Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2020
Σελ. 268
Βασική πηγή έμπνευσης αυτού του βιβλίου είναι κυρίως επισκέψεις, καταγραφές και συζητήσεις του συγγραφέα με ανθρώπους του χωριού. Βρίσκει ο αναγνώστης σε αυτό το βιβλίο, μοναδικές εικόνες από την καθημερινή ζωή των Ηπειρωτών, βγαλμένες μέσα από αφηγήσεις υπερηλίκων, συνήθως, πληροφορητών, οι οποίοι μας αποκαλύπτουν πτυχές της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής των αρχών του 20ου αιώνα μέχρι και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, πτυχές που φωτίζουν τον τρόπο ζωής μιας κοινωνίας απολύτως διαφορετικής από τη δική μας, όπου η επιβίωση δεν ήταν αυτονόητη και το ευ ζην είχε εντελώς διαφορετική σημασία από ό,τι σήμερα.
Μας θυμίζει, ο συμπατριώτης μας Βασίλης Μαλισιόβας, όλα αυτά τα ωραία που έχουν πλέον χαθεί μέσα στον αδυσώπητο χρόνο. Κάποιοι λένε ότι τότε ζούσαμε καλύτερα. Είναι αλήθεια ότι το παρελθόν αποτελεί πάντα ένα ασφαλές καταφύγιο, αφού έχουμε απομακρυνθεί από αυτό, έχουμε την τάση όχι απλώς να το ωραιοποιούμε, αλλά και να το εξιδανικεύουμε σε σχέση με το -για άλλους λόγους- πολύ δύσκολο παρόν και το πάντα αβέβαιο μέλλον.
Είναι έτσι όμως; Ήταν πάντα ρόδινο αυτό το παρελθόν; Ασφαλώς δεν είχαν άγχος οι άνθρωποι, όμως πώς θα σας φαινόταν αν σας έβγαζαν το δόντι… χωρίς αναισθητικό με τανάλια και χωρίς παυσίπονο ή αντιβίωση, και μάλιστα πρακτικός γιατρός να ήταν ο μπαρμπέρης (ο κουρέας); Πώς θα σας φαινόταν ότι υπήρχε σωματική βία στο σχολείο αλλά και στο σπίτι; Στο σχολείο τα παιδιά τρώγανε ξύλο με βέργα από κρανιά, παπούτσια τα παιδιά δεν φορούσαν, ήταν τα γνωστά ξυπόλητα τάγματα, τα παιδιά δεν ξέρανε τι είναι η θάλασσα και κάνανε μπάνιο στο βιρό, βροτου ποταμού Αράχθου, του Μέγα, όπως τον λέγανε, με προσοχή όμως, γιατί ήταν γεμάτος ο ποταμός με ρουφήχτρες, καταβόθρες, βίραγκες, σιούδες, καταρράκτες, στο σχολείο χρησιμοποιούσαν χειροποίητες τσάντες, κοντύλι, πλάκα, πέννα και μελανοδοχείο, τα βιβλία τα αγόραζαν, ένα εφιάλτη που έζησαν οι πρόγονοί μας και κυρίως τα παιδιά, ήταν αυτός της ψείρας και των ψύλλων, κουραμπέτσα ήταν τα αρσενικά παιδιά, με την ψιλή κουρεύονταν, οι γυναίκες δεν κουρεύονταν, άφηναν τα μαλλιά κοτσίδες, γένια άφηναν οι άντρες μονάχα αν πενθούσαν (αυτός λυποκρατεί=πενθεί, λέγανε για κάποιον που είχε γένια), φως ηλεκτρικό δεν υπήρχε, μόνο λάμπες, λυχνάρια, τζάκι σαν μέσο θέρμανσης αλλά και φωτισμού, νερό στο σπίτι δεν υπήρχε, παίρνανε από τα πηγάδια, τα ρέματα, τα ποτάμια, τις λίμνες και τις βρύσες του χωριού, τα ψυγεία των προγόνων μας ήταν οι σπηλιές, το …πηγάδι, τα κατώγια, η άμμος, οι φτέρες, οι παγωνιέρες, φάρμακα δεν έπαιρναν, είχαν… ανενεργό ΑΜΚΑ στο σύστημα υγείας, η μπανάνα και η οδοντόκρεμα δεν ξέρανε τι ήτανε, δεν ήξεραν τι ήταν το ρολόι, τηλέφωνο δεν υπήρχε, αντί για αρωματικά σαπούνια, αφρόλουτρα και σαμπουάν είχαν την αλισίβα (σταχτόνερο), το λουλάκι, την ποτάσα, την βαρικίνα, το πράσινο σαπούνι, το πλύσιμο των ρούχων γινόταν από τις γυναίκες και τα κορίτσια στο ποτάμι και στις νεροτριβές, οι γυναίκες είχαν από το πρωί μέχρι το βράδυ δουλειές: ζύμωμα, μαγείρεμα, πλύσιμο στο ρέμα και στο ποτάμι, βόσκηση ζώων, άρμεγμα, πήξιμο τυριού, σκάλισμα, θέρισμα, πότισμα, και το βράδυ πλέξιμο, ράψιμο…, το μεροκάματο των αντρών ήταν ήλιο με ήλιο, τα κυριότερα φαγητά ήταν γάλα, αυγά, ελιές, ψωμοτύρι, κρεμμύδια, σκόρδα, λούπινα, κριθαρένιο ψωμί και ψωμί σίκαλης, τηγανίτες από ρεβιθάλευρο, φασόλια, φακές, τραχανάς, μπακαλιάρος (το ψάρι του βουνού), το όνομα της γυναίκας έβγαινε από το βαπτιστικό του συζύγου της (ανδρωνυμικά) π.χ. η Χριστίνα, η γυναίκα του Γιώργου, λεγόταν Γιώργαινα!! Όταν πέθαινε θα άκουγε ο κόσμος το όνομά της…
Οι γνήσιες Ηπειρώτισσες αεικίνητες, με το κεφαλομάντιλο πάντα δεμένο, το σκαμμένο από τον χρόνο και τα βάσανα πρόσωπο, τα τίμια και «δουλεμένα» χέρια τους να μαρτυρούν με τον πιο αδιάψευστο τρόπο τον σκληρό και πολύ συχνά άνισο αγώνα, που έδωσαν για να μεγαλώσουν τις οικογένειές τους και να καμαρώνουν σήμερα, όχι απλώς παιδιά, αλλά και εγγόνια και δισέγγονα. Η ωραία ευχή που δίνανε χαμογελώντας οι γλυκύτατες ενενηντάχρονες Ηπειρώτισσες γιαγιάδες, με την πληρότητα της ζωής ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους, ήταν: «Να μ΄ πάρτι τα χρόνια κι να τα πιράσιτι (να φτάσουμε στην ηλικία τους, αλλά να ζήσουμε κι ακόμα παραπάνω!!).
Οι παλιοί στερήθηκαν πάρα πολλά, ταυτόχρονα όμως δεν τους έλειπε τίποτε! Ήταν «οι μηδέν έχοντες και τα πάντα κατέχοντες»!
Η πρωτοφανής δοκιμασία της σημερινής γενικής καραντίνας, εκτός από μελαγχολία ή και πανικό, μας έδωσε, και ένα διπλό μάθημα. Αφενός να μη θεωρούμε τίποτε δεδομένο και αυτονόητο, αφετέρου να απολαμβάνουμε την κάθε μικροχαρά, κυρίως όμως την ιερότητα της κάθε μέρας, του κάθε λεπτού της ζωής…
«Κάτσι, να σ΄ταμουλουήσου…» (με το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα της Ηπείρου): «Ο κόσμος λώβιασε απ΄ τον παρά…», «Άμα φ΄ λαχτεί ου κόσμους, θα φύβγει η γρίπη! Θα αριέψει του κακό…», «βγείτε οι πιθαμένοι (εννοεί από τα μνήματα), να μπούμιιμείς μέσα!!», «Ξεσυγγενέψαμαν… Νέκρα κι ξεραμάρα στου χουριό… Βγαίν΄ςόξουν΄ακουρμαστείς κάναν άνθρωπου κι δεν ακούς τίπουτα…», «Πααίνωκάθι μέρα στου νικρουταφείου, κ΄βιντιάζου μι του γερουντά μ΄(νεκρό)», «Γριά γ΄ναίκα …κι να θέλει φρέντου!!», «Τι έκαν οι κλέφτες; Καλύβουναν (πετάλωναν) τ΄άλουγαανάπουτα, για να μην καταλαβαίνουν οι ν΄κουκυραίοι που πάινανοικλέφτες…», «Μ΄πας ένα χαμπέρι εκείγια;», «Σκλαβουμένηζουήέζηγαν(ζούσαν) οι παλιές οι γ΄ναίκις», «Γιορτάσιου (ονομαστική γιορτή) έκαναν μοναχάστ΄ςάντρις,στ΄ςγ΄ναίκιςπουτέ!!», «οι γ΄ναίκες τράβαγαν τ΄σιβα και τ΄λίβα (πάνδεινα) απ΄τ΄ςα΄ντρις!!», «Φουβέρ΄ζαντςνύφις οι πιθιρές!!», «Κατσείτι όσου θέλιτιισείς κι κ΄βιντιάστι. Ζέστα έχουμι στοτζάκ»…
Ο συγγραφέας Βασίλης Μαλισιόβας περιβάλλει όλους αυτούς τους ηλικιωμένους ανθρώπους με βαθύτατο σεβασμό, αναγνωρίζοντας τον ρόλο τους στη διάσωση της πολιτισμικής κληρονομιάς του ηπειρώτικου βίου. Συχνά τους αποκαλεί «ήρωες» και «ηρωΐδες», αποτίοντας φόρο τιμής στην ανθρωπιά και την αυταπάρνηση με την οποία αγωνίστηκαν για να ζήσουν τις οικογένειές τους, αντιμετωπίζοντας δυσβάστακτες συνθήκες και απερίγραπτες κακουχίες.
Γλώσσα ζωντανή, ρέουσα, δηλωτική, πλούσια, ευρηματική, παραγωγική, ευφάνταστη, πλαστική, απολαυστική. Στις αφηγήσεις των πληροφορητών του συγγραφέα οι συλλαβές των λέξεων ηχούν σαν χάντρες κομπολογιού, σαν τις νότες στα τάστα του λαούτου, σαν τους λυγμικούς δακτυλισμούς στις τρύπες του κλαρίνου. Λέξεις και εκφράσεις που δίνουν ολοζώντανες περιγραφές, παραστατικότατες αφηγήσεις, βιωματικές καταστάσεις. Αυτόν τον λαϊκό ιδιωματικό λόγο διασώζει ο Βασίλης Μαλισιόβας, παρεμβαίνοντας μόνο όπου κρίνει αναγκαίο, ώστε να μας εξηγήσει μια λέξη ή φράση, χωρίς να διασαλεύει την ηχητική αρμονία του ηπειρωτικού λόγου.
Διαβάστε το.
Ο Βασίλης Μαλισιόβας γεννήθηκε το 1970 στη Μαρκινιάδα Άρτας. Σπούδασε κλασική φιλολογία και κοινωνική θεολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ως ερευνητής έχει συνεργαστεί –μεταξύ άλλων– με το Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης (ΜΕΛΤ) και το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ). Ως διορθωτή-επιμελητή κειμένων τον έχουν εμπιστευθεί πολλές εφημερίδες και περιοδικά (Η Καθημερινή, Ο Κόσμος του Επενδυτή, Επιλογή, Πεμπτουσία κ.ά.), καθώς και εκδοτικοί οίκοι [Αλεξάνδρεια, ΕΑΠ, Κέντρο Λεξικολογίας / λεξικά Γ. Μπαμπινιώτη, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος (Γραφείο Εκδόσεων), Λιβάνης, Παπαδήμας, Μεταίχμιο, Άγκυρα, Παπαζήσης κ.ά.]. Είναι εταίρος της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας (ΕΛΕ) και της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας (Αρσάκεια-Τοσίτσεια Σχολεία). Επί σειρά ετών καταγράφει τα ιδιώματα της ιδιαίτερης πατρίδας του, αξιοποιώντας τα στη σύνταξη Ηπειρώτικου Λεξικού. Εργάζεται ως επιμελητής εκδόσεων.
Τραχανάς Κώστας