότοκου “παιδιού” του συγγραφέα. Με το πρώτο του βιβλίο -σε τέτοιο επίπεδο- ανέβασε πολύ ψηλά τον προσωπικό του πήχη, στο αγώνισμα που λέγεται «Σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία», υπηρετώντας την τέχνη του με μοναδικό τρόπο. Υγεία να έχουμε, και εδώ θα είμαστε να δούμε την πορεία του, και να απολαύσουμε νέα γεννήματα της πένας του.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Γνωρίστηκαν σε κάποιο φράγκικο πανεπιστήμιο. Τους είχαν πει πως είναι εχθροί. Έγιναν οι καλύτεροι φίλοι. Ένα βράδυ, με αφορμή τα μαύρα μάτια της Σεχράτ, η μοίρα θέλησε να τους κάνει αδέρφια. Μα ένα καράβι με σπασμένα άρμπουρα τα έφερε αλλιώς…
Μια ιστορία για καιρούς αλλοτινούς, για δυο χώρες μακρινές, μπορεί και κοντινές, τους ανθρώπους τους και τη θάλασσα που τους χωρίζει.
Ένα αλληγορικό παραμύθι για τη φιλία, την τιμή, το χρέος και τον έρωτα.
Δυο ζευγάρια μάτια, ίδια, του γιου και της μάνας, κοιτάχτηκαν επίμονα, μίλησαν. Της μάνας είπαν πως δεν μπορεί ν’ αποχωριστεί το σπλάχνο της, του γιου σώπασαν. Ούτε κι αυτός μπορεί ν’ αποχωριστεί τη μάνα του, μα δεν το είπε. Και που την ξέρεις εσύ τη θάλασσα και την αγάπησες, ρώτησαν τα μάτια της μάνας. Τα μάτια του γιου σώπασαν πάλι, σώπασαν από λόγια κι άφησαν τη θάλασσα να μιλήσει, τη θάλασσα που του έμαθε ο Αβέρκιος. Είδαν φουρτούνα τα μάτια της μάνας κι αγριεύτηκαν. Τι ξέρεις εσύ από θάλασσα, τον ξαναρώτησε, θα σε πνίξει. Τα μάτια του γιου απάντησαν κι έγινε η θάλασσα μπουνάτσα. Κατάλαβε η γριά, ήτανε γραφτό του γιου της να γίνει ναυτικός.